Του Βασιλείου Π. Παπαγεωργίου – Ομότιμου Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ
«Επειδή, σε πολύ σοφία υπάρχει πολλή λύπη · και όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο.»
Εκκλησιαστής 1:18
Το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945 ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό με το όνομα «Ένολα Γκαίυ» που απογειώθηκε από την Τινιάν των νήσων Μαριάννες έριξε την πρώτη ατομική βόμβα. Η βόμβα έπεσε με αλεξίπτωτο και εξερράγη με πυροδοτικό μηχανισμό στα 600 μέτρα περίπου πάνω από το στόχο της – τη Χιροσίμα. Η ώρα ήταν 8.16΄ π.μ. ακριβώς. Μόλις είχε γεννηθεί ο κόσμος της παντοτινής αβεβαιότητας. Από τότε και για πάντοτε θα αποτελεί μια ημέρα αίσχους για την ανθρωπότητα ως ακροτελεύτια πράξη της απόλυτης συνεργασίας των διασημότερων ατομικών ερευνητών του 20ού αιώνα με το πολιτικο-στρατιωτικό αμερικανικό κατεστημένο με στόχο την υλοποίηση του «πρότζεκτ του διαβόλου». Κι έτσι το άθροισμα από χιλιάδες προσωπικές πράξεις καθαρής συνείδησης, οδήγησε τελικά στη μεγαλύτερη ομαδική ενέργεια εγκληματικής ασυνειδησίας. Γι’ αυτό θα μείνει για πάντα ένα ορόσημο για να θυμίζει μεταξύ των άλλων και την απώλεια της υψηλής ηθικής απ’ όπου ξεπήδησε κάποτε η επιστήμη.
Με αφορμή την πρόσφατη «επέτειο» των 73 χρόνων από τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας, επιχειρείται εδώ μια σύντομη παρουσίαση του χρονικού του δραματικού πεπρωμένου των ατομικών ερευνητών που στρατολογήθηκαν στο ειδεχθέστερο ερευνητικό πρόγραμμα στην ιστορία της επιστήμης, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία της γέννησης της ατομικής βόμβας έχει αναμφίβολα κάτι να προσφέρει στον καθένα μας. Για τον πυρηνικό φυσικό είναι η μυθική αφήγηση μιας επιστημονικής εποποιίας σε πρωτοφανή κλίμακα. Για τον τεχνικό είναι η γιγαντιαία τεχνολογική προσπάθεια για την οποία ξοδεύτηκε το αστρονομικό ποσό, για την εποχή εκείνη, των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για τον πολιτικό-ιστορικό αποτελεί τον θρύλο των μηχανορραφιών των παρασκηνίων απέναντι στη διεθνή εχθρότητα και καχυποψία. Για τον φιλόσοφο της ηθικής πρόκειται για μια μελέτη των συγκρούσεων της νομιμοφροσύνης και των αντιθέσεων που προκαλούσαν στον επιστήμονα ή στον πολιτικό τα ίδια του τα ένστικτα και η ηθική του συγκρότηση. Τέλος, για τον απλό άνθρωπο δεν είναι μια σαν όλες τις ιστορίες του πολέμου. Είναι το χρονικό που μπορεί να περιγραφεί μόνο από τις ανατριχιαστικές εμπειρίες των μελών ενός τεράστιου θιάσου 150.000 μελών, με χαρακτήρες που κλιμακώνονταν από τον πιο αφοσιωμένο ερευνητή μέχρι τον πλέον δόλιο μυστικό πράκτορα. Εμπειρίες που εκφράζονται με λόγια της περιοχής του μύθου ή της θεολογίας. Λόγια που δεν θέλει να τα θυμάται. Είναι πιθανό αυτή η έλλειψη μνήμης να είναι το μέτρο της απέχθειας για τα γεγονότα που βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Κοσμογονικές αλλαγές στη σύλληψη του Φυσικού Κόσμου κατά τον μεσοπόλεμο
Το έργο του Αϊνστάιν για τον συσχετισμό μάζας και ενέργειας αποτέλεσε τη θεωρητική βάση για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας. Όμως το «εναρκτήριο λάκτισμα» για τη γένεση της ατομικής βόμβας δόθηκε από τον διάσημο ατομικό ερευνητή Ερνστ Ράδερφορντ αμέσως μετά το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Ιούνιο του 1919 δημοσίευσε ότι είχε πετύχει την πραγμάτωση ενός από τα πιο παλιά όνειρα της ανθρωπότητας: τη μετατροπή του ατόμου του αζώτου. Η «transmutatio materiae» των αλχημιστών είχε γίνει πραγματικότητα!
Η Φυσική ήδη είχε αλλάξει ριζικά όταν οι δύο Γερμανοί Χάιζενμπεργκ και Σραίντινγκερ παρουσίασαν τη βασική θεωρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πλήρης ανοικοδόμηση της Φυσικής – τη θεωρία της «κβαντομηχανικής» ή «κυματομηχανικής». Η δημιουργία της κβαντομηχανικής υπήρξε ασφαλώς μία φανταστική επίτευξη και τα δεκαπέντε χρόνια που ακολούθησαν (1925-1940) αποτελούν ίσως τον χρυσό αιώνα της φυσικής. Προς το τέλος του μεσοπολέμου οι κυβερνήσεις έπαυσαν να διαθέτουν ασήμαντα ποσά για την επιστημονική έρευνα. Το 1940 η ετήσια επένδυση των ΗΠΑ για έρευνες έφτασε στο επίπεδο των 300.000.000 δολαρίων.
Κατά τα χρόνια που επακολούθησαν μέχρι τη Χιροσίμα, σημειώθηκε η μεγαλύτερη μεταμόρφωση του ειρηνικού και ασκητικού ακαδημαϊκού τοπίου σε μια ανήθικη στρατιωτικο-πολιτική εκμετάλλευση. Η εποποιία των ατομικών φιλοσόφων αποκτούσε ξαφνικά τεράστια σημασία για τη βιομηχανία του ολέθρου, ώστε να μην μπορεί πια να παραμείνει στην αποκλειστική δικαιοδοσία της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το εργαστήριο γίνεται στρατώνας και οι συνέπειες επρόκειτο να επηρεάσουν βαθύτατα και αναπόδραστα τις αντιλήψεις μας για την υψηλή αποστολή του ανθρώπου, για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τις πολιτικο- κοινωνικές δομές και για το επερχόμενο τέλος της Δημοκρατίας.
Η Ευρώπη ρακένδυτη και φοβισμένη από τις καταστροφικές συνέπειες του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε τη δύναμη να καταλάβει τη βαθιά αλλαγή που οι πρόδρομοι προφήτες Πλανκ και Αϊνστάιν είχαν ευαγγελισθεί. Οι Ράδερφορντ και Μπωρ δείχνουν τώρα ότι το αδιαίρετο είναι διαιρετό και το στερεό δεν είναι σταθερό, αλλά στον μικρόκοσμό του βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αλλαγή. Ήδη από τον 17ο αιώνα οι ακαδημίες των επιστημών είχαν αποφασίσει να παραμερίσουν από τις συνεδριάσεις τους κάθε συζήτηση με θέμα ηθικό, πολιτικό ή θεολογικό. Είναι ακόμα γεγονός πως το 1919 δεν υπήρχε η ελεύθερη και ανεξάρτητη επιστημονική έρευνα. Ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος που μόλις είχε τελειώσει, είχε δείξει πολύ καθαρά με τα νέα του όπλα (βγαλμένα από την εφαρμογή των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων) την αναδυόμενη μοιραία σχέση του πανεπιστημιακού εργαστηρίου με την αιματηρή πραγματικότητα του πεδίου μάχης.
Την εποχή εκείνη το ενδιαφέρον των ατομικών ερευνητών εστιαζόταν σε τρεις πόλους έλξης: το Καίμπριτζ με τον Ράδερφορντ, την Κοπεγχάγη με τη σχολή του σοφού Νηλς Μπωρ, αρχιερέα του θαυμαστού και μυστηριώδους μικρόκοσμου, και το Γκαίττινγκεν στη Γερμανία με τη διάσημη τριανδρία: Μαξ Μπορν, Τζαίημς Φρανκ και Ντάβιντ Χίλμπερτ.
Ένας από τους πολλούς νέους Αμερικανούς που προσέλκυσε η διάσημη τριάδα του Γκαίττιγκεν ήταν το αποκαλούμενο «παιδί θαύμα», ο Ρόμπερτ Οππενχάιμερ, ο μετέπειτα αποκληθείς «πατέρας της ατομικής βόμβας». Ο πολυπράγμων «Όππι» παράλληλα με τη θεωρητική φυσική παρακολουθούσε ακόμα μαθήματα φιλοσοφίας και φιλολογίας. Συνεπαρμένος από την ανάγνωση της «Κόλασης του Δάντη» αναρωτιόταν γιατί ο Δάντης τοποθέτησε την ανικανοποίητη «αιώνια αναζήτηση» στην Κόλαση και όχι στον Παράδεισο. Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του αρκετά χρόνια αργότερα (άνοιξη 1956), όταν τα χρόνια της ομαδικής ασυνειδησίας και της ηθικής συντριβής των ατομικών ερευνητών που ακολούθησαν τη ρίψη της ατομικής βόμβας τον οδήγησαν στην τραγική ομολογία: «Δυστυχώς κάναμε τη δουλειά του διαβόλου».
Η σύγκρουση με την πολιτική
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Χίτλερ και του Στάλιν δεν άργησαν να έρθουν σε σκληρή σύγκρουση με την καλπάζουσα νέα φυσική. Η μοντέρνα φυσική, ιδιαίτερα όπως είχε αναπτυχθεί στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης (Γκαίττιγκεν, Κοπεγχάγη, Καίμπριτζ, Μόναχο κ.α.) φαινόταν στους Σοβιετικούς κομισάριους «ιδεολογικά ύποπτη». Ήταν για τους Σοβιετικούς φιλοσόφους «επικίνδυνος ιδεαλισμός», που μπορούσε να οδηγήσει σε «εκκλησιαστικό σκοταδισμό». Ο Γιάκοφ Φρένκελ, ο μεγαλύτερος καθηγητής φυσικής στη Σοβιετική Ένωση, κατηγορήθηκε για έλλειψη σαφήνειας και σταθερότητας έναντι του υλισμού. Στη Μόσχα, δεν δεχόντουσαν πια από τους επιστήμονες την «ουδέτερη» στάση και απαιτούσαν την εκδήλωση της απόλυτης ιδεολογικής πίστης. Το επιστημονικό οπλοστάσιο των Ρώσων περιλάμβανε τώρα και ένα νέου τύπου εργαστήριο με έγκλειστους επιστήμονες. Ο τύπος αυτός εργαστηρίου ονομάσθηκε sharashka (шара́ шка) και περιγράφεται από τον Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Ο πρώτος κύκλος».
Στη Γερμανία με την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, ένας μικρός όμιλος ναζιστών ερευνητών, συσπειρωμένοι πίσω από δύο βραβεία Νόμπελ (Λέναρντ και Σταρκ), δήλωναν ότι η θεωρία του Αϊνστάιν ήταν «εβραϊκή μπόχα» και όσες εργασίες έδιναν αναφορές στις ανακαλύψεις του Αϊνστάιν και του Μπωρ τις ονόμαζαν «Eβραϊκή Φυσική». Ένα μήνα μετά την αρπαγή της εξουσίας από τον Χίτλερ ένα τηλεγράφημα από το Βερολίνο πρόσταζε την αποπομπή επτά σοφών καθηγητών, μεταξύ των οποίων και ο διάσημος Μαξ Μπορν. Έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφερθεί ότι μόνο ένας είχε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί για την απόλυση των Εβραίων καθηγητών, ο φυσιολόγος Καίλερ. Όλοι οι άλλοι προτίμησαν τη συνεργασία με τους ναζί για να διατηρήσουν την πανεπιστημιακή τους έδρα. Έτσι έγιναν σιωπηλοί συνένοχοι σε ένα καθεστώς που οδήγησε τον κόσμο στον όλεθρο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Για όλους αυτούς τους κατατρεγμένους ατομικούς ερευνητές όσο μεγάλωνε το φάσμα του ναζισμού στην Ευρώπη μόνο η Κοπεγχάγη μπορούσε να είναι τόπος προσωρινής διαμονής. Το πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής υπό τη διεύθυνση του διάσημου σοφού δασκάλου Νηλς Μπωρ, συγκέντρωνε φυσικούς απ’ όλες τις χώρες του κόσμου από διάφορες φυλές και ιδεολογίες. Ο ακούραστος Μπωρ, με την οικονομική βοήθεια του Λόρδου Ράδερφορντ, έβρισκε πάντα κάποιο τρόπο να βοηθήσει τους συναδέλφους του που είχαν χάσει την πανεπιστημιακή τους θέση από την επέλαση της πολιτικής στους ειρηνικούς χώρους του Πανεπιστημίου. Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε βέβαια να κρατήσει για πάντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρά το οικονομικό κραχ στα δύο πρώτα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ, με τις εκατοντάδες πανεπιστήμια και ινστιτούτα και την αστείρευτη πηγή των μυστικών τους υπηρεσιών, κατάλαβαν τις ανεκτίμητες γνώσεις όλων αυτών των διανοούμενων προσφύγων και τους προσέφεραν αρκετές θέσεις. Έτσι το φθινόπωρο του 1933 ο Αϊνστάιν δέχθηκε πρόσκληση του Ινστιτούτου Προχωρημένων Σπουδών στο Πρίνστον. Από την ημέρα αυτή που ο «Πάπας της Φυσικής» μετακόμισε στις ΗΠΑ, η Αμερική έγινε το κέντρο των φυσικών επιστημών και έτσι αναπόδραστα έγινε η μήτρα που γέννησε την ατομική βόμβα. Από την άλλη μεριά ο Σοβιετικός πατριωτισμός και ο φόβος για σαμποτάζ και κατασκοπεία ήταν η αιτία να γίνεται κάθε μέρα πιο βαθύ το χάσμα του «απατηλού και επικίνδυνου ιδεαλισμού» των δυτικών ατομικών φιλοσόφων έναντι της «σαφήνειας και σταθερότητας του υλισμού» των Σοβιετικών συναδέλφων τους.
Το 1935 ο Ούγγρος φυσικός Λέο Σιλλάρ, συναισθανόμενος τα ολέθρια αποτελέσματα για την ανθρωπότητα των εξελίξεων στη διάσπαση του ατόμου, ζήτησε από τους συναδέλφους πρωταγωνιστές των πυρηνικών ερευνών, τουλάχιστον προσωρινά να μην ανακοινώνονται τα μελλοντικά αποτελέσματα. Η πρότασή του αυτή απορρίφθηκε απ’ όλους. Έτσι σε μία στροφή της παγκόσμιας ιστορίας μέσα σε λίγους μήνες Χίτλερ και νετρόνιο εμφανίσθηκαν μαζί. Όταν ο Τύπος, ύστερα από τους πρώτους ενθουσιασμούς άρχισε να ανησυχεί για τις ενδεχόμενες χρήσεις της ατομικής ενέργειας, ο αρχιερέας της ατομικής διάσπασης Λόρδος Ράφερφορντ, έσπευσε να τους καθησυχάσει: «Οι επιστήμονες που κάνουν αυτά τα πειράματα δεν ψάχνουν να βρουν καινούργιες πηγές ενέργειας, ούτε να παράγουν ακριβά και σπάνια στοιχεία. Η αιτία είναι πολύ πιο βαθιά. Εδρεύει στην ακαταμάχητη έλξη που ασκεί στον άνθρωπο η ανακάλυψη των μεγάλων μυστηρίων της φύσης».
Το ίδιο καθησυχαστικοί ήταν και οι άλλοι διάσημοι πρωταγωνιστές όπως ο Νηλς Μπωρ, όταν στο Πρίνστον (1939) ανέφερε δεκαπέντε λόγους που κάνουν απίθανη γι’ αυτόν την πρακτική εκμετάλλευση της διασπάσεως του ατόμου, ή ο Όττο Χαν που σε στενό κύκλο αναφώνησε: «Ο Θεός δεν θα το επιτρέψει». Αλλά ακόμη και ο Αϊνστάιν στις αρχές του 1939 δεν πίστευε στην απελευθέρωση της ατομικής ενέργειας.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο ατομικός φυσικός Εμίλιο Σεγκρέ στην κηδεία του μεγάλου δασκάλου του, Ενρίκο Φέρμι, τον αποχαιρετούσε με την ακόλουθη αφοπλιστική ομολογία: «Ο Θεός στις ανεξιχνίαστες βουλές του, τύφλωσε τον καθένα μας προς το φαινόμενο της διασπάσεως του ατόμου». Μέσα σε αυτές τις λίγες γραμμές είχε γραφεί ο επίλογος του πεπρωμένου των πρωταγωνιστών της εποποιίας της διασπάσεως του ατόμου, των ιπποτών της Αποκάλυψης.
Τα Νόμπελ στις διαταγές του Πενταγώνου
Στα 1942 ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις προσπάθειες Άγγλων και Αμερικανών ερευνητών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανώτερη διεύθυνση ανατέθηκε σε μια επιτροπή με τρία μέλη από τις ένοπλες δυνάμεις: τον στρατηγό Στάιερ, τον ναύαρχο Πάρνελ και τον τρομερό «καραβανά» στρατηγό Γκροβς. Τους επιτελείς στρατιωτικούς πλαισίωναν και δύο ατομικοί ερευνητές: οι Μπους και Κόναντ. Από τις 13 Αυγούστου 1942 το πρόγραμμα ονομάσθηκε «D.S.M. Project» ή «Σχέδιο Μανχάτταν». Από εκείνη τη στιγμή όλοι οι συμμετέχοντες διαπρεπείς ατομικοί ερευνητές – ανάμεσά τους και αρκετά βραβεία Νόμπελ – χαρακτηρίσθηκαν σαν «επιστημονικό προσωπικό» και δεσμεύθηκαν να υποταχθούν απόλυτα στους στόχους του τρομερού στρατιωτικού μυστικού. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία της επιστήμης που τόσα λαμπρά μυαλά δέχθηκαν με τόση ευκολία να υποταχθούν στο ζυγό μιας στρατιωτικής διοίκησης με σκοπό το ειδεχθέστερο επίτευγμα της επιστήμης μέχρι σήμερα.
Ο άνθρωπος που δέσποζε στο «Πρόγραμμα Μανχάτταν» ήταν ένας «καραβανάς», στρατιώτης καριέρας: ο Λέσλι Γκροβς, σαράντα έξι χρονών. Σε όλη του τη σταδιοδρομία έμεινε δεκαέξι χρόνια λοχαγός και μόνο στην αρχή του πολέμου πήρε τον τίτλο του συνταγματάρχη, και αυτόν προσωρινά. Όταν λοιπόν βρέθηκε σε αυτή τη θέση ήταν πλέον το σκαλί που περίμενε τόσα χρόνια για να γίνει επιτέλους απ’ ευθείας στρατηγός. Ήταν ο άνθρωπος που ηγήθηκε σε μια ντουζίνα ατομικών φιλοσόφων και οδήγησε την ανθρωπότητα στον πυρηνικό όλεθρο και την παγκόσμια αβεβαιότητα, ανεπιστρεπτί μέχρι σήμερα…
Τον Ιούλιο του 1943 ανατέθηκε η διεύθυνση του εργαστηρίου στο Λος Άλαμος στον σαραντάρη τότε Οππενχάιμερ. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων του ήταν να στρατολογήσει τους καλύτερους φυσικούς της Αμερικής και να τους πείσει να εγκατασταθούν στην έρημο της Νεβάδα. Με την ακτινοβολία του ονόματός του και το «πνευματικό σεξ-απήλ» που διέθετε κατόρθωσε να πείσει πολλά από τα «θύματά» του να πάρουν μέρος σε αυτή την επιστημονική-διαβολική εποποιία.
Όσο προχωρούσαν οι εργασίες στο Λος Άλαμος άρχισαν δειλά-δειλά να εμφανίζονται οι πρώτες αναταράξεις στη συνείδηση των ατομικών επιστημόνων και κυρίως των ηλικιακά νέων. Ήδη από το φθινόπωρο του 1944 μία ομάδα από έξι ατομικούς επιστήμονες συνέγραψε την πρώτη σημαντική μελέτη με τίτλο «Πυρηνικές Προοπτικές» με ηθικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς με στόχο να κρατήσουν σε έλεγχο το τέρας που κατασκεύαζαν. Η μελέτη αυτή παρέμεινε ανέκδοτη για πολλά χρόνια ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, οι «αντιρρησίες συνείδησης» ήταν μία οικτρή μειοψηφία.
Σήμερα, με τη μεγάλη χρονική απόσταση από τα γεγονότα του «Μανχάτταν Πρότζεκτ», δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι εξέχοντες Γερμανοί πυρηνικοί φυσικοί, βραβευμένοι με Νόμπελ, ζώντας σε ένα σκληρό δικτατορικό καθεστώς, θέλησαν να εμποδίσουν την κατασκευή της ατομικής βόμβας, ενώ οι Δυτικοί συνάδελφοί τους φάνηκαν πρόθυμοι να συνεργασθούν με το Πεντάγωνο και να πρωταγωνιστήσουν γράφοντας την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία της επιστήμης.
Ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν τέρας
Στις 15 Ιουλίου 1945 δοκιμάσθηκε η πρώτη ατομική βόμβα στη μέση της ερήμου της Νεβάδα. Στην πραγματικότητα, η βόμβα που δοκιμάσθηκε είχε εκρηκτική δύναμη μεταξύ 17 και 20 τόνων τρινιτροτολουόλης (TNT), δηλαδή δέκα, είκοσι, τριάντα, ακόμα και έως εκατό φορές περισσότερο απ’ ότι οι πιο πολλοί από τους σοφούς «πατέρες» αυτού του τρομακτικού όπλου είχαν προβλέψει! Οι σκηνές φρίκης που επακολούθησαν ήταν συγκλονιστικές για τους παριστάμενους, και όλοι εκφράζονταν για το γεγονός με θεολογικές περιγραφές, αν και δεν είχαν θρησκευτικές προκαταλήψεις. Να πώς περιγράφει ο στρατηγός Φάρρελλ την κόλαση που επακολούθησε:
«Όλος ο τόπος πλημμύρισε από ένα παμφάγο φως, πολλές φορές πιο δυνατό από τον σημερινό ήλιο… Έπειτα από τριάντα δευτερόλεπτα έγινε η έκρηξη · η πίεση του αέρα χτύπησε σκληρά τους ανθρώπους και τα άψυχα, και ακούστηκε ένα ηχηρό, μακρύ και πένθιμο μουγγρητό, όμοιο με το μήνυμα της Δευτέρας Παρουσίας. Αυτή η βαριά βροντή μας έκανε να σκεφθούμε πως εμείς, ελάχιστα όντα, με το βλάσφημο θράσος μας, τολμήσαμε να ταράξουμε τις δυνάμεις που ως τότε ανήκαν στον Μεγαλοδύναμο. Τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν, για να γίνει αντιληπτή σε όσους δεν έζησαν τις στιγμές εκείνες, την αίσθηση που γέμισε το σώμα, τη σκέψη και την ψυχή μας. Έπρεπε να βρίσκεται κανείς εκεί για να το αντιληφθεί.»
Ο Λέο Σιλλάρ, ο κυριότερος πρωταγωνιστής υπέρ της κατασκευής της ατομικής βόμβας, λίγους μήνες πριν την ρίψη της βόμβας έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξαναπιάσει και να κλείσει στο κλουβί το ολέθριο «τζίνι». Ήταν ο ίδιος που το καλοκαίρι του 1939 ζήτησε από τον Αϊνστάιν να εξαντλήσει την επιρροή του στην αμερικανική κυβέρνηση για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Τώρα, και οι δύο μαζί υπέγραφαν ένα γράμμα με ένα λεπτομερές υπόμνημα του Σιλλάρ για τον πρόεδρο Ρούζβελτ με την ελπίδα να αποτρέψουν την ρίψη της ατομικής βόμβας. Το γράμμα αυτό δεν διαβάστηκε ποτέ από τον Ρούζβελτ. Όταν το νέο αυτό μαθεύτηκε στους εργαζόμενους ερευνητές στα εργαστήρια του «Μανχάτταν Πρότζεκτ» δημιούργησε μία έντονη ανησυχία. Οι νέοι επιστήμονες εκδήλωναν όλο και πιο έντονα την αντίθεσή τους στη χρήση της ατομικής βόμβας. Το Πανεπιστήμιο του Σικάγο συγκρότησε μια επταμελή επιτροπή Σοφών με επικεφαλής τον Τζαίημς Φρανκ (βραβείο Νόμπελ) και μέλη τούς: Σιλλάρ, Ραμπίνοβιτς, Χιουζ, Σήμπορκ, Στερνς και Τζ. Τζ. Νίκσον. Οι «επτά του Σικάγο» συνέταξαν την «Έκθεση Φρανκ» που υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 1945 ιδιοχείρως στον υπουργό Στρατιωτικών Στίμσον, και προειδοποιούσαν για τον αντίκτυπο και τις παγκόσμιες τρομερές συνέπειες από την ρίψη της βόμβας στην Ιαπωνία.
Η «Έκθεση Φρανκ» διαβιβάσθηκε στην ειδική επιτροπή, το αποκαλούμενο «Επιστημονικό Κλιμάκιο» που συγκροτούσαν οι τέσσερις διασημότεροι ακαδημαϊκοί – Κόμπτον, Φέρμι, Λώρενς και Οππενχάιμερ – προκειμένου να αποφανθούν. Οι τέσσερις αυτοί Σοφοί κρατούσαν στα χέρια τους τη δυνατότητα να εξετάσουν και πάλι, και ενδεχομένως να εμποδίσουν, την ρίψη της βόμβας σε στρατιωτικούς στόχους, κατοικημένες περιοχές, σπίτια, ανθρώπινες υπάρξεις. Η επιτροπή ακολούθησε την τακτική του Πόντιου Πιλάτου: «Η ιδιότητα του επιστήμονα, δεν μας υπαγορεύει καμία ιδιαίτερη υποχρέωση να απαντήσουμε στο ερώτημα αν θα πρέπει να γίνει χρήση της βόμβας ή όχι» και κατέληξε με έναν απίστευτο κυνισμό στη διαπίστωση και διαβεβαίωση ότι: «Δεν πιστεύουμε πως η έκρηξη ενός από αυτά τα βαρελότα (fire crackers) σε μία έρημο είχε κανένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα»!
Το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945, η βόμβα έπεσε στη Χιροσίμα. Η ώρα ήταν 8.16΄ π.μ.. Στη μονογραφία «Χωρίς σπουδαίο λόγο» των Φλέτσερ Κνέμπελ και Τσαρλς Μπαίιλεϋ, διαβάζουμε:
«Για όσους βρίσκονταν εκεί και επέζησαν για να θυμούνται τη στιγμή που ο άνθρωπος για πρώτη φορά έστρεψε εναντίον του τις στοιχειακές δυνάμεις του σύμπαντός του, το πρώτο δευτερόλεπτο ήταν καθαρό φως, εκτυφλωτικό, έντονο φως – φως μια τρομακτικής ομορφιάς και ποικιλίας… Μπορεί να υπήρξε και ήχος, αλλά κανείς δεν τον άκουσε.
Η αρχική λάμψη εξαπέλυσε μια σειρά από δεινά. Πρώτη ήρθε η θερμότης. Κράτησε για μια στιγμή, ήταν όμως τόσο έντονη που έλιωσε τα κεραμίδια στις στέγες, τους κρυστάλλους του χαλαζίτη μέσα στους γρανιτόλιθους, καρβούνιασε σε έκταση δύο σχεδόν μιλίων τους τηλεφωνικούς στύλους κι έκανε στάχτη τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονταν εκεί κοντά – σε τέτοιο βαθμό που τίποτε δεν έμεινε σαν κατάλοιπο παρά μόνο οι σκιές τους καμένες πάνω στην άσφαλτο ή στους πέτρινους τοίχους… Σε μια ακτίνα τεσσάρων χιλιομέτρων κάηκε το γυμνό δέρμα όλων των ανθρώπων.
Μετά το κάψιμο ήρθε η έκρηξη. Έκρηξη σαρωτική με κίνηση απομακρύνσεως από την πύρινη σφαίρα, με τη δύναμη ενός ανέμου 800 χιλιομέτρων την ώρα. Μόνο τα αντικείμενα που παρουσίαζαν ελάχιστη επιφάνεια αντιστάσεως – οι κουπαστές στις γέφυρες, οι σωλήνες, οι στύλοι – παρέμειναν στη θέση τους… Κατά τα λοιπά, μέσα σ’ έναν γιγάντιο κύκλο με διάμετρο τριάμισι χιλιομέτρων και περισσότερο, τα πάντα είχαν γίνει συντρίμμια.
Η θερμότητα και η έκρηξη προκάλεσαν και τροφοδότησαν χιλιάδες φωτιές σε χιλιάδες σημεία μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα… Σε ορισμένα σημεία η ίδια η γη έμοιαζε να ξερνά φωτιά – γιατί ήταν αμέτρητες οι φλόγες, σαν πύρινοι πίδακες που αναπήδησαν αυτόματα από την ακτινοβόλο θερμότητα.
Λίγα λεπτά μετά την έκρηξη άρχισε να πέφτει μια παράξενη βροχή. Οι σταγόνες ήταν μεγάλες σαν βόλοι – και μαύρες! Το τρομακτικό αυτό φαινόμενο προέκυψε από την εξάτμιση της υγρασίας της πύρινης σφαίρας και τη συμπύκνωσή της στο σύννεφο που ανέβλυσε από αυτή. Καθώς το σύννεφο που είχε σχηματισθεί από τους υδρατμούς και τον κονιορτό της Χιροσίμα έφτασε σε μεγαλύτερο ύψος και σε ψυχρότερα στρώματα αέρος, οι υδρατμοί συμπυκνώθηκαν και έπεσαν κάτω σαν βροχή. Η βροχή δεν ήταν ικανή να σβήσει τις φωτιές, ήταν όμως ικανή, σαν “μαύρη βροχή”, να αποκορυφώσει την κατάπληξη και τον πανικό…
Μετά τη βροχή ήρθε ο άνεμος – ο μεγάλος “Άνεμος της φωτιάς” – που φύσαγε προς το κέντρο της καταστροφής και στροβιλιζόταν και μεγάλωνε την έντασή του καθώς ο αέρας πάνω από τη Χιροσίμα θερμαινόταν διαρκώς και περισσότερο και πύρωνε από τις μεγάλες φωτιές. Ο άνεμος φυσούσε τόσο ορμητικά που ξερίζωνε πελώρια δέντρα από τα πάρκα, όπου κατέφευγαν όσοι είχαν επιζήσει. Χιλιάδες άνθρωποι τρέχανε, τρέχανε αλόγιστα στα τυφλά, χωρίς να ξέρουν για πού – μόνο και μόνο για να βγουν έξω από την πόλη. Μερικοί στα προάστια, όταν τους έβλεπαν να έρχονται, νόμιζαν στην αρχή ότι ήταν Νέγροι, όχι Ιάπωνες – τόσο μαύρο ήταν το δέρμα τους. Οι πρόσφυγες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς είχαν καεί. “Είδαμε τη λάμψη”, έλεγαν, “και να τι συνέβη”».
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η τεράστια ενέργεια που εκλύεται κατά την έκρηξη μίας ατομικής βόμβας κατανέμεται σε τρεις μορφές: 50% υπό μορφή ωστικού κύματος, 35% ως θερμότητα και 15% σε πυρηνικές ακτινοβολίες. Εάν υπολογίσουμε τις επιπτώσεις που θα έχει, στους κατοίκους μιας πόλης, η έκρηξη μίας βόμβας μεσαίας ισχύος (δηλαδή ενός μεγατόνου – 50 φορές μεγαλύτερη από τη βόμβα της Χιροσίμα) τότε θα συμβούν τα εξής:
το ωστικό κύμα θα είναι σαρωτικό, καθώς η ατμοσφαιρική πίεση διπλασιάζεται και ο άνεμος τρέχει με ταχύτατα 700-800 χλμ/ώρα. Οι άνθρωποι εκτοξεύονται στον αέρα σαν παιχνιδάκια και υφίστανται κάθε είδους οργανικές βλάβες. Οι ανθρώπινες κοιλότητες θα υποστούν μια μεγάλη υπερπίεση και οι πνεύμονες διάτρηση. Τα ζωτικά όργανα, όπως η καρδιά και ο εγκέφαλος, θα καταστραφούν.
Κατά την έκρηξη δημιουργείται μία σφαίρα φωτιάς, της οποίας η θερμοκρασία συγκρίνεται με αυτή του ήλιου, δηλαδή της τάξης πολλών εκατομμυρίων βαθμών. Η λάμψη θα προκαλέσει τύφλωση στα άτομα που θα βρίσκονται ακόμη και 50 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της έκρηξης. Όσα άτομα υποστούν ακτινοβόληση πάνω από 600 Rads δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης. Τέλος, καμία ιατρική βοήθεια δεν είναι δυνατή.
Ο «Ψυχρός Πόλεμος» είχε αρχίσει πριν ακόμα ο άλλος τελειώσει. Ο Άγγλος Π. Μ. Μπλάκεττ (βραβείο Νόμπελ), το 1948 στο βιβλίο του «Στρατιωτικές και Πολιτικές Συνέπειες της Ατομικής Ενέργειας» αποκάλυψε πως ο Τρούμαν διέταξε την ρίψη της βόμβας για να προλάβει την είσοδο των Ρώσων στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Οι Ρώσοι με ένα απίστευτα περίπλοκο, όσο και αποτελεσματικό κατασκοπευτικό δίκτυο, είχαν εξασφαλίσει το μυστικό της ατομικής βόμβας. Η σοβιετική βιομηχανία χρειάσθηκε τέσσερα χρόνια (1945-1949) για να κατασκευάσει την πρώτη ατομική βόμβα που εξερράγη δοκιμαστικά κάπου στην Σοβιετική Ένωση, τον Αύγουστο του 1949.
Η είδηση του ατομικού βομβαρδισμού ανακοινώθηκε πρώτα στον διάσημο Γερμανό ατομικό Χαν από τους Αμερικανούς αξιωματικούς που ήταν υπεύθυνοι για τη φρούρησή του στην Αγγλία. Όταν άκουσε την είδηση, έξαλλος φώναξε: «Πώς! Εκατό χιλιάδες θύματα;», για να πάρει την απάντηση από τους δεσμοφύλακές του: «Καλύτερα ο θάνατος μερικών χιλιάδων κίτρινων, παρά ενός από τα δικά μας “μπόιζ”». Ακριβώς όμως με το ίδιο επιχείρημα είχε δικαιολογήσει ο Χίτλερ τον βομβαρδισμό της Ολλανδίας…
Από την επόμενη μέρα της πτώσης της βόμβας στη Χιροσίμα, στο «στρατόπεδο» του Λος Άλαμος επικράτησε μεταξύ των πρωταγωνιστών της βόμβας σύγχυση και ταραχή. Στα μάτια των απλών Αμερικανών φάνταζαν με τους μυθικούς Τιτάνες και τον Προμηθέα που τόλμησε να προκαλέσει τον Δία · στη συνείδησή τους γινόταν μία διαπάλη. Μπορούσαν άραγε να νιώσουν συγχρόνως έπαρση και ντροπή; Ο Ρ. Μπρόντι λίγες ημέρες αργότερα μίλησε στους δημοσιογράφους για λογαριασμό του, καθώς και των συναδέλφων του στο Λος Άλαμος: «Αν πρέπει να μιλήσω με πλήρη ειλικρίνεια, η ανακούφιση που νιώσαμε (από τη ρίψη της ατομικής βόμβας) ξεπερνούσε τη συγκίνησή μας. Επιτέλους μάθαιναν οι οικογένειές μας και οι φίλοι μας γιατί είχαμε εξαφανισθεί τόσα χρόνια. Επιτέλους κάναμε το καθήκον μας και τώρα ξέρουμε και εμείς οι ίδιοι πως η δουλειά μας δεν πήγε χαμένη. Εγώ προσωπικά δεν έχω κανένα αίσθημα ενοχής». Ενώ ο «καραβανάς» στρατηγός Γκροβς σε μια επιτροπή του Κογκρέσου δήλωσε δημόσια πως ο θάνατος από ακτινοβολία ήταν «πολύ ευχάριστος».
Η αφύπνιση των συνειδήσεων…
Με τον τίτλο «Η βόμβα που έπεσε πάνω στην Αμερική», ο ποιητής Χ. Χάγκεντορν έγραφε: «Όταν η βόμβα έπεσε στην Αμερική, έπεσε πάνω σε ανθρώπους. Δεν τους κομμάτιασε όπως τους ανθρώπους της Χιροσίμα… Διέλυσε όμως κάτι πολύ σημαντικό για τους μεγάλους και τους ταπεινούς: τη σύνδεσή τους με το παρελθόν και με το μέλλον. Τότε μίλησε η συνείδηση της Αμερικής: Τι κάνουμε χώρα μου, τι κάνουμε;».
Μετά την πτώση της βόμβας τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα. Τον Οκτώβριο του 1945 ο Οππενχάιμερ, προς γενική έκπληξη, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το πυρηνικό εργαστήριο του «Διαβόλου» στο Λος Άλαμος. Η γενική εντύπωση που άφηνε στους παλιούς και αγαπημένους φοιτητές του, που τους είχε στρατολογήσει στο Λος Άλαμος, ήταν πλέον πολύ διαφορετική. Νόμιζαν ότι η φήμη από τον ρόλο που έπαιξε ως «πατέρας» της βόμβας του άλλαξε τόσο πολύ τα μυαλά «ώστε άρχισε να παίρνει τον εαυτό του για τον Θεό τον ίδιο, τον ρυθμιστή του Κόσμου».
Η κυριαρχούσα άποψη μεταξύ των ατομικών ερευνητών ήταν ότι οι έρευνες για τον εξοπλισμό, εκτός από τον όλεθρο, δεν έφεραν καμία καινούργια γνώση στον τομέα της πυρηνικής φυσικής. Αμέσως στο «στρατόπεδο» σήμανε τους «ζυγούς λύσατε» και για τους πολυάριθμους ατομικούς ερευνητές που παρέμειναν μετά της πτώση της βόμβας, άβουλοι και μοιραίοι αντάμα κατά τον ποιητή.
Εμφανή όμως ήταν τα σημάδια για την επερχόμενη βαθιά αλλαγή της δημόσιας γνώμης σχετικά με το πρόβλημα της ατομικής βόμβας και της επερχόμενης βόμβας υδρογόνου.
Παράλληλα, οι Σοβιετικοί είχαν αποδοθεί σ’ έναν αγώνα δρόμου, ιδίως μετά τις πολύτιμες πληροφορίες που έλαβαν από τον κατάσκοπο Φουκς. Ήδη η διασπορά των πυρηνικών όπλων είχε αρχίσει παράλληλα με τη μετεξέλιξη της παραγωγής τους, από βιοτεχνική, σε μαζική βιομηχανική κλίμακα. Ο Αϊνστάιν ως πρόεδρος της «Επιτροπής Ατομικών Επιστημόνων», φανερά απογοητευμένος από την αδιαφορία της κοινής γνώμης, που την κατεύθυναν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του αμερικανικού στρατιωτικο-πολιτικού κατεστημένου, αναγκάσθηκε το 1947 να αναρτήσει και το «κηδιόσημο» των ειρηνευτικών προσπαθειών του και των ελαχίστων μετανιωμένων επιστημόνων: «Η κοινή γνώμη διαφωτίσθηκε για τους κινδύνους του ατομικού πολέμου, αλλά δεν θέλησε να κάνει τίποτα για να τους αποτρέψει. Αντίθετα μάλιστα, έκανε ότι μπορούσε για να διώξει αυτή τη σύσταση από τη σκέψη του». Ο σύγχρονος άνθρωπος είχε ξεπερασθεί. Η Δημοκρατία είχε πεθάνει.
Οι πορείες ειρήνης ξεκίνησαν από την Ευρώπη, με σημαντική καθυστέρηση, αφού είχε ολοκληρώσει το ατομικό και πυρηνικό πρόγραμμα και η Σοβιετική Ένωση, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Κίνα χωρίς την έγκριση κανενός διεθνούς οργανισμού. Είχε αρχίσει η λεγόμενη «οριζόντια εξάπλωση», δηλαδή η απόκτηση ατομικών και πυρηνικών όπλων από τις «χώρες που δεν έχουν το δικαίωμα», γεγονός που υπονοεί ότι οι προηγούμενες (μαζί με τις ΗΠΑ) έχουν κατακτήσει ιστορικά το δικαίωμα αυτό!
Η πρώτη πορεία για την απαγόρευση της ατομικής βόμβας αρχίζει από την Πλατεία Τραφάλγκαρ στις 4 Απριλίου 1958. Η πορεία των 51 μιλίων από το Λονδίνο στο «εργοστάσιο του θανάτου» (Αλντερμάστον) κράτησε 4 ημέρες. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους άρχισε νέα εκστρατεία για του αφοπλισμό από τα πυρηνικά όπλα, υπό την προεδρεία του διάσημου σοφού ειρηνιστή Μπέρτραντ Ράσσελ. Η πορεία εξελίχθηκε σε ετήσιο γεγονός και το 1960 προσέλκυσε 100.000 άτομα.
Ο Ράσσελ, που εξακολουθούσε στα 89 του χρόνια να αγωνίζεται ορμητικά για τον πυρηνικό αφοπλισμό, κατά την εκστρατεία ανυπακοής το 1961 είπε: Ο Κέννεντυ και ο Μακμίλλαν είναι πολύ αισχρότεροι από τον Χίτλερ. Δεν μπορούμε να υπακούμε στους δολοφόνους. Είναι αισχροί. Είναι καθάρματα. Είναι τα φαυλότερα υποκείμενα που έζησαν στην ιστορία του ανθρώπου, και έχουμε το καθήκον να πράξουμε ό,τι μπορούμε εναντίον τους. Η ιδέα των όπλων μαζικού ολέθρου είναι ως το έπακρο φρικώδης και δεν είναι δυνατόν να την ανεχθεί οποιοσδήποτε έχει έστω και μία σπίθα ανθρωπισμού…». (Ομπζέρβερ, 16 Απριλίου 1961)
Το Ισραήλ απέκτησε τη βόμβα το 1966 κιόλας, και στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 είχε στην κατοχή του 30. Τον χορό του θανάτου έσυραν με τη σειρά τους η Ινδία, που πυροδότησε τη βόμβα της στις 18 Μαΐου 1974 για να λάβει τα συγχαρητήρια από τη Γαλλία για το απεχθέστατο στρατιωτικό της επίτευγμα. Η βόμβα της Ινδίας γέννησε τη βόμβα του Πακιστάν, που ήταν έτοιμη το 1984. Ακολούθησε η Ταϊβάν, η Νότια και Βόρεια Κορέα, η Λατινική Αμερική και η Νότια Αφρική, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος…
Στις αρχές του 2018 οι χώρες με τα πυρηνικά οπλοστάσια εκτιμάται πως έχουν στην κατοχή τους 14.465 πυρηνικά όπλα, εκ των οποίων το 93% στις ΗΠΑ και Ρωσία. Και διερωτάται συνεπώς κανείς: Να τα κάνουν τι;
Μια καινούργια εποχή, που δεν ξέρουμε ακόμα το όνομά της
Τον Ιανουάριο του 1956, ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος παρουσίασε το βιβλίο του στα γαλλικά με τίτλο: L’ atome unira-t’-il le monde? – Το άτομο θα ενώσει τον Κόσμο;
Ο συγγραφέας, γνωστός για τις προοδευτικές του αντιλήψεις, και συνεπαρμένος από τις ενδεχόμενες «άπειρες» εφαρμογές της ατομικής ενέργειας – οι οποίες ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα – καταλήγει στο υπεραισιόδοξο συμπέρασμα που θέλει το άτομο να επιβάλει την ειρηνική συνύπαρξη, την ελάττωση των εξοπλισμών, και τέλος την ενοποίηση του κόσμου. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κατά λέξη αναφέρει:
«Το άτομο, με τον απέραντο δυναμισμό του, όχι μόνο επισπεύδει αυτή την εξέλιξη, αλλά και την κάνει υποχρεωτική. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι προορισμένο (το άτομο) να ενώσει τον κόσμο ή με την Ειρήνη ή με τον Πόλεμο».
Βέβαια, για την πραγμάτωση της παγκόσμιας ενοποίησης πρέπει προηγουμένως να βρουν τη λύση τους τεράστια ζητήματα, όπως το παγκόσμιο ενεργειακό πρόβλημα, το παγκόσμιο δημογραφικό πρόβλημα, η άνιση κατανομή των πόρων και η ανεπάρκεια του παγκόσμιου εισοδήματος.
Η αναφορά στο βιβλίο του Καθηγητή Αγγελόπουλου δεν έγινε τυχαία. Έχει ως σκοπό να ξαναζωντανέψει το κλίμα αισιοδοξίας και μεγάλων προσδοκιών στα πρώτα χρόνια, ως αντιστάθμισμα του πυρηνικού ολέθρου. Ανατρέχοντας σήμερα στα πρωτοσέλιδα της αρχής της δεκαετίας του ΄50, διαβάζουμε ότι ο πρόεδρος της Αμερικανικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, με μια βαρύγδουπη ανακοίνωση για το σύστημα “breeding”, αναφέρει ότι: «…θα μπορούσε να μετατρέψει όλο το νερό της γης σε βενζίνη και το πρόβλημα του εφοδιασμού μας θα είχε λυθεί οριστικά…»!
Αλλά και οι Σοβιετικοί δεν υστερούσαν σε αντίστοιχες εκτιμήσεις. Σύμφωνα με δικούς τους υπολογισμούς, μέσα σε τριάντα χρόνια θα είχαν καλύψει όλες τις ανάγκες της ανθρωπότητας σε καύσιμα (Komsomolskaya Pravda, 4 Σεπτεμβρίου 1954). Μέσα από ένα ουτοπικό κρεσέντο, ξαφνικά, αξεπέραστα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα έδειχναν να βρίσκουν τη λύση τους μέσα από τη διάσπαση του ατόμου. Το δημογραφικό, το επισιτιστικό, το παγκόσμιο ενεργειακό, η κατάργηση της δουλείας, το εργασιακό (εβδομάδα τεσσάρων ημερών), η εξαφάνιση της μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης, η ενοποίηση του κόσμου, και πολλά ακόμα άλυτα προβλήματα που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια τώρα, έδειχναν να βαδίζουν προς την οριστική επίλυσή τους. Ακόμη και αντιδραστήρες «bébé» υπόσχονταν στη ρακένδυτη και κατατρομαγμένη ανθρωπότητα:
«…θα είναι ίσως δυνατόν, γύρω στο 1958, να αρχίσει η κατασκευή συσκευών για τη σπιτική θέρμανση και για τον κλιματισμό, που θα λειτουργεί με μικροσκοπικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες “bébé”.»
Αυτά έγραφαν οι New York Times στις 22 Ιουνίου 1955, όπου υπάρχει και ένα σχεδιάγραμμα ατομικού σπιτιού με σύστημα αερισμού και ψύξεως! Αντί όλων αυτών, σήμερα έμειναν τα ατομικά καταφύγια, τα πυρηνικά υποβρύχια, οι πυρηνικές «υπερβόμβες», πύραυλοι και αντι-πύραυλοι, ο πόλεμος των άστρων, καθώς και οι ραδιενεργές σκόνες που, μαζί με τα πυρηνικά απόβλητα, αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες απειλές για το ανθρώπινο γένος. Και η πυρηνική ενέργεια; Ξεχάστηκε, ως φαίνεται… Η ανάμνηση, όμως, του «Σχεδίου Μανχάτταν» παραμένει ζωηρή, τόσο στους στρατιωτικούς, όσο και στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Σχολιάζοντας τις σύγχρονες απόπειρες που γίνονται από τη στρατιωτική έρευνα να βρει στήριγμα στα πανεπιστήμια, ο Noam Chomsky δήλωσε: «Θα ζούσαμε σε μια κοινωνία πολύ πιο υγιή, αν το Πεντάγωνο δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη χρηματοδότηση της έρευνας στα πανεπιστήμια». Η υλοποίηση όμως, έστω και υποθετικά, της παρόρμησης του Chomsky προσκρούει στο νέο υβριδοποιημένο πλέγμα Πανεπιστήμιο-Βιομηχανία-Στρατός, που τα τελευταία χρόνια αναδεικνύει μία νόθα σχέση της πανεπιστημιακής έρευνας με τις στρατιωτικο-πολιτικές επιδιώξεις.
Τα αντιπυρηνικά κινήματα τελείωσαν για πάντα…
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στα αμερικανικά Πανεπιστήμια, τα αντιπυρηνικά κινήματα έμοιαζαν να είναι ένας θλιβερός απόηχος των διαδηλώσεων της δεκαετίας του ’60 ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην Ευρώπη είχε σημάνει κιόλας σιωπητήριο. Στην πατρίδα μας, όμως, η ιστορία των κινημάτων αυτών δεν μπορεί ποτέ να σκεπασθεί με λήθη, γιατί είναι γραμμένη με το αίμα των αγωνιστών Νίκου Νικηφορίδη, που εκτελέσθηκε στις 5 Μαρτίου του 1951, επειδή συγκέντρωνε υπογραφές για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων σύμφωνα με την «Έκκληση της Στοκχόλμης» και σφραγίσθηκε με τη θυσία του ειρηνιστή γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη το Μάιο του 1963. Ο δρόμος, ανεμπόδιστα πλέον, είχε ανοίξει διάπλατα για να δεχθεί τις 70.000 πυρηνικές κεφαλές που κυοφόρησε η μήτρα του «Σχεδίου Μανχάτταν», ενώ το στρατιωτικό χρήμα στα αμερικανικά Πανεπιστήμια εκμαύλιζε συνειδήσεις. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε, πως το 1983, οι ΗΠΑ δαπάνησαν για τη στρατιωτική έρευνα το 61% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για την αναπτυξιακή έρευνα, έναντι μόνο 3,5% για την καθαρή έρευνα, δηλαδή για την προώθηση της Γνώσης!
Σε ποιο σημείο άραγε βρίσκεται σήμερα η πυρηνική αμφισβήτηση μετά από 75 χρόνια αριστερών διακυβερνήσεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες; Τι απέγιναν προσωπικότητες – αλλά και συλλογικότητες – που αναρωτιόνταν για τις τεχνικές, επιστημονικές, οικονομικές και πολιτικές ανησυχητικές προοπτικές της μανιώδους ανάπτυξης της πυρηνικής ενέργειας; Αλλά και εκείνοι που το αίτημά τους για αποπυρηνικοποίηση γινόταν δεκτό με την πιο βαθιά περιφρόνηση από τις κυβερνήσεις και ενίοτε τους αντέτασσε τις δυνάμεις ασφαλείας και τάξης; Η διαμαρτυρία τελείωσε. Το στρατιωτικό χρήμα ξέπλυνε συνειδήσεις, ξεχείλισε στα περισσότερα από τα ταμεία των ινστιτούτων και οργανισμών έρευνας και των διαφόρων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι ιθύνοντες των αμερικανικών Πανεπιστημίων, προκειμένου να εξασφαλίσουν πιστώσεις από το στρατιωτικό χρήμα, καθησύχαζαν το Πεντάγωνο πως «οι αντιμιλιταριστικές τάσεις ήταν πολύ πιο αδύναμες απ’ ότι στο παρελθόν».
Ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου Rutgers στη Νέα Υερσέη, δήλωνε στις αρχές του 1981 «πως οι αντίθετοι στη συνεργασία με τους στρατιωτικούς ήταν πολύ λίγοι». Κι από την άλλη πλευρά, ο διευθυντής προγραμμάτων θεμελιώδους έρευνας του Πενταγώνου, δήλωνε την ίδια εποχή πως «τα προβλήματα (Βιετνάμ και αντιπυρηνικά κινήματα) που ξεσήκωσαν τα αμερικανικά Πανεπιστήμια στη δεκαετία του’60 τελείωσαν για πάντα»… Έκτοτε, το 60% του ερευνητικού προϋπολογισμού των περισσότερων Πανεπιστημίων προέρχεται από τους στρατιωτικούς.
Και τα ινστιτούτα για την ειρήνη (UNESCO, SIPRI, κ.α.), οι «επιστημονικοί οίκοι» και τα βραβεία Νόμπελ για την ειρήνη, τι απέγιναν; Παραμένουν για να θυμίζουν, επετειακά κάθε φορά, απλά την ύπαρξή τους. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το τέλος του Σχεδίου Μανχάτταν (1945) μέχρι σήμερα, η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών απένειμε μόνο δύο(!) φορές το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη σε ισάριθμες οργανώσεις (το 1985 στο IPPNW και το 2017 στην ICAN) «σε αναγνώριση της συνεισφοράς τους για τον περιορισμό της παραγωγής και εξάπλωσης του πυρηνικού οπλοστασίου».
Με αυτές τις δύο απονομές ήταν αδύνατον, προφανώς, να αναζωπυρωθεί το «αντιπυρηνικό ζήτημα» (τέως κίνημα) στη διεθνή ατζέντα, αφού το άφησαν στο περιθώριο των γεγονότων για περισσότερα από 70 χρόνια. Εν τω μεταξύ, στα τριάντα περίπου χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο αυτών βραβείων Νόμπελ, οι αποθηκευμένες πυρηνικές κεφαλές σε όλο τον κόσμο, ισοδυναμούν με την καταστρεπτική δύναμη των 5 τόνων της ισχυρότατης εκρηκτικής ύλης TNT για κάθε έναν κάτοικο του δύσμοιρου αυτού πλανήτη, και θα μπορούσαν, σχεδόν, να ανατινάξουν ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα…
Παρ’ όλα αυτά, ήδη από τις αρχές του ’80, είχαν αρχίσει να γεννιούνται όλο και πιο ανησυχητικά ερωτήματα γύρω από τους προσανατολισμούς της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας και τις συνέπειές τους. Η έρευνα δεν είναι αναγκαστικά καλή για όλο τον κόσμο και χρειάζεται να συζητιέται. Έτσι, διατυπώθηκε η έννοια που ονομάζουμε «κοινωνικό αίτημα» και εκφράζει την απαίτηση επαναπροσανατολισμού της έρευνας, καθώς και της εισαγωγής νέων πρωταγωνιστών, που μέχρι τότε αποκλείονταν, από τις διαδικασίες αποφάσεων. Το «κοινωνικό αίτημα» όμως, στοχεύει στην εισαγωγή περισσότερης Δημοκρατίας στις επιστημονικές και τεχνολογικές αποφάσεις. Επομένως, η απαίτηση για Δημοκρατία έπρεπε να υπερπηδήσει πάρα πολλά εμπόδια που ενδεχομένως θα αναζωπύρωναν τα αντιπυρηνικά κινήματα που στρέφονταν ενάντια στο μονοπώλιο της τεχνοκρατίας.
Έτσι, στις 2 Απριλίου του 1982, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν υπέγραφε το εκτελεστικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 12.365 που έδινε στις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ εξουσίες χωρίς προηγούμενο για να «χαρακτηρίζουν» (classify) τις έρευνες γύρω από την τεχνολογία, ως μυστικές, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων αποτελεσμάτων της θεμελιώδους επιστημονικής έρευνας. Ο Ναύαρχος Bobby Inman, υποδιευθυντής της CIA, άρπαξε την ευκαιρία προκειμένου ανάλογοι έλεγχοι να επεκταθούν σε πολυάριθμους τομείς της επιστημονικής έρευνας. Πάρα πολλές διαμαρτυρίες ξεσηκώθηκαν μέσα στην επιστημονική κοινότητα ενάντια στις εξουσίες που παραχωρήθηκαν στις υπηρεσίες ασφαλείας. Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ αντέτεινε ότι:
«Ο περιορισμός του δημόσιου χαρακτήρα της θεμελιώδους έρευνας, θα απαιτούσε να μπουν σε καραντίνα πολλοί εκτεταμένοι τομείς της επιστήμης, κάτι που θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά ανασταλτικό για την επιστημονική και οικονομική πρόοδο γενικά».
Ο William Carey, διευθυντής του εκτελεστικού γραφείου της Αμερικανικής Ένωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης (AAAS), χαρακτήρισε «εφιαλτικές» τις ιδέες του Inman. Ωστόσο, το αντιπυρηνικό κίνημα, και άλλα παρεμφερή, τελείωσαν για πάντα… Έτσι λοιπόν, «αντιστάσεως μη ούσης» η πυρηνική επιλογή, ούσα γιγάντια, εξελίχθηκε σε έναν παράγοντα ενδυνάμωσης του γραφειοκρατικού, τεχνοκρατικού και αστυνομικού κράτους. Αποτέλεσμα της εγκληματικής αυτής εκτροπής είναι οι κρίσιμες αποφάσεις και μη αναστρέψιμες επιλογές του στρατιωτικο-βιομηχανικού πλέγματος των πυρηνικών εξοπλισμών, να ξεφύγουν τελείως από τη θέληση των πληθυσμών τους οποίους αφορούν. Έτσι, ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών στην πυρηνική διαμάχη θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως δείκτης της Δημοκρατίας. Το πυρηνικό εργοστάσιο (όπλα ή παραγωγή ενέργειας) είναι πλέον ο τόπος όπου το στρατιωτικο-βιομηχανικο-πολιτικό κατεστημένο νομιμοποιείται από τη συναλλασσόμενη/χρηματιζόμενη επιστήμη και καθιστά τα πυρηνικά σαν την απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου του κράτους πάνω στο δύσμοιρο (άβουλο;) κοινωνικό ον.
Εκτός από το στρατιωτικό χρήμα για την καθυπόταξη κάθε κοινωνικής αντίδρασης ή έστω αμφισβήτησης, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα ινστιτούτα για την ειρήνη, επιστημονικοί οίκοι, πανεπιστημιακά προγράμματα ερευνών, πανεπιστημιακές έδρες για την ειρήνη, βραβεία Νόμπελ κ.α.. Ειδικότερα για το τελευταίο, σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, έπρεπε να δίνεται «στο πρόσωπο με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην κατάργηση ή τη μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων και στη διεξαγωγή και προώθηση ειρηνικών διαδικασιών».
Η αμαρτωλή ιστορία του βραβείου Νόμπελ για την ειρήνη είναι γραμμένη κάτω από πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες. Θύμα μιας τέτοιας περίπτωσης υπήρξε και η αφανής πρωταγωνίστρια της σχάσης του ατόμου, Lise Meitner (1878-1968). Ηγετική μορφή της πυρηνικής φυσικής κατά τη δεκαετία του 1930, παρέμεινε σχεδόν στην αφάνεια, θύμα των ρατσιστικών διωγμών, της τρομοκρατίας και του τυχοδιωκτισμού που επικρατούσαν στη ναζιστική Γερμανία του Μεσοπολέμου. Ούσα Εβραία, παραμερίστηκε από τον συνεργάτη της Otto Hahn. Υπέμενε καθημερινές προσβολές και περιορισμούς, ενώ της είχε απαγορευθεί η είσοδος στους άλλους χώρους του Ινστιτούτου πλην του εργαστηρίου της. Τελικά, υποχρεώθηκε, λόγω των εντεινόμενων διωγμών των Εβραίων, να μεταναστεύσει στη Στοκχόλμη. Το 1943 αρνήθηκε αμερικανική πρόταση να εργασθεί για την κατασκευή της ατομικής βόμβας (Σχέδιο Μανχάτταν). Έτσι, το επόμενο έτος (1944), η επιτροπή Nobel με μία κραυγαλέα μεροληψία επιβράβευσε μόνο τον Hahn με το βραβείο Nobel Χημείας, εκείνος βέβαια «καθαρόαιμος» και καταξιωμένος, ενώ εκείνη Εβραία και σχεδόν άσημη…
Από την 6η Αυγούστου του 1945, ημέρα του πυρηνικού ολοκαυτώματος στη Χιροσίμα, και για τα επόμενα 17 χρόνια, η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών αγνόησε παντελώς τις προσωπικότητες και τα διαρκώς διογκούμενα ειρηνιστικά κινήματα για τα πυρηνικά, απονέμοντας τα βραβεία για την ειρήνη: στο Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο (1946), στους αμερικανικούς Κουακέρους (1947), – το 1948 δεν απονεμήθηκε αν και ήταν υποψήφιος ο Γκάντι -, στον Οργανισμό Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων (1949), στη συνθήκη ανακωχής Ισραηλινών και Παλαιστινίων (1950), στη Διεθνή Συνομοσπονδία των Ελευθέρων Σωματείων (1951), για την ίδρυση του νοσοκομείου Λαμπέν στη Γκαμπόν (1952), για το σχέδιο Μάρσαλ (1953), στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (1954), – το 1955 και 1956 δεν απονεμήθηκε -, για την αντιμετώπιση της κρίσης στο Σουέζ (1957), στον ηγέτη του Τάγματος των Δομινικανών (1958), στον Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ (1959), στον πρόεδρο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (1960) και στον Νταγκ Χάμερσκελντ, Γενικό γραμματέα του ΟΗΕ (1961).
Έπρεπε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια για να ευαισθητοποιηθεί η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ και να απονείμει το 1962, για πρώτη φορά, στον Λάινους Πόλινγκ – χημικό, βιοχημικό, ακτιβιστή – το βραβείο για την αντι-πυρηνική δράση. Ο Πόλινγκ, ήδη βραβευμένος με το Νόμπελ Χημείας από το 1954, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ηγήθηκε του αντιπυρηνικού διεθνούς κινήματος.
Για τη δράση του αυτή διώχθηκε, και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ του αφαίρεσε το διαβατήριο. To 1958 δημοσίευσε το μνημειώδες βιβλίο του «No more War!». Ο Πόλινγκ είχε συμπεριληφθεί σε έναν κατάλογο με τους 20 μεγαλύτερους επιστήμονες όλων των εποχών και ο «πατέρας της μοριακής βιολογίας» και την ίδια χρονιά παρουσίασε στα Ηνωμένα Έθνη ένα υπόμνημα 9.235 υπογραφών επιφανών επιστημόνων για τον τερματισμό των πυρηνικών δοκιμών. Η δημόσια πίεση και κατακραυγή τελικά οδήγησε στη Συνθήκη Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών (Κένεντι-Χρουστσώφ). Ήταν πια αδύνατον να παραμερισθεί η δράση του Πόλινγκ και να επαναληφθεί η ίδια ιστορία ντροπής που επιφύλαξε η Σουηδική Ακαδημία στον Γκάντι, τη μεγαλύτερη φυσιογνωμία του παγκόσμιου ειρηνιστικού και αντι-αποικιοκρατικού κινήματος.
Και τα πυρηνικά κατάλοιπα τι θα τα κάνουμε;
Η πυρηνική βιομηχανία παράγει ραδιενεργά απόβλητα που παρουσιάζονται είτε υπό μορφή εκκρίσεων, είτε με τη μορφή στερεών αποβλήτων. Η ραδιενέργεια οφείλεται στην αυθόρμητη διάσπαση ασταθών ατομικών πυρήνων, και συνίσταται από διάφορους τύπους ενεργειακών ακτινοβολιών. Όλες αυτές οι ακτινοβολίες είναι βλαπτικές και ιδιαίτερα για τα κύτταρα των ανθρώπων, τα οποία μπορούν να τραυματισθούν ή να πεθάνουν. Η ακτινοβολία άλφα είναι η πιο καταστρεπτική από όλες. Σε ίση δόση εκτιμάται ότι είναι 20 φορές πιο επικίνδυνη από την ακτινοβολία βήτα ή γάμα. Ένας άλλος παράγων ραδιενεργού κινδύνου των πυρηνικών αποβλήτων είναι η δραστικότητά τους, δηλαδή ο αριθμός των ατομικών διασπάσεων ανά δευτερόλεπτο, που μετρείται σε curie (Ci): 1 curie αντιστοιχεί σε 37 δισεκατομμύρια διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο. Ένα τρίτο στοιχείο για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των πυρηνικών αποβλήτων είναι ο χρόνος ημιζωής, δηλαδή ο χρόνος στο τέλος του οποίου η ραδιενέργεια έχει μειωθεί στο μισό. Το πλουτώνιο-239 έχει χρόνο ημιζωής 24.000 χρόνια, το ράδιο 1.600 χρόνια, το ποσειδώνιο-237 τα 2.000.000 χρόνια!
Οι ραδιενεργές εκκρίσεις (αέρια, υγρά, σταγονίδια, σκόνες) στα πυρηνικά εργοστάσια καταφέρνουν πάντοτε να διαφύγουν και να διαδοθούν έξω από τους αντιδραστήρες, παρά τα πολλαπλά εμπόδια ασφαλείας. Παρόλα όμως τα μέτρα ασφαλείας η κάθαρση των πυρηνικών εκκρίσεων δεν είναι ποτέ πλήρης. Οι πυρηνικές εγκαταστάσεις απορρίπτουν πάντοτε στο περιβάλλον τοξικά ραδιενεργά προϊόντα. Έτσι, αυτά ξαναβρίσκονται – λόγω του τεράστιου χρόνου ημιζωής τους – μέσα στο βιολογικό κύκλο ζωής του ανθρώπου και των λοιπών έμβιων όντων του πλανήτη, δηλαδή στην ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, τους ζωντανούς οργανισμούς του θαλάσσιου ή επίγειου περιβάλλοντος και τελικά μέσα στις τροφές που καταναλώνονται από τον ανθρώπινο και ζωικό πληθυσμό.
Τα ανθρώπινα και ζωικά κύτταρα που εκτίθενται στις ραδιενεργές ακτινοβολίες μπορούν ακόμα, αντί να πεθάνουν, να δουν τη γενετική τους κληρονομικότητα να μετασχηματίζεται, μέσα σε τέσσερα έως είκοσι χρόνια υπολανθάνουσας κατάστασης, σε καρκινικούς όγκους ή ακόμα και τερατογενέσεις, εφόσον ακτινοβολήθηκαν αναπαραγωγικά κύτταρα. Τα πυρηνικά απόβλητα σήμερα συνιστούν μία θανάσιμη απειλή. Καμία μέθοδος για την ασφαλή αποθήκευση δεν έχει βρεθεί ακόμα. Η μέθοδος του ενταφιασμού των αποβλήτων είναι εντελώς πρόχειρη και επικίνδυνη. Οι γεωλογικές δυνάμεις, στο πέρασμα του χρόνου, μπορούν να αλλάξουν ριζικά τη μορφή της Γης σε τόσο μεγάλες χρονικές περιόδους ενταφιασμού. Οι γεωλογικές ανακατατάξεις, οι σεισμοί, τα ηφαίστεια, η εμφάνιση τεκτονικών ρηγμάτων και άλλες φυσικές δυνάμεις μπορούν να ανασχηματίσουν το φυσικό τοπίο σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα.
Διάφορες άλλες μέθοδοι που ερευνούν οι επιστήμονες προς άλλες κατευθύνσεις, μόνο το δραματικό αδιέξοδο που έχουν περιέλθει καταδεικνύει, όπως π.χ. η υποθαλάσσια απόρριψη στα βάθη των ωκεανών. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή εκτός από ατελέσφορη είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη. Αν τα απόβλητα διαφύγουν από τα ιζηματογενή στρώματα των ωκεανών θα μπορούσαν να μεταφερθούν χιλιάδες μίλια μακριά. Η απόρριψη μέσα σε στρώματα πάγου με την έντονη κλιματική αλλαγή λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου έχει εγκαταλειφθεί πριν ακόμα αρχίσει να συζητιέται σοβαρά. Άλλες μέθοδοι, όπως η τήξη βράχου, ο διαχωρισμός και μεταστοιχείωση και τέλος, η απόρριψη στο διάστημα, μόνο το βαθμό του αδιεξόδου και του πανικού υποδηλώνουν.
Η Allice Stewart, μία μοναχική σταυροφόρος ενάντια στις τρομερές επιπτώσεις της ακτινοβολίας στον άνθρωπο, επιμένει ότι οι λεγόμενες χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας προκαλούν καρκίνο, ακόμα και εντός των αποδεκτών ορίων ασφάλειας!
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε, ωστόσο, πως οι δοκιμές βομβών – αρχικά ατομικών και ύστερα υδρογόνου – σκόρπισαν από το 1945 (Σχέδιο Μανχάτταν) ραδιενεργά απόβλητα στην ατμόσφαιρα που συνεισέφεραν στο να αυξηθεί η ραδιενέργεια στην επιφάνεια του πλανήτη και στην οποία είμαστε καθημερινά εκτεθειμένοι. Τα κατάλοιπα όλων των δοκιμών πυρηνικών όπλων από την εποχή του Σχεδίου Μανχάτταν συνεισφέρουν σήμερα κατά 2% περίπου στη μέση ετήσια ραδιοακτινοβολία που δέχονται οι άνθρωποι! Το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο υπολογισμός έγινε με βάση τις επίσημες παραδοχές των κρατών με πυρηνικά όπλα…
Πριν λίγους μήνες, Νορβηγοί επιστήμονες μελετώντας το κουφάρι του πυρηνικού υποβρυχίου Κ-278 Komsomolets, το οποίο βυθίστηκε στη θάλασσα της Νορβηγίας το 1989, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα ραδιενέργειας, στο σημείο που βρίσκεται το βυθισμένο υποβρύχιο, υπερβαίνουν κατά 100.000 φορές το επιτρεπόμενο όριο! Οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια των ερευνών είδαν ότι από το θάλαμο εξαερισμού, κατά καιρούς, επί 30 χρόνια, αναδύεται ένα νέφος σκόνης που σχετίζεται με τον πυρηνικό αντιδραστήρα του βυθισμένου υποβρυχίου και προκαλείται από τα υπόγεια ρεύματα του βυθού.
Εβδομήντα και πλέον χρόνια από την έκρηξη της πρώτης ατομικής βόμβας, τα ραδιενεργά κατάλοιπα εξακολουθούν να είναι μια θανάσιμη απειλή για την ανθρωπότητα, θλιβερή κληρονομιά που ποτέ δεν θα μπορέσουν να αποποιηθούν οι επερχόμενες γενιές… «Και η γη εμολύνθη υποκάτω των κατοίκων αυτής · διότι παρέβησαν τους νόμους, ήλλαξαν το διάταγμα, ηθέτησαν διαθήκην αιώνιον» (Ησαΐας 24:1-12).
Φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα
Αμέσως μετά το «Σχέδιο Μανχάτταν», οι επιστημονικές κοινότητες άρχισαν να αμφιβάλλουν για την «ουδετερότητα» της επιστήμης. Πολλοί είναι εκείνοι που απαντούν ότι η επιστήμη «αφ’ εαυτής», δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Σαν σχέδιο κηδεμονίας του κόσμου, όμως, στο τέλος του 20ου αιώνα η επιστήμη τείνει να επιβληθεί σαν κυρίαρχη γνώση, δηλαδή σαν η «Γνώση» (Pierre Thuillier). Όλα τα άλλα πεδία γνώσης (θρησκεία – ιστορία – φιλοσοφία) τείνουν να αποκλειστούν.
Καθώς όμως επιστήμη και στρατοκρατία εξελίσσουν διαρκώς ένα σχέδιο κυριαρχίας επάνω στον κόσμο, η επιστήμη προωθεί ένα τρόπο σκέψης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι θα βρει ορθολογικές εξηγήσεις σε όλα τα φαινόμενα και σε όλα τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν στην ανθρώπινη επιβίωση. Δηλαδή, τείνει να προωθήσει κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται αποκλειστικά σε έναν άκαμπτο ορθολογισμό, αποκλείοντας έτσι κάθε τι που στον εσωτερικό μας κόσμο είναι βαθιά ανθρώπινο: τον προβληματισμό επάνω στην έννοια της ζωής, την αγωνία του θανάτου, το μέλλον της ανθρωπότητας. Η επιστήμη, όμως, που εδραιώνεται ως κυρίαρχος τρόπος σκέψης, κατά τον Marcel Blanc είναι φορέας του απάνθρωπου στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Από την άλλη μεριά, η διάσημη Αμερικανίδα συγγραφέας Ellen White1, με την υποδειγματική της ευσέβεια, αποφαίνεται ότι: «Η μελέτη των φυσικών επιστημών πρέπει επίσης να μας φέρει στην επίγνωση του Δημιουργού. Στην ολότητά της, η πραγματική Επιστήμη δεν είναι παρά η ερμηνεία του έργου που επιτελεί το χέρι του Θεού στον υλικό κόσμο. Με την έρευνά της, η Επιστήμη φέρει στην επιφάνεια απλώς καινούργιες αποδείξεις της σοφίας και της δύναμης του Θεού».
Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, ο Pierre Lévy, επισήμανε τη σχέση της πυρηνικής τεχνολογίας με τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η πυρηνική τεχνολογία, ούσα γιγάντια και αποκλειστικά διαχειριζόμενη από κεντρικές κρατικές δομές, είναι μάλλον φορέας του αυταρχικού κράτους. Με τη βοήθεια της επιστήμης, το κράτος παρέχει στην κοινωνία την απαιτούμενη ενέργεια, δηλαδή της παρέχει ζωή. Με τη βόμβα, το άλλο πρόσωπο της πυρηνικής ενέργειας, απειλεί την κοινωνία με θάνατο. Η πυρηνική ενέργεια, λοιπόν, είναι η απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου του κράτους επάνω στο κοινωνικό ον. Είναι ακόμα ο παράγοντας που προσδιορίζει αυτό που από εδώ και πέρα θα ονομάζουμε μη αντιστρεψιμότητα του κράτους.
Ο 20ος αιώνας ήταν αναμφισβήτητα η εποχή της φυσικής και της πυρηνικής τεχνολογίας. Ο νέος αιώνας που έχουμε μπροστά μας θα ανήκει στη βιολογία και η προεξάρχουσα τεχνολογία της θα είναι η γενετική μηχανική.
Τον προηγούμενο αιώνα ο άνθρωπος εισχώρησε στον πυρήνα του ατόμου. Η τιθάσευση της ατομικής ενέργειας – το χιλιόχρονο όνειρο των επιστημόνων – έγινε πραγματικότητα. Όμως, μετά τις τυμπανοκρουσίες και το παραλήρημα μιας νέας ατομικής εποχής που υποσχόταν ανεξάντλητη ενέργεια και μία ευημερία χωρίς όρια, ήλθε η προσγείωση και τέλος η απόγνωση. Είναι αποκαλυπτική η διακήρυξη των δεκαοκτώ επιστημόνων βραβευμένων με το Νόμπελ:
«Διαπιστώνουμε με φρίκη, ότι είναι ακριβώς η επιστήμη που δίνει σήμερα στην ανθρωπότητα τα μέσα για να αυτοκαταστραφεί».
Από τη μεγάλη εκείνη εποποιία της εφόρμησης του ανθρώπου στον πυρήνα της ύλης, εβδομήντα μόλις χρόνια μετά, βρισκόμαστε μπροστά σε μία εφιαλτική κληρονομιά: την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, τον τρόμο ενός πυρηνικού ατυχήματος (Τσέρνομπιλ, Φουκοσίμα) και τον κίνδυνο από τη διαχείριση των πυρηνικών καταλοίπων.
«Δεν ξέρω πως ακριβώς θα διεξαχθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ο τέταρτος θα γίνει με πέτρες και ακόντια».
Έτσι έγραψε τον επίλογο της πυρηνικής εποχής ο κορυφαίος εκ των πρωταγωνιστών της τεχνολογικής αυτής επανάστασης, Α. Αϊνστάιν.
Στις μέρες μας βιώνουμε μία νέα φαουστική τεχνολογία, τη γενετική μηχανική, την εφόρμηση δηλαδή στα άδυτα των αδύτων της ίδιας της ζωής. Ο άνθρωπος επιχειρεί να πάρει απροκάλυπτα πλέον τη θέση του Θεού. Πρώτος στόχος η αθανασία. Με την κλωνοποίηση του ανθρώπου, στην επόμενη δεκαετία, οι γενετικές πληροφορίες μπορούν να αντιγράφονται ατελείωτα στο μέλλον, δημιουργώντας ένα είδος ψευδούς αθανασίας.
Οι «αρχιερείς της νέας θρησκείας» της γενετικής μηχανικής ευαγγελίζονται ένα νέο ανθρώπινο είδος. Ο Φρίμαν Ντάισον, από τους γνωστότερους εκπροσώπους του κινήματος της αθανασίας γράφει:
«Είναι αδύνατο να θέσουμε όριο στην ποικιλία των φυσικών μορφών που μπορεί να πάρει η ζωή…Είναι κατανοητό ότι σε άλλα 1010 χρόνια, η ζωή θα μπορούσε να εξελιχθεί με διαφορετική μορφή, χωρίς σάρκα και αίμα, και να έχει ενσωματωθεί σε ένα διαστρικό μαύρο σύννεφο…ή σε έναν αισθανόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή».
Από την άλλη πλευρά, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλές μεγάλες κρίσεις. Από ανθρωπογενείς δράσεις, όπως: οι παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές, οφειλόμενες στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, η διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας με δραματική μείωση της βιοποικιλότητας. Για πρώτη φορά, ένα και μόνο είδος – ο άνθρωπος – έχει μεταβληθεί σε μία εξαιρετικά καταστροφική δύναμη του πλανητικού οικοσυστήματος. Εκτιμάται ότι στην εποχή των δεινοσαύρων τα ζωικά είδη εξαφανίζονταν με ρυθμό ένα ανά χίλια χρόνια. Στα πρώτα στάδια της βιομηχανικής εποχής τα είδη πέθαιναν με ρυθμό ένα ανά δέκα χρόνια. Σήμερα, οδηγούμε στην εξαφάνιση τρία είδη ανά μία ώρα!
Επιπλέον, η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων, πριν την οικονομικά βιώσιμη αντικατάστασή τους από άλλες ενεργειακές πηγές, θα οδηγήσει σε εκτεταμένες πολεμικές συρράξεις, που ήδη βιώνουμε, ένα παγκόσμιο χάος. Η απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, η χημική ρύπανση, οι βιοτεχνολογικοί κίνδυνοι από γονίδια γενετικώς τροποποιημένων ειδών, νέα ανθεκτικά βακτήρια που απειλούν με πανδημίες, είναι οι ανθρωπογενείς απειλές για την ύπαρξη της ίδιας της ζωής στον πλανήτη.
Διερωτάται λοιπόν κανείς, τι νόημα έχει η αναζήτηση της μακροζωίας σε έναν κόσμο εφιαλτικό; Η όλη προσπάθεια για μακροζωία του ανθρώπινου είδους θυμίζει κάποιον που προσπαθεί να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο επάνω σε μια μεταφορική ταινία, η οποία αναπόδραστα οδηγεί σε μια χαοτική κατακρήμνιση.
Ο Niels Bohr ένας από τους ιδιοφυέστερους επιστήμονες του περασμένου αιώνα, υπήρξε ο πρώτος που κατανόησε τα αξεπέραστα όρια που έθετε η κβαντική θεωρία στο ανθρώπινο όνειρο περί παντογνωσίας. Και όμως, τόσα χρόνια μετά το θάνατο του κορυφαίου φυσικού, η επιστήμη πεισματικά συνεχίζει να προβάλλεται ως μέσο που οδηγεί στην παντογνωσία. Ο Stephen Hawking κάνει λόγο για μια θεωρία των πάντων, που θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε «τη γνώμη του Θεού». Η ιδέα αυτή είναι αναμφισβήτητα ελκυστική, αφού υπόσχεται τη βεβαιότητα σε έναν αβέβαιο κόσμο. Αντί όμως της βεβαιότητας, η επιστημονική πρόοδος με κάθε νέα μείζονα ανακάλυψη αυξάνει την αβεβαιότητα, υποβαθμίζοντας τη θέση του ανθρώπου στο Σύμπαν και υποσκάπτοντας την αντίληψη του υψηλού προορισμού του.