Έχουν περάσει περίπου δέκα μέρες από την ημέρα που τέσσερις άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι της Καίτης Γαρμπή και του Διονύση Σχοινά στη Νέα Ερυθραία. «Είναι πολύ εύκολο να λέμε ότι οι δράστες είναι Αλβανοί, Γεωργιανοί, Ρουμάνοι, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει» λέει αξιωματικός της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βορειοανατολικής Αττικής που ασχολείται από την πρώτη στιγμή με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Οι αστυνομικοί μελετούν και ξαναμελετούν τα στοιχεία που κατάφεραν να εντοπίσουν, αν και, όπως φαίνεται, οι κακοποιοί ήταν αρκετά επαγγελματίες ώστε να μην αφήσουν τα πράγματα στην τύχη. Σύμφωνα με πληροφορίες του zougla.gr, στα εγκληματολογικά εργαστήρια έχουν μεταφερθεί για εξέταση τα tire-up που χρησιμοποίησαν οι κακοποιοί για να δέσουν τους δύο καλλιτέχνες και τον γιο τους μέσα στο σπίτι της Νέας Ερυθραίας.
Δεν αναστάτωσαν τα δωμάτια, καθώς ενδιαφέρονταν μόνο για το χρηματοκιβώτιο, και αυτό δείχνει ότι είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για το περιεχόμενό του. Δύο από αυτούς κρατούσαν όπλα, ενώ οι άλλοι δύο έψαχναν το χρηματοκιβώτιο για περίπου είκοσι λεπτά.«Είμαστε γνωστοί, όχι τίποτα τυχαίοι άνθρωποι» φέρονται να είπαν οι δύο καλλιτέχνες προσπαθώντας να ηρεμήσουν τους θρασύτατους ληστές για να πάρουν «πληρωμένη» απάντηση: «Ξέρουμε ακριβώς ποιοι είστε».
Μέχρι να ξεπεράσει το αρχικό σοκ, η οικογένεια των δυο καλλιτεχνών δυσκολεύτηκε να δώσει ακριβή στοιχεία στους αστυνομικούς ακόμα και για την ώρα που έφτασε η Καίτη Γαρμπή στο σπίτι της και βρέθηκε αντιμέτωπη με τους κουκουλοφόρους. Μέχρι σήμερα οι αστυνομικοί έχουν στα χέρια τους λίγα στοιχεία, καθώς τα γύρω σπίτια δεν διαθέτουν κάμερες και πολλά σημεία είναι «τυφλά». Δεν γνωρίζουν επίσης πώς διέφυγαν οι δράστες μετά τη ληστεία.
«Το γεγονός ότι η σπείρα των κακοποιών, πριν φύγει, φρόντισε να πάρει και το καταγραφικό μηχάνημα λέει πολλά αλλά και τίποτα» υποστηρίζει αξιωματικός που ερευνά την υπόθεση. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αστυνομικοί εξετάζουν πολύ σοβαρά πίσω από τη ληστεία να κρύβεται μια συγκεκριμένη σπείρα κακοποιών που δρούσε και παλιότερα στην περιοχή των βορείων προαστίων και είχε το χαρακτηριστικό στα «χτυπήματα» της να παίρνει το καταγραφικό μηχάνημα των καμερών.
Η «συμμορία των τεσσάρων» είχε αδυναμία σε εταιρείες και εγκαταστάσεις όπου υπήρχαν χρηματοκιβώτια και ήταν πολύ καλά οργανωμένη. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε μετά την εξάρθρωσή της, εξουδετέρωναν τον συναγερμό, έκοβαν τα καλώδια του τηλεφώνου, αχρήστευαν με ειδική ηλεκτρονική συσκευή τη δυνατότητα μετάδοσης σημάτων κινητής τηλεφωνίας ώστε να μην ενημερώνονται οι εταιρείες σεκιούριτι.
Επιπλέον χρησιμοποιούσαν φιάλες οξυγόνου και προπανίου, επαγγελματικά τρυπάνια και κόφτες για να ανοίγουν τα χρηματοκιβώτια. Είχαν πάντα μαζί τους ρούχα και παπούτσια προκειμένου να αλλάζουν μετά από κάθε επιχείρηση, ενώ ενδεικτικό του «επαγγελματικού» τρόπου δράσης τους ήταν ότι, πριν φύγουν, ψέκαζαν με ειδικό υγρό τις επιφάνειες με τις οποίες είχαν έρθει σε επαφή ώστε να μην είναι δυνατά ο εντοπισμός και η επεξεργασία βιολογικού υλικού.
Η συνολική τους λεία, σύμφωνα με την αστυνομία, ξεπερνούσε τις 200 χιλιάδες ευρώ, ενώ μετά από έρευνα που έγινε εδώ και καιρό… κυκλοφορούν ελεύθεροι.