Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η καταγραφή τραυματικών βιωμάτων παρέχει ανοσιακά οφέλη.
Σε ένα από τα πειράματα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να ανακαλέσουν στη μνήμη τους το πιο τραυματικό συμβάν της ζωής τους. Κατόπιν, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Επί τέσσερις συνεχόμενες ημέρες, τα μέλη της πρώτης ομάδας περνούσαν 20 λεπτά της ώρας καθημερινά καταγράφοντας αναλυτικά το ψυχικό τραύμα τους σε ένα προσωπικό ημερολόγιο. Το ίδιο χρονικό διάστημα, τα μέλη της δεύτερης ομάδας έγραφαν για άσχετα, τετριμμένα θέματα π.χ. πώς είχαν περάσει τη συγκεκριμένη ημέρα.
Πραγματοποιήθηκαν τρεις αιμοληψίες από κάθε άτομο: η πρώτη προτού ξεκινήσει το πείραμα, η δεύτερη κατά την τελευταία ημέρα διεξαγωγής του και η τρίτη έξι εβδομάδες αργότερα. Μολονότι τα άτομα που έγραφαν στο ημερολόγιό τους για το τραυματικό τους βίωμα δήλωσαν ότι ένιωθαν χειρότερα μετά το τέλος του πειράματος συγκριτικά με τα άτομα που έγραφαν περί ανέμων και υδάτων, το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήδη έδειχνε βελτίωση (η οποία, μάλιστα, εξακολουθούσε να ανιχνεύεται 6 εβδομάδες αργότερα, όταν πια δήλωναν ότι ένιωθαν καλύτερα συγκριτικά με τα άτομα που δεν είχαν γράψει για την εμπειρία τους).
Μια ανασκόπηση περίπου 150 μελετών επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα γενικό μοτίβο με βάση το οποίο η αποκάλυψη των βαθύτερων συναισθημάτων του ατόμου, έστω και υπό τη μορφή περιστασιακών αυτοβιογραφικών αναφορών, είναι ικανή να του αποφέρει σταθερά ανοσιακά οφέλη.
Η δυνατότητα της καταγραφής τραυματικών βιωμάτων στην πραγματικότητα υποκαθιστά τη γενική τάση μας να μοιραζόμαστε πληροφορίες με τρίτους.
Κάποιες από αυτές τις θετικές συσχετίσεις ενδέχεται στην πραγματικότητα να απορρέουν από επιδράσεις στη διάρκεια και στην ποιότητα του ύπνου. Αν η αποκάλυψη ψυχικών τραυμάτων σε τρίτους αυξάνει τη διάρκεια του ύπνου κατά 15 λεπτά ή αν έστω βελτιώνει την ποιότητα του ύπνου, κάτι τέτοιο θα αρκούσε για να εξηγήσει τα παρατηρούμενα ανοσιακά οφέλη.
Από την άλλη, υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναστολή σκέψεων και συναισθημάτων συνδέεται με προβλήματα υγείας.