(Κάποιες σκέψεις για το θέατρο, έτσι, κουβέντα να γίνεται μήπως και εξελιχθεί σε δημιουργικό διάλογο)
1. ΤΟ ΕΡΓΟ
-. Ένα θεατρικό έργο κανονικής διάρκειας (90΄) εάν ξεπερνάει τις 80 σελίδες, είναι…ύποπτο κάποιων τεχνικών λαθών. Ο συγγραφέας πρέπει να το ξαναδεί, να κόψει, να αλλάξει, να το δομήσει καλύτερα.
-. Ένα θεατρικό έργο μπορεί – και πρέπει – να ολοκληρώνεται μέχρι την τελευταία πρόβα. (Άρα, μόνο τα παιγμένα έργα πρέπει να θεωρούνται τελειωμένα. Φυσικά, αν σε καινούργιο ανέβασμα, ο συγγραφέας ανακαλύψει κάποια ξαφνική στιγμή κάτι που θέλει αλλαγή , οφείλει να το κάνει για χάρη του έργου του, άσχετα αν άλλοι διαφωνούν (σκηνοθέτες, ηθοποιοί κλπ.).
-. Μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας ξέρει το έργο του καλύτερα από όλους. (Εννοώ τον συγγραφέα που έχει παιδευτεί με τα μυστικά της θεατρικής συγγραφής…Δεν εννοώ αυτούς που λένε στον σκηνοθέτη «πάρτο και κάντο ο,τι θες». Αυτοί δεν είναι – ακόμη;- θεατρικοί συγγραφείς. Είναι διαλογογραφιάδες)
-.Ο συγγραφέας πρέπει να είναι σε θέση να αναλύσει και να αιτιολογήσει σε οποιονδήποτε την παραμικρή ατάκα του έργου, το θέμα του, τους χαρακτήρες , την πλοκή του, την ιδεολογία του και να μη ν υπάρξει κανείς, που να καταφέρει να τον «μπερδέψει». Αυτό το μπέρδεμα είναι σημάδι πως το έργο, στο σύνολό του, έχει κενά, άρα πρέπει να ξανακοιταχτεί από τον συγγραφέα στο βάθος του.
-. Όταν ένας συγγραφέας έχει από πριν δεδομένους τους ηθοποιούς-πρωταγωνιστές – έργο «κατά παραγγελία» που λέμε – είναι σε πολλές περιπτώσεις ένας παράγοντας που βοηθάει στο να γραφτεί ένα καλό έργο. (Οι αρχαίοι τραγικοί έγραφαν τα έργα τους για συγκεκριμένους ηθοποιούς, το ίδιο κι ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ, αλλά και οι δικοί μας φαρσοκωμωδιογράφοι και επιθεωρησιογράφοι…)
-. Πολύ σπάνια ένα καλό θεατρικό έργο γράφεται «μια κι έξω». Η θεατρική συγγραφή θέλει παίδεμα, μελέτη, στοχασμό, πείρα σκηνική. Ο μάστορας θεατρικός συγγραφέας, γράφοντας το έργο, ταυτόχρονα πρέπει και να το σκηνοθετεί, όχι να γράφει λόγια λόγια λόγια που δεν βγαίνουν μέσα από την πλοκή και την δραματουργική στιγμή του έργου…αλλιώς δίνει στον όποιον σκηνοθέτη το ελεύθερο να κόψει, να ράψει, να προσθέσει για να κάνει αυτό το -αυθαίρετο δραματουργικά- έργο, μια καλοστημένη ίσως παράσταση, αλλά με «από μηχανής» θεούς –άσχετους διαλόγους, αδικαιολόγητα σημεία πλοκής, συγκρούσεις ψυχολογικά άπειρες.
-. Ανάλογα με το θέμα του έργου, ο συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε να «ξεσκονίζει» πολλά και διάφορα βιβλία για να βγάλει άξιο έργο.
-. Είναι γεγονός πάντως ότι δεν «ξεφυτρώνει» εύκολα ένας καινούργιος δυναμικός θεατρικός συγγραφέας – ενώ βγαίνουν δεκάδες πεζογράφοι και ποιητές. Αυτό επιβεβαιώνει σαφέστατα πόσο δύσκολο είναι να βγει ένα καινούργιο έργο που να κάνει «τομή» στο μέχρι σήμερα τοπίο της ελληνικής δραματουργίας.
Η τηλεόραση έχει καταστρέψει πολλά συγγραφικά ταλέντα(;), οι φερέλπιδες θεατρικοί συγγραφείς αναμασούν τα απόβλητα των τηλεοπτικών σειρών, άρα δεν μπορούν με τίποτα να εξελιχθούν σε σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς. Δυστυχώς!
Επαναλαμβάνω: το σημαντικό είναι να γράφονται καλά και άξια έργα, όχι παλιατσαρίες, μπούρδες, απομιμήσεις, μπλα μπλα, κουβεντολόϊ στη σκηνή χωρίς νόημα, χωρίς δράση, χωρίς σασπένς, χωρίς υπαρκτούς ανθρώπους που συγκρούονται με πάθος και δραματουργική συνέπεια, χωρίς φιλοσοφία ζωής, χωρίς ιδεολογία.
Ο πρώτος και τελευταίος δραματουργικός κανόνας για ένα σημαντικό θεατρικό έργο είναι: στη διάρκεια του έργου πρέπει οι χαρακτήρες να φτάσουν στο τέλος τους, η παράσταση να είναι η καταλυτική υπαρξιακή σύγκρουση των ηρώων, το αναπόφευκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τόσο με τον εαυτό τους, όσο και με τους άλλους. Στο τέλος, όλα πρέπει να είναι διαφορετικά για τους ήρωες. ΄Η θα λυτρωθούν ή θα καταστραφούν.
2. ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ
– Οι περισσότεροι σκηνοθέτες είναι τόσο αλαζονικοί που πιστεύουν στο δόγμα «καλός συγγραφέας είναι ο νεκρός συγγραφέας». Αυτό δείχνει άτομα με ημιμάθεια ως προς την δραματουργία. Αποδομώντας ένα έργο, φτιάχνουν τη δική τους «άποψη» για το έργο. Το ξαναγράφουν! Ποιοι; Αυτοί που πρώτοι θα πρέπει να σέβονται το κείμενο, το οποίο, άλλωστε, έχουν οι ίδιοι επιλέξει να ανεβάσουν στη σκηνή. (Γι αυτό βρίσκουν έργα (πρωτίστως ξένα ή πολύ παλιά) και «ασελγούν» πάνω τους. Θέλουν να ανεβάσουν ένα δικό τους έργο; Ας το γράψουν οι ίδιοι, απ΄την αρχή μέχρι το τέλος. )
-. Ο θεατρικός σκηνοθέτης είναι ένα «φρούτο» του εικοστού αιώνα. Μέχρι πριν, τα έργα τα σκηνοθετούσαν οι συγγραφείς τους ή οι πρωταγωνιστές του θιάσου, δηλαδή έμπειροι θεατράνθρωποι.
-. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε – καλός – συγγραφέας έχει την διάθεση και τις ικανότητες να δασκαλέψει έναν θίασο και να κάνει μια , άξια του έργου του, παράσταση.
Η σκηνοθεσία ενυπάρχει μέσα στον Λόγο του έργου. Ο σκηνοθέτης πρέπει να τον αποκαλύψει, να τον κατανοήσει και να τον εκφράσει – ερμηνευτικά και σκηνικά – στην ουσία του.
-. Σκηνοθεσία σημαίνει: πρώτα ένα καλό έργο, με στερεή δόμηση και συνέπεια στην ανάπτυξη –δραματουργική και ιδεολογική – του θέματος και των χαρακτήρων, δεύτερο, τους κατάλληλους ηθοποιούς για την ερμηνεία των ρόλων ( δεν είναι όλοι για όλους τους ρόλους) και τρίτο έναν σκηνοθέτη-δάσκαλο, ο οποίος θα καθοδηγήσει τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές, στην πιο επιτυχημένη ερμηνεία και παράσταση του έργου του συγγραφέα – και όχι του «δικού» του έργου.
-. Ένας σκηνοθέτης ελληνικού θεατρικού έργου, πρέπει και οφείλει – αν είναι ευφυής και δημιουργικός και όχι υπερφίαλος, κομπλεξικός και «αντίπαλος» προς τον συγγραφέα – να επιζητά τη συνεργασία με τον συγγραφέα στο ανέβασμα του έργου.
Από την πρώτη ανάγνωση, μέχρι και την τελευταία πρόβα, ο συγγραφέας μπορεί- με την ανάλυσή του των χαρακτήρων, του θέματος και της πλοκής του έργου- να βοηθήσει τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς στην πληρέστερη κατανόηση ως προς αυτό που καλούνται να «ερμηνεύσουν», να «παραστήσουν», να «μιμηθούν».
Όμως, ο συγγραφέας δεν πρέπει να παρεμβαίνει αυθαίρετα με υποδείξεις στους ηθοποιούς, να μην φτάνει ποτέ στο άλλο άκρο, στην υπέρβαση, στη συγγραφική αλαζονεία.
Αν δεν του αρέσει ο σκηνοθέτης και ο θίασος, τότε δεν πρέπει να δώσει το έργο του.
Αφού το δώσει και εν συνεχεία έρχεται αντιμέτωπος με τον σκηνοθέτη σε ουσιώδη στοιχεία του έργου του, «παίρνει το καπέλο του» και δεν ξαναπατάει στις πρόβες.
Αν εκ των υστέρων θελήσει να αποκηρύξει την παράσταση, είναι δικαίωμά του.
Το αυτονόητο: κανείς συγγραφέας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εχθρός» της παράστασης, αφού ενδιαφέρεται περισσότερο απ΄όλους για την επιτυχία του έργου του, γι αυτό ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί και οι άλλοι καλλιτεχνικοί συντελεστές, πρέπει να τον βλέπουν σαν τον πρώτο ειλικρινή και φιλικό συνεργάτη και να επιζητούν την όποια κρίση του για το καλύτερο σκηνικό αποτέλεσμα.
Πολλά πασίγνωστα και επιτυχημένα ελληνικά έργα θα είχαν αποτύχει, αν στο πρώτο τους ανέβασμα δεν ήταν παρών ο συγγραφέας, ως συντροφικός συνεργάτης.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει το αμέριστο ενδιαφέρον του για την τύχη της παράστασης του έργου του.
Υπάρχουν και περιπτώσεις – πολύ σπάνιες, ευτυχώς – που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να «ακουστεί» ότι ανεβαίνει έργο τους…
3. Το θεατρικό ως βιβλίο
Καμία τύχη…Κάποτε έβγαζαν – και συνεχίζουν δειλά δειλά – η ΔΩΔΩΝΗ και ο ΚΕΔΡΟΣ, εσχάτως και ο ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, αλλά τα θεατρικά έργα ως βιβλία, μόνο όταν παίζονται και εάν στη συνέχεια γίνουν επιτυχίες, μόνο τότε οι εκδότες βγάζουν τα έξοδά τους. Σήμερα, στην εκδοτική αγορά, μόνο ως συλλεκτικά κομμάτια ή ως συνέχεια μιας θεατρικής βιβλιοθήκης ενός εκδοτικού οίκου – συνήθως καθιερωμένων συγγραφέων – είναι δυνατόν να εκδοθούν θεατρικά έργα. (Εκτός κι αν ο συγγραφέας τα τυπώνει ο ίδιος- σε βιβλίο ή στον υπολογιστή του – και τα προσφέρει ΔΩΡΕΑΝ. Δώρον άδωρον;…) Εσχάτως, ένας ρηξικέλευθος εκδότης βγάζει σε σειρά τα ΑΠΑΝΤΑ(!) κάποιων νεώτερων θεατρικών συγγραφέων…
Το θεατρικό έργο ως βιβλίο έχει αγοραστές και αναγνώστες μόνο απ΄τον χώρο του θεάτρου, δηλαδή ελάχιστους.
Τα θεατρικά έργα ως βιβλία, έχουν πολύ σκληρό ανταγωνιστή: τις φωτοκόπιες. Οι μαθητές δραματικών σχολών, οι θίασοι, οι όποιοι που λειτουργούν ως ομάδα για μια θεατρική παράσταση, αγοράζει ο ένας το βιβλίο και εν συνεχεία κάνουν δεκάδες φωτοκόπιες. (Εξ ου και τα – εσχάτως νομοθετημένα – πνευματικά δικαιώματα για το λεγόμενο «φωτοτυπικό χαρτί» και τα σχετικά μηχανήματα .)
4. Οι θεατρώνες
Λέγονται και «θιασάρχες» και «θεατρικοί παραγωγοί», μπορεί να είναι μόνο αυτό, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να είναι και πρωταγωνιστές ή σκηνοθέτες. Είναι οι του λεγόμενου «εμπορικού» θεάτρου και οι άλλοι του «ποιοτικού». Οι πρώτοι ανεβάζουν συνήθως επιθεωρήσεις, φάρσες, μιούζικαλ με ηθοποιούς της «μαρκίζας», για τους οποίους και πάνε και οι θεατές. Κάποιες σαιζόν τολμάνε και κάτι άλλο, ένα ξένο ή ελληνικό έργο, συνήθως κομεντί «ελληνοποιημένες» σε φαρσοκωμωδίες – άλλοτε πάνε καλά, άλλοτε μπαίνουν μέσα.
Οι της δεύτερης κατηγορίας, χωρίζονται σε επιχορηγούμενους και μη επιχορηγούμενους, δηλαδή ,σ΄αυτούς που ρισκάρουν με δικά τους λεφτά μια θεατρική παραγωγή (με στόχο πάντα το κέρδος για να μπορούν να ξανακάνουν παραγωγή) ή με τα λεφτά που τους δίνει το υπουργείο Πολιτισμού, μέσω του θεσμού των επιχορηγήσεων. (Παρακάτω, θα ασχοληθώ εκτενέστερα…)
Τι μπορεί να κάνει, λοιπόν, ένας Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, όταν θέλει να προωθήσει ένα έργο του;
Πρώτα πρώτα, να κρίνει ο ίδιος ποιος θεατρώνης θα ενδιαφερόταν για το έργο του, ποιος πρωταγωνιστής ή ποιος σκηνοθέτης ή διευθυντής ενός θιάσου.
Κι εδώ αρχίζουν τα ένα σωρό – και διαφορετικά -προβλήματα και εμπόδια. Γιατί σπάνια έχουν υπόψη τους να ψάξουν στο ελληνικό ρεπερτόριο να βρουν αυτό που θα τους ταίριαζε και ίσως να έκαναν επιτυχία. (Ποτέ κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί…) Συνήθως ο νους τους είναι στραμμένος τι παίζεται στις ξένες σκηνές και έχει επιτυχία. Πάνε, βλέπουν την παράσταση, διαβάζουν κριτικές και αναλύσεις και εν συνεχεία το ανεβάζουν κι εδώ.
Είναι τόσοι πολλοί οι θίασοι που αναγκαστικά θα στραφούν στο ξένο ρεπερτόριο για να βρουν έργο-κοστουμάκι. Ακόμη κι απ’ την εποχή των δραματικών σχολών δημιουργήθηκαν απωθημένα για έργα και ρόλους, τα οποία είναι ριζωμένα και κάποια στιγμή το λένε ανακουφιστικά «αχ, πάντα μου ήθελα να παίξω Μπλανς Ντυμπουά!» ή Τσέχωφ, ας πούμε, ή Ιψεν ή Μίλερ…
Τα μόνα ελληνικά έργα και οι μόνοι ρόλοι που έχουνε απωθημένο είναι οι ήρωες και ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας.
Για κανένα νεοελληνικό έργο και ρόλο δεν έχει κανένα απωθημένο κανένας Έλληνας ηθοποιός ή σκηνοθέτης.
Δεύτερο – και πολύ σημαντικό – εμπόδιο για το ελληνικό έργο, είναι το γελοίο και απαράδεκτο επιχείρημα(!) ότι πρέπει να είναι άπαικτο! Μπορεί να είναι εξαιρετικό έργο, να έχει κάνει μεγάλη επιτυχία, όμως οι ενδιαφερόμενοι ( ισχύει κυρίως για τους πρωταγωνιστές-θιασάρχες) δεν…ενδιαφέρονται, γιατί θέλουν πρωτοπαρουσιαζόμενο έργο.
Και καλά, ας πούμε ότι τους δίνει ένας συγγραφέας – γνωστός ή όχι – ένα του καινούργιο έργο, τι γίνεται; Συνήθως ΔΕΝ έχουν τις απαραίτητες ικανότητες να κρίνουν αν το έργο είναι άξιο ή όχι, αν θα έκαναν προσωπική επιτυχία πρωτοανεβάζοντάς το. Φοβούνται μήπως κάνουν τραγικό – οικονομικό και καλλιτεχνικό – λάθος. (Είναι κι ένας απ΄τους λόγους που προτιμάνε τα ξένα, τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα από άλλους… Σκέφτονται και το ποσοστό 10%. Για τα ξένα έργα πληρώνουν λιγότερα – έως και καθόλου!)
Ελάχιστα ελληνικά έργα έχουν παιχτεί πάνω από δυο φορές. Και σε διάστημα χρόνων απ΄το πρώτο τους ανέβασμα.
Οπότε, στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι είναι πολύ δύσκολο ένας Έλληνας θεατρικός συγγραφέας να δει το έργο του στη σκηνή, από έναν θίασο που να εγγυάται την ποιότητα της παραγωγής και της ερμηνείας.
(Βέβαια, υπάρχουν πάντα κι άλλοι – διαπλεκόμενοι -τρόποι…Αλλά αυτοί δεν έχουν να κάνουν με το αν ένα έργο αξίζει ή όχι να παρουσιαστεί στη σκηνή.)
Και φυσικά, υπάρχει και το Εθνικό θέατρο και το Κρατικό Β.Ε., τα ΔΗΠΕΘΕ…τα οποία, υποτίθεται, πως θα πρέπει να ψάχνουν μανιωδώς για ελληνικό έργο στο ρεπερτόριό τους. Παρ΄τ΄αβγό και κούρευ΄το…Εφέτος «φάγαμε πόρτα», ο καινούργιος διευθυντής του Εθνικού θεάτρου Γιάννης Χουβαρδάς μας διέγραψε από το ρεπερτόριο όλους εμάς τους ανανεωτές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, συνεχίζοντας την πολιτική του Νίκου Κούρκουλου. (Αλήθεια, πότε θα στηθεί ο ανδριάντας του στο Εθνικό θέατρο;)
Εσχάτως, ανεβαίνουν παραστάσεις με έργα καινούργιων συγγραφέων, οι οποίοι νοικιάζουν μια άδεια τη στιγμή εκείνη – μικρή συνήθως- θεατρική αίθουσα, κάνουν τον θίασο κι αναλαμβάνουν τα έξοδα της παραγωγής. (Κανείς δεν πληρώνεται…εκτός απ΄τον αιθουσάρχη)
Αυτές οι απέλπιδες προσπάθειες των νέων συγγραφέων-θιασαρχών-παραγωγών μπορεί να κοστίσουν μέχρι και 10.000 ευρώ τον μήνα. (Άλλοι τα βρίσκουν απ΄την τηλεόραση, άλλοι απ΄τους γονείς τους, από τραπεζοδάνεια κλπ. κλπ.)Το χειρότερο: ελάχιστοι πάνε σε αυτές τις παραστάσεις, εκτός των σπάνιων περιπτώσεων του πολύ καλού έργου και θεατρικής ομάδας, κάτι που «ακούγεται» γρήγορα και προσελκύει όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές.
Μια και πλέον ο αριθμός των παραστάσεων – όλων των ειδών θεάτρου – φτάνει τις 200 ετησίως, καταντάει ματαιότης ματαιοτήτων η αγωνία του ανεβάσματος κι από κει και πέρα η μεγαλύτερη αγωνία για το πόσοι θεατές θα πάνε. Ελάχιστοι θα πάνε…
Αυτή η αγωνία τρώει τα σωθικά των ανθρώπων του θεάτρου, παλαιών, φιρμάτων, πρωταγωνιστών, επιχειρηματιών, νέων που θέλουν κάτι καλύτερο να κάνουν, κάπως πιο αξιότερα να συμμετάσχουν στη πράξη της θεατρικής τέχνης.
Εκτός από τα εναπομείναντα «σκύβαλα» του θεάτρου – της επιθεώρησης και των αρπαχτών στην επαρχία – όλοι οι άλλοι άνθρωποι του θεάτρου προσπαθούν κάθε σαιζόν να προσφέρουν κάτι άξιο λόγου στον εαυτό τους και στο κοινό τους.
Επιθυμούν και προσπαθούν. Ναι. Όμως ο νους τους είναι πάντα στραμμένος στο ξένο ρεπερτόριο, πολύ σπάνια στο ελληνικό.
5. Το θεατρικό κοινό
Υπάρχει πολύ καλό και πολυπληθές θεατρικό κοινό σε όλη την Ελλάδα. Βέβαια η μητροπολιτική Αθήνα ελκύει πάντα και το κοινό από άλλες πόλεις, οι θεατές έρχονται εδώ για κάποια υπόθεσή τους και συνήθως έχουν προγραμματίσει να δουν και μια θεατρική παράσταση, είτε ενός θιάσου που εκτιμούν, είτε για το έργο ενός συγγραφέα, είτε για έναν ή περισσότερους πρωταγωνιστές.
Γίνονται και θεατρικές εκδρομές, νοικιάζουν ένα πούλμαν, έρχονται στην Αθήνα, βλέπουν την παράσταση και επιστρέφουν. (Πολύ συχνά αγνοούν και τι θα δουν…Τους φτάνει η εκδρομή.)
Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια το όντως θεατρόφιλο κοινό έχει κάπως μπερδευτεί, απογοητευτεί, βαρεθεί…Να φταίει η τηλεόραση- που όχι μόνο έχει αποπροσανατολίσει και εκχυδαΐσει την αισθητική του, αλλά και του δείχνει συνεχώς στις τηλεοπτικές σειρές τους ηθοποιούς που, αλλιώς, θα πήγαινε να τους δει στο θέατρο ; Ίσως. Να φταίει ο τρομακτικά μεγάλος αριθμός παραστάσεων – αφού είναι αδύνατον να τις δει όλες…δεν βλέπει καμία!. Ίσως κι αυτό. Να φταίει η ανεργία και η ακρίβεια της καθημερινής ζωής και η «ακριβή θεατρική έξοδος»;. Ισχύει. Να φταίει και πάλι η τηλεόραση που τρομοκρατεί τον κόσμο με διάφορες «απειλές» -βροχές, καταιγίδες, μποτιλιαρίσματα, φασαρίες στους δρόμους- ή με διάφορα έκτακτα και βαρύγδουπα τοκσόου ή σεισμούς ή παγκόσμιες καταστροφές, με αποτέλεσμα να τον κρατάει δέσμιο της τηλεθέασης; Συνηθισμένο κι αυτό.
Γεγονός είναι πάντως πως όλα τα θέατρα «δουλεύουν» πλέον μόνο Παρασκευή- Σάββατο – Κυριακή απογευματινή. Εξαιρέσεις ελάχιστες σε κάθε σαιζόν, όπου μια παράσταση «κλέβει» τις εντυπώσεις και γεμίζει κάθε βράδυ.
Γι αυτό και μιλάμε για «θεατρική κρίση». Είναι κάτι που ισχύει πλέον κάθε χρονιά, κάθε σαιζόν, που κι αυτή δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Πρεμιέρες από Οκτώβρη μέχρι Μάη, κι από Ιούνη μέχρι Σεπτέμβρη.
Τι να κάνει και το κοινό; Ζώντας κι αυτό μέσα στη γενικότερη κοινωνική – ηθική – πνευματική – οικονομική κρίση, συμπεριφέρεται ανάλογα με τις ανάγκες του και τον ελεύθερο – για θέατρο – χρόνο του.
Οι παραστάσεις που γίνονται με κουπόνι-εισιτήριο από εφημερίδες ή περιοδικά, βοηθάνε στο να βγει ή να μη βγει γρήγορα προς τα έξω η «βρώμα» που λέμε, αν αξίζει να πάει κανείς ή όχι. Σε κάθε τέτοια παράσταση – συνήθως ως αβάν πρεμιέρ – εξαντλείται η όποια χωρητικότητα του θεάτρου…Κάτι που δύσκολα θα ξανασυμβεί, ιδίως όταν η «βρώμα» …μυρίζει άσχημα, αυτοί που είδαν την παράσταση λένε σε άλλους να μην πάνε, χάσιμο χρόνου και χρημάτων και διάθεσης να απολαύσουν το θεατρικό γεγονός. Γίνονται και κριτικές σε πολιτιστικές ιστοσελίδες, όπου γίνεται το σώσε, φοβερό αλαλούμ, αφερέγγυα κατάσταση.
Είναι πολλοί θεατές – πρώην και νυν – που κάποια στιγμή αηδιάζουν και τσαντίζονται από μια κακή παράσταση κακού έργου κι αποφασίζουν «τέρμα το θέατρο». Πολύ δύσκολο πια να ξαναπάνε , μόνο από σύμπτωση καλή, τυχαία μετά από χρόνια, να δουν ένα πράγματι καλό έργο – ελληνικό ή ξένο – και άξια παράσταση κι έτσι να ξαναβάλουν το θέατρο στις προτεραιότητες της βραδινής τους ψυχαγωγίας.
6. Η Εταιρεία των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων
Έχει ιδρυθεί πριν εκατό και πλέον χρόνια, με κύριο στόχο την υπεράσπιση και προώθηση του ελληνικού θεατρικού έργου. Να σκεφτείτε ότι ακόμα και το Εθνικό θέατρο που έχει γυρίσει την πλάτη στους Έλληνες συγγραφείς , ιδρύθηκε από την ΕΕΘΣ . Όλοι οι άξιοι και πασίγνωστοι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς υπήρξαν μέλη της ΕΕΘΣ, μέλη του Δ.Σ. της, πρόεδροι και γραμματείς. Σήμερα όμως, όποιος διαβάσει τη λίστα των τακτικών μελών – 200 και…! – θα χάσει τον μπούσουλα. Ελάχιστοι είναι πλέον ενεργοί και ακόμα πιο ελάχιστοι έγιναν κάποτε μέλη της εταιρείας επειδή έγραψαν έστω κι ένα καλό έργο ή συνεχίζουν ακόμα δυναμικά με τα καινούργια έργα τους. Ιδίως τα τελευταία χρόνια , για λόγους ψηφοθηρικούς του εκάστοτε Δ.Σ. έγιναν κάποιοι «θεατρικοί συγγραφείς» και εν συνεχεία έκτακτα, πάρεδρα και τακτικά μέλη έχοντας γράψει κάτι σάχλες για την επιθεώρηση, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση.
Καμιά σχέση με τη σοβαρή δραματουργία…
Συνολικά ο αριθμός των μελών φτάνει τους 500 σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς!
Πόσους ξέρει και εκτιμάει το θεατρόφιλο κοινό, οι θεατρώνες, οι πρωταγωνιστές, οι σκηνοθέτες; Δέκα; Είκοσι;
Κι αυτό είναι άλλη μια επιβεβαίωση ότι η συγγραφή ενός θεατρικού έργου είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, επομένως στο σωματείο – όπως συμβαίνει σε ΟΛΑ τα σωματεία – συνδικαλίζονται πάρα πολλοί που δεν προσφέρουν τίποτα στη δυναμική του σύγχρονου ελληνικού ρεπερτορίου, μόνο και μόνο για την ταυτότητα του μέλους της ΕΕΘΣ και για τον όγκο του αριθμού των μελών ως δύναμη κρούσης σε συντεχνιακές διεκδικήσεις. Ελάτε να γίνουμε πολλοί.
Αλλά και σ΄αυτό ακόμα το πεδίο των κοινωνικών διεκδικήσεων ,ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά οι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς βρίσκονται από την Πολιτεία στην κατηγορία του…ανειδίκευτου εργάτη. Στον πάτο, δηλαδή.
Αν δεν έχουν ασφαλιστεί από άλλη εργασία, αν δεν έχουνε προσωπική περιουσία είναι…άποροι. (Με όλες τις οικονομικές δυσκολίες αυτής της κοινωνικής τάξης).
Το θέμα των τιμητικών συντάξεων, όπως διαμορφώνεται από τη νομοθεσία, είναι για γέλια και για κλάματα.
7. Τα ποσοστά
Ο συγγραφέας παίρνει το 10% επί των ακαθαρίστων στο ελεύθερο θέατρο, ενώ, τα τελευταία χρόνια, στα δύο Κρατικά παίρνει το 22%. Έχω προσπαθήσει – με άρθρα μου στον τύπο -να αλλάξει αυτό το ποσοστό στα Κρατικά και ο συγγραφέας να δικαιούται εφάπαξ αμοιβή, χωρίς ποσοστά, 20.000 ευρώ για πρωτοεμφανιζόμενο έργο του και 10.000 για επανάληψη. Για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα μπορεί αυτά τα ποσά να υποδιπλασιαστούν. (Ουδείς με άκουσε, ουδείς κατάλαβε, τίποτα δεν έγινε…κι έτσι οι διευθυντές έχουν, τάχα μου, να λένε: γιατί να ανεβάσουμε ελληνικό έργο με 22% ; Λες και τα δίνουν απ΄την τσέπη τους, λες και δεν έχουν υποχρέωση να στηρίζουν το ελληνικό έργο, λες και ανεβάζουν σε κάθε σαιζόν σωρηδόν τα έργα μας. Προσωπικό παράδειγμα: το Εθνικό ανέβασε το 1975 ένα έργο μου για 20 παραστάσεις κι από τότε πάπαλα.)
Και κάτι άλλο: ενώ όλοι οι θίασοι –κυρίως τα Κρατικά- ανεβάζουν πολυπρόσωπα ξένα έργα, πολύ σπάνια θα εγκρίνουν το ανέβασμα ελληνικού πολυπρόσωπου έργου!
Κι αυτά τα ποσοστά (το 10% και το 22% ) είναι ένας κύριος λόγος που δεν παίζονται συχνά ελληνικά έργα. (Στην περίπτωση που θα τα πληρώσουν, εννοώ, και όχι στην – προσβλητική –περίπτωση του σκόντου. Ναι, γίνεται κι αυτό, γινόταν από παλιά. Ένας συγγραφέας δέχεται σκόντο στα ποσοστά του ή καθόλου ποσοστά, αν αυτό είναι εμπόδιο στο να ανεβάσει κάποιος ένα έργο του. Έχουν υπάρξει και σπάνιες περιπτώσεις που ο συγγραφέας – έχοντας ο ίδιος τα πολλά λεφτά που χρειάζονται – αναλαμβάνει ο ίδιος όλα τα έξοδα της παράστασης, ακόμη και εισιτήρια αγοράζει και τα δίνει σε φίλους του, έτσι για να μην σταματήσουν οι παραστάσεις ελλείψει θεατών. )
Ο κανόνας: Η διαπραγμάτευση της αμοιβής ισχύει σε όλο το φάσμα των καλλιτεχνικών συνεργασιών και όχι μόνο με τους θεατρικούς συγγραφείς. Και με τους σκηνοθέτες και με τους ηθοποιούς, τραγουδιστές κ.ο.κ
Απορία: μα καλά, τους ξένους συγγραφείς και τους μεταφραστές τους δεν τους πληρώνουνε σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα;
Απάντηση: με το ζόρι και με…σκόντο, πολλές φορές και μέσω δικαστικών αγωγών.
(Το αυτονόητο:οι διευθυντές των θεάτρων- επιχειρηματίες δεν θέλουν να πληρώνουν κανέναν! Ούτε το ΙΚΑ, ούτε τους ηθοποιούς, ούτε τον σκηνογράφο, τον συνθέτη….ούτε και τον συγγραφέα, εννοείται.
Στον συγγραφέα λένε: τώρα εσύ, μας έφερες ένα έργο και θέλεις το 10%; Σιγά το πράγμα!
Ερώτηση: μπορεί ένας Έλληνας θεατρικός συγγραφέας να ζήσει απ΄τα έργα του;
Απάντηση: αν γράφει καλά έργα, αν παίζονται κάθε σαιζόν και σε κάποιο θέατρο, ναι μπορεί να τα φέρει βόλτα. Αν δεν συντρέχουν αυτά τα δύο, τότε ο συγγραφέας δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του. Και δεν υπάρχει ούτε καν Ταμείο Ανεργίας για τους θεατρικούς συγγραφείς.
Δεν παίζονται έργα τους, δεν τρώνε. (Κάνουν άλλες δουλειές, δηλαδή…)
Και για να μπω στο επόμενο θέμα: αν ο Αρθουρ Μίλερ, Ο Ουίλιαμς, ο Πίντερ, ο Αλμπυ…και πάει λέγοντας, ήσαν Έλληνες που έγραφαν στην Ελλάδα, στα ελληνικά, δεν θα τους ήξερε ούτε η μάνα τους, θα πέθαιναν στην ψάθα.
8. Τα ελληνικά θεατρικά έργα στις ξένες σκηνές
Πολλά έργα Ελλήνων συγγραφέων έχουν παιχτεί σε Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Καναδά. Πολλές παραστάσεις έχουν ανέβει στα Βαλκάνια , στην Τουρκία και στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Στην Αυστραλία και στον Καναδά από θιάσους Ελλήνων της ομογένειας – όπως τώρα υπάρχει ένας θίασος ομογενών στο Λος Άντζελες , ένας στο Λονδίνο, άλλος ένας στην Κολωνία κλπ..κλπ.
Για να μη λέμε πολλά. Καμία από αυτές τις παραστάσεις δεν καθιέρωσε στο παγκόσμιο κοινό έναν Έλληνα θεατρικό συγγραφέα. Γιατί; Απλούστατα γιατί μόνο αν ένα θεατρικό έργο ανέβει από μεγάλες φίρμες του θεάτρου και του κινηματογράφου, στα ξακουστά θεατρικά κέντρα του Μπροντγουέϊ ή του Γουέστ Εντ του Λονδίνου ή στα θέατρα ρεπερτορίου της Γερμανίας ή ανάλογα σε άλλες θεατρικές μητροπόλεις, μόνο τότε καθιερώνεται ένας θεατρικός συγγραφέας και, ξαφνικά, το έργο του το κλείνουν για ανέβασμα σε όλο τον κόσμο. (Κι αν ο συγγραφέας δεν έχει μέχρι τότε ατζέντη, εμφανίζεται κι αυτός και αναλαμβάνει να πρακτορεύσει τα άπαντά του. Αν ένα έργο κάνει διεθνή επιτυχία, τότε ο συγγραφέας σίγουρα θα «αδειάσει» όλα τα συρτάρια του. Ο,τι έχει γράψει μέχρι τότε, θα μεταφραστεί και, το πιθανότερο, θα παιχτεί παντού…)
Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο και με τους Έλληνες συγγραφείς; Οπωσδήποτε. Γιατί; Γιατί πολλά από τα δικά μας έργα θα άρεσαν στους ξένους πρωταγωνιστές, σκηνοθέτες και παραγωγούς.
Τότε;
Απλό. Ποτέ ελληνικό έργο δεν έχει φτάσει στα χέρια τους. Αγνοούν παντελώς ότι υπάρχει σύγχρονο και δυναμικό ελληνικό θεατρικό ρεπερτόριο.
Είμαστε απομονωμένοι λόγω…. «Τη γλώσσα μού έδωσαν Ελληνική». Τιμή μας και υπερηφάνεια μας, όμως σήμερα αν δεν γράφεις στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά ή στα Γερμανικά και Γαλλικά , δεν έχεις καμία τύχη να σε μάθουν έξω από τα σύνορά σου.
Δεν έχουμε ατζέντηδες. Στο εξωτερικό ο κάθε θεατρικός συγγραφέας το πρώτο που φροντίζει – αφού έχει έτοιμο έστω και μόνο ένα μονόπρακτο – είναι να βρει ατζέντη, ο οποίος θα του προωθεί καθημερινά το έργο του προς παν ενδιαφερόμενο. (Το ίδιο, φυσικά, ισχύει για όλους τους συγγραφείς, ποιητές και τους άλλους καλλιτέχνες).
Μεταφρασμένα ελληνικά έργα υπάρχουνε πολλά. Ο καθένας μας έχει 5-6 στα συρτάρια του. Τι να τα κάνουμε όμως; Οι μεταφραστές τους είναι κάποιοι που έχουν γνώση της ξένης γλώσσας που μεταφράζουν, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να μεταφράσουν θεατρικό έργο. Το κυριότερο: δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για την προώθησή του στις ξένες σκηνές. (Γι αυτό και πάντα μεταφράζουν με εφάπαξ αμοιβή, χωρίς περαιτέρω οικονομικές απαιτήσεις για ποσοστά από τις ξένες παραστάσεις. Ποιες παραστάσεις; )
Οι μεταφραστές πρέπει να είναι ξένοι επαγγελματίες και να ζουν στη χώρα τους, να γνωρίζουν το θεατρικό κύκλωμα και να έχουν ατζέντη, ο οποίος θα προωθήσει το έργο στους θιάσους που πρέπει.
Όπως κάνουν οι δικοί μας που μεταφράζουν τα ξένα έργα. Σπάνια παίρνουνε παραγγελία για μετάφραση. Οι ίδιοι, ως επαγγελματίες, μεταφράζουν από δικό τους επαγγελματικό συμφέρον το έργο που τους αρέσει και που ξέρουν σε ποιον θα το προτείνουν για ανέβασμα.
(Στην Ελλάδα σήμερα, οι μεταφραστές των ξένων έργων κερδίζουν πολύ περισσότερα από τους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Γιατί κάθε σαιζόν παίζονται και ένα και δύο και τέσσερα έργα που έχουν μεταφράσει…)
Δεν μας γνωρίζουν ούτε οι δικοί μας σκηνοθέτες που έχουν δουλέψει στο εξωτερικό. Ίσως να μας ξέρουν κατ΄όνομα, αλλά δεν γνωρίζουν τα έργα μας, αδιαφορούν.
Ο Ηλίας Καζάν θα μπορούσε ίσως– αν θα τα ήξερε – να είχε ανεβάσει έστω ένα σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο. Το ίδιο και ο Βολανάκης ή ο Κακογιάννης. Ποτέ δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Αγνοούσαν την ύπαρξή μας. Κι αυτοί ανέβαζαν τους ίδιους ξένους συγγραφείς που ήσαν ήδη παγκοσμίως γνωστοί.
Άλλο είναι να γράφουν στο βιογραφικό τους πως ανέβασαν στο Μπροντγουέϊ ή στο Λονδίνο Σαίξπηρ, Μίλερ, Πίντερ κι άλλο…Καμπανέλη, Αναγνωστάκη, Κεχαϊδη! Γι αυτούς δεν υπάρχουμε καν.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους σημερινούς Έλληνες σκηνοθέτες που ηγούνται θιάσων ρεπερτορίου.
Δεν γνωρίζουν σε βάθος τα έργα μας. Δεν ξέρουν – δεν έχουν ικανά πνευματικά εφόδια – να τα μάθουν. Έχουν δυο κριτήρια: τον ξένο θεατρικό συγγραφέα τον σέβονται και τον εκτιμούν ως πνευματικό δημιουργό. Τον Έλληνα τον θεωρούν έτσι, κάποιον που γράφει, ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ως πνευματικό δημιουργό, γιατί δεν ξέρουν και δεν θέλουν να καταλάβουν και να πιστέψουν ότι ΠΟΛΛΑ έργα μας θα μπορούσαν να γίνουν παγκόσμιες επιτυχίες.
Αντίθετα, το κοινό μάς αγαπάει και σέβεται τους συγγραφείς του. Σπάνια καλό ελληνικό έργο δεν έκανε ταμειακή επιτυχία.
Αλλά πώς να δουν τα έργα μας όταν αυτοί που επιλέγουν τι θα ανεβάσουν, εκ των προτέρων αδιαφορούν για τα δικά μας;
Για να μην παρεξηγηθώ : το ξέρουμε όλοι, υπάρχουν και κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις ανθρώπων του θεάτρου μας που ψάχνονται πάντα για καλό ελληνικό έργο. Τους ξέρουμε όλοι.
Στην πλειοψηφία τους όμως, οι σκηνοθέτες μας και οι πρωταγωνιστές μας θέλουν στο βιογραφικό τους να υπάρχουν τα ονόματα διάσημων ξένων συγγραφέων . Είναι κι ο άλλος λόγος: για τα έργα τους έχουν γραφτεί πολλές κριτικές και αναλύσεις, έτσι δεν ρισκάρουν να κρίνουν από μόνοι τους ένα καινούργιο άπαιχτο έργο Έλληνα συγγραφέα. Και, βέβαια, έχουν προηγηθεί πολλές άλλες παραστάσεις αυτών των έργων κι έτσι υπάρχει και ένας και δύο και δέκα μπούσουλες σκηνοθεσίας της παράστασής τους.
Να, λοιπόν, γιατί δεν έχουμε καθιερωθεί στο διεθνές ρεπερτόριο.
Ο Αλμπυ, εκεί γύρω στο ΄60 έγραψε το πρώτο του μονόπρακτο, την «Ιστορία του ζωολογικού κήπου». Καταπληκτικό έργο! Φαντάζεστε να ήταν Έλληνας; Το πολύ πολύ να του το ανέβαζε η Ριάλδη ή ο θίασος «Δωδέκατη Αυλαία» ή ακόμα και ο Κουν. Μια κι έξω και όλοι θα το ξεχνάγανε…Άντε να το έπαιζαν σε καμιά δραματική σχολή ή σε κάποιον ερασιτεχνικό θίασο. Όμως για να είναι Αμερικανός ο Αλμπυ, το μονόπρακτο αυτό έκανε σε ένα χρόνο το γύρο του κόσμου. Παιζόταν ταυτόχρονα σε όλες τις πρωτεύουσες.
Θυμάμαι τότε, είχα διαβάσει πως από αυτό το μονόπρακτο είχε κερδίσει…500.000 δολάρια! Το 1960…Και φυσικά στη συνέχεια ό,τι έγραψε είχε την ίδια –τυχερή-τύχη, όπως και όλα τα άξια έργα συγγραφέων που γράφουν σ΄αυτές τις γλώσσες και έχουν και τον ατζέντη τους, ο οποίος διαπραγματεύεται τα έργα τους σε όλον τον κόσμο, αλλά και στο Χόλιγουντ.
(Η διαδικασία συγγραφής σήμερα για τους αναγνωρισμένους – κυρίως ένεκα γλώσσας επιμένω – ξένους συγγραφείς είναι η εξής απλούστατη. Γράφουν μια σελίδα περίληψη, την δίνουν στον ατζέντη, υπογράφουν το συμβόλαιο μαζί με μια γεναία προκαταβολή, στη συνέχεια ο ατζέντης μόνο με αυτήν τη μια σελίδα διαπραγματεύεται το έργο – ή το μυθιστόρημα – με όλους τους πιθανούς αποδέκτες, υπογράφει συμβόλαια, κλείνει με το Χόλιγουντ τη μεταφορά στον κινηματογράφο ΚΑΙ ΜΕΤΑ ο συγγραφέας αρχίζει να γράφει το έργο.!)
Ωραίο; Και στα δικά μας! Θα γίνει αυτό και με τους Έλληνες συγγραφείς, το πιστεύω. Ένα απ΄τα καλά της παγκοσμιοποίησης.
Στην πρώιμη παγκοσμιοποίηση της εποχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παγκόσμια γλώσσα του πολιτισμού ήταν τα ελληνικά. Τι να κάνουμε; Σήμερα ελάχιστοι διαβάζουν ελληνικά κι ακόμα πιο ελάχιστοι ψάχνουν για…σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο.
9. Οι θεατρικές επιχορηγήσεις
Αναγκαίες για να μπορέσει το ελληνικό θέατρο να προχωρήσει δημιουργικά και να πειραματιστεί με τα καινούργια καλλιτεχνικά ρεύματα, αλλά και να αποτελέσει μια αστείρευτη πηγή πολιτισμού για τον τόπο.
Το θέατρο είναι πλέον ακριβό χόμπι…Πάντα ήταν, βέβαια, για όσους δεν έβαζαν στόχο τους τις «δυο ευχάριστες ώρες», αλλά παιδευόντουσαν με τα κείμενα, τις φόρμες, τα ιδεολογικά και κοινωνικά δεδομένα.
Παλιά αυτοί οι θίασοι ή οι θεατρικές ομάδες υπήρχαν αποκλειστικά και μόνο απ΄το μεράκι ή το πάθος του εμπνευστή τους ή αυτών που συγκροτούσαν τις ομάδες, αλλά και από την αφοσίωση στον κοινό σκοπό όλων των συμμετεχόντων. Λεφτά έβαζαν όλοι απ΄την τσέπη τους, από άλλες δουλειές που έκαναν ή απ΄την οικογένεια. Σπάνια πληρωνόντουσαν.
Τα ξέρουμε όλοι, ας μην επαναλαμβάνω κοινοτοπίες.
Σήμερα όμως, που και τα σωματεία των καλλιτεχνών –ηθοποιών, σκηνοθετών, συγγραφέων, τεχνικών – είναι ισχυρά και αυστηρά όσον αφορά την τήρηση της νομοθεσίας στις εργασιακές σχέσεις, αλλά και το ΙΚΑ, δεν επιτρέπουν καν τις προσωπικές θυσίες. Σήμερα ένας θίασος πρέπει να έχει τα έξοδα του ανεβάσματος, το ενοίκιο της αίθουσας, τους μισθούς και το ΙΚΑ των ηθοποιών και τεχνικών, τον σκηνογράφο, ενδυματολόγο, συνθέτη, ηχολήπτη, στούντιο, τα συγγραφικά ή μεταφραστικά ποσοστά κλπ.κλπ.
Θα πρέπει κάθε παράστασή του να έχει πλήρωση της χωρητικότητάς του από θεατές, για να μπορέσει να κάνει και του χρόνου παράσταση, αλλιώς το θέατρο κλείνει ή το θεατρικό σχήμα διαλύεται.
Σήμερα όλοι οι εργαζόμενοι –και οι δημιουργοί του θεάτρου είναι κι αυτοί επαγγελματίες που πρέπει να ζήσουν απ΄τη δουλειά τους κι όχι δουλεύοντας οικοδομές, μπαρ, λάντζα ή ταξί…- ζητούν την αμοιβή τους και τις άλλες έξτρα αποδοχές τους, οι οποίες έχουν κατακτηθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες και δίνουν ουσιαστικό νόημα στη δημοκρατία.
Σήμερα δεν γίνεται θέατρο ρεπερτορίου, θέατρο πειραματικό, θέατρο που παράγει και προωθεί προς το κοινό του πολιτισμό, χωρίς ξόδεμα προσωπικής περιουσίας ή κάποιους ιδιώτες ΧΟΡΗΓΟΥΣ ή χωρίς την κρατική στήριξη και υποστήριξη με τη μορφή των ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ.
Γι αυτό άλλωστε και όλοι πληρώνουμε φόρους, για να μπορέσει να υπάρχει και να ευδοκιμεί ένα Κράτος Πρόνοιας. Πρόνοιας για τους έχοντες ανάγκη…Κι ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ έχει πάντα μεγάλη ανάγκη.
Έγιναν, λοιπόν, κάποια στιγμή νόμος του κράτους οι θεατρικές επιχορηγήσεις. Επιτέλους, όσοι πράγματι είχαν προσφέρει και συνέχιζαν να προσφέρουν τα μέγιστα στο ελληνικό θέατρο, μπόρεσαν να ανασάνουν απ΄το υπέρβαρο του οικονομικού άγχους.
Και ταυτόχρονα ιδρύθηκαν και τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα – όλα αυτά χάρις στο πάθος και την αποφασιστικότητα της Μελίνας, την οποία υποστήριζε όλος ο κόσμος των τεχνών και των γραμμάτων.
Γνωστά πράγματα κι αυτά.
Τώρα όμως το θέμα των επιχορηγήσεων έχει μεταλλαχτεί σε ΜΕΓΑ θέμα. Έχουν δημιουργηθεί και δημιουργούνται κάθε σαιζόν καινούργιες θεατρικές ομάδες που κι αυτές ζητάνε – και με το δίκιο τους – ένα μικρό μερίδιο από την πίτα, για να μπορέσουν να κάνουν πράξη είτε το θεατρικό τους όραμα, είτε το ψώνιο τους (έχουν αρχίσει να μπερδεύονται πλέον αυτές οι δύο έννοιες).
Και απαιτούν ανακατανομή του πλούτου(!) των επιχορηγήσεων. Ζητάνε να καταργηθεί η ιεραρχία προσφοράς από τους δοκιμασμένους θεατρικούς δημιουργούς και να κριθούν ΟΛΑ και ΟΛΟΙ από μηδενική βάση.
Ο κυριότερος παράγοντας που έχει δημιουργήσει αυτήν την αντιπαράθεση είναι η φθίνουσα καλλιτεχνική πορεία των από χρόνια επιχορηγούμενων θεατρικών σχημάτων. Μετά την άνθιση, ήρθε το αδιέξοδο στο ρεπερτόριο και στους σκηνοθετικούς πειραματισμούς.
Όμως, υπάρχει και μία άλλη σημαντική παράμετρος. Ναι, οι επιχορηγήσεις είναι αναγκαίες για τον θεατρικό πολιτισμό μας. Όμως, όταν ένας επιχορηγούμενος – και για χρόνια – θίασος δεν καταφέρνει ποτέ να βγάζει τα έξοδά του, τότε ή δεν διοικείται σωστά και σπαταλάει την επιχορήγηση ή κάνει επαναλαμβανόμενα καλλιτεχνικά λάθη, με αποτέλεσμα να μην έχει ένα δικό του κοινό, μια μίνιμουμ προσέλευση θεατών, δηλαδή εισιτηρίων. Όταν κάνει παραγωγές που ξεπερνούν κατά πολύ τα οικονομικά του, όταν το ρεπερτόριό του αφήνει αδιάφορο το θεατρόφιλο κοινό, τότε με ποιο αιτιολογικό απαιτεί να επιχορηγείται κάθε χρόνο;
Με τον θεσμό των επιχορηγήσεων μπορεί να «ανασαίνουν» κάπως κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου, αυτό όμως δε σημαίνει πως έφυγε ως δια μαγείας το άγχος για το πώς θα τα βγάλουνε πέρα οικονομικά. Τα λάθη στη διαχείριση των οικονομικών , στην επιλογή του ρεπερτορίου και στην ποιότητα των παραστάσεων, έχουν ένα σίγουρο αποτέλεσμα:
ΟΛΟΙ οι επιχορηγούμενοι θίασοι είναι χρεωμένοι. Είτε χρωστάνε στο ΙΚΑ, είτε στους απλήρωτους ηθοποιούς, στους τεχνικούς, στους λοιπούς συνεργάτες.
Αυτό το γεγονός επέδρασε σημαντικά σ΄ αυτήν την «κούραση» που δείχνουν προς τα έξω οι επιχορηγούμενοι θίασοι. Και το «έξω», δηλαδή το θεατρόφιλο κοινό, σπάνια πατάει το πόδι του. Αποτέλεσμα: τσουχτερό κόστος παραγωγής- ελάχιστα εισιτήρια.
Και είναι πολλοί πλέον, ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ οι θίασοι που παίρνουν επιχορήγηση και δεν προσφέρουν θεατρική απόλαυση στο επίσης «κουρασμένο» κοινό – από άλλες, πολλές και διάφορες αιτίες. Οι εξαιρέσεις πρέπει να είναι 5-6 θίασοι.
Και είναι κουραστικά ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ οι παραστάσεις κάθε σαιζόν. Δεν αντέχεται πια αυτό το φαινόμενο: κάθε γκαράζ και θέατρο, κάθε αποθήκη και θέατρο, κάθε χυτήριο και θέατρο, κάθε γειτονιά δυο-τρία καινούργια θεατράκια, που όμως ζητάνε την προσέλευση του αποπροσανατολισμένου θεατή, του άνεργου, του φοιτητή, του μαθητή, του οικογενειάρχη, του επιστήμονα, του επιχειρηματία, του εκπαιδευτικού, της γυναίκας των μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων.
(Έχει διαπιστωθεί με κάθε τρόπο: οι γυναίκες είναι η συντριπτική πλειοψηφία των θεατών του θεάτρου κι αυτές είναι που αγοράζουν τα περισσότερα βιβλία.)
Έστω κι έτσι. Αλλά σε πόσα θέατρα και θεατράκια έχουν το κουράγιο να πάνε και πόσα λεφτά θα ξοδεύουν κάθε σαιζόν για την θεατρική τους έξοδο;
Ιδού το ΑΔΙΕΞΟΔΟ.
Και τώρα στο δια ταύτα: στο Σύνταγμα, αλλά και στο νόμο για τις επιχορηγήσεις, γράφεται ξεκάθαρα ότι «σκοπός του Εθνικού ή Κρατικού –ή αργότερα των ΔΗΠΕΘΕ και των ιδιωτικών επιχορηγούμενων θιάσων – είναι να προωθούν την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ, δηλαδή να ανεβάζουν πρωτίστως ελληνικά έργα, είτε παλιά, είτε σύγχρονα, είτε δοκιμασμένων , είτε πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων».
Και μόνο αυτή η νομοθετημένη διάταξη δίνει το δικαίωμα στο υπουργείο Πολιτισμού, να βγάλει αυστηρό φιρμάνι: δεν παίζετε ελληνικό έργο, δεν παίρνετε επιχορήγηση. Καθαρές κουβέντες. Ας ρισκάρουν το ανέβασμα έργου ξένου συγγραφέα από τη δική τους προίκα. (Το έχουν κάνει πολλοί μανιακοί, έχουν φάει πολλές κληρονομιές…Μπράβο τους και μαγκιά τους!)
Να όμως που οι επιχορηγήσεις δίνονται χωρίς να ανεβαίνουν όσα ελληνικά έργα θα έπρεπε, δηλαδή τουλάχιστον 2 στα 4 έργα που ανεβαίνουν σε κάθε σαιζόν από επιχορηγούμενους θιάσους, θα έπρεπε να ήταν έργα Ελλήνων συγγραφέων.
Υπάρχουν όμως και κάποιες λεπτομέρειες.
Όλοι οι θίασοι που καταθέτουν προγραμματισμό και αίτηση για επιχορήγηση έχουν οπωσδήποτε και ΕΝΑ ελληνικό έργο στο προτεινόμενο ρεπερτόριό τους. Τι γίνεται όταν εγκριθεί επιχορήγηση; Δύο «κόλπα». Το ένα να μην ανεβάσουν καθόλου το ελληνικό έργο – εξ αιτίας του οποίου κυρίως έλαβαν την οικονομική στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού . Ανεβάζουν τα ξένα – συνήθως δύο παραγωγές – και αφήνουν το ελληνικό στις καλένδες. Όταν την επόμενη σαιζόν τους ζητηθεί – αν συμβεί κι αυτό – εξήγηση από την επιτροπή επιχορηγήσεων, δίνουν τις όποιες δικαιολογίες και αιτιολογίες, χωρίς αυτή η ενέργειά τους να στέκεται εμπόδιο στο να ξαναπάρουν επιχορήγηση και να ξανακάνουν το ίδιο.
Το δεύτερο «κόλπο» – το συνηθέστερο – είναι να ανεβάζουν ό,τι ψώνιο έχουνε από τότε που ήσαν μαθητές της δραματικής, δηλαδή ένα ή δύο ΞΕΝΑ έργα μέχρι τον Απρίλιο και μετά ανεβάζουν και το κερασάκι, δηλαδή το Ελληνικό έργο, ως τσόντα, για είκοσι παραστάσεις. Κι αυτό ήταν. Ορίστε, κύριοι, ισχυρίζονται , εμείς το καθήκον μας για την προώθηση της ελληνικής δραματουργίας το κάναμε, ανεβάσαμε και το «κωλοελληνικό» σας έργο, θέλουμε και του χρόνου επιχορήγηση.
Τον χαρακτηρισμό δεν τον λένε, αλλά με τη συμπεριφορά τους τον εννοούνε. Δεν ανεβάσανε το ελληνικό επειδή το πιστέψανε ως άξιο θεατρικό έργο, αλλά μόνο και μόνο για να «κλείσουνε τα στόματα». Γι αυτούς άξιοι συγγραφείς είναι μόνο οι ΞΕΝΟΙ συγγραφείς, οι Έλληνες είναι «πτωχοί στο πνεύμα και στο ταλέντο», ανάξιοι και να αναφέρονται, όχι να παίζονται και τα έργα τους.
Σπάνια ελληνικό έργο προγραμματίζεται ως εναρκτήριο της σαιζόν και αν αρέσει σε κοινό και κριτική και έχει ανταπόκριση, να παίζεται μέχρι τον Φλεβάρη και μετά, δικαίως, ο θίασος μπορεί να ανεβάσει όποιο άλλο έργο έχει στο ρεπερτόριό του, το οποίο μπορεί να είναι κι αυτό ελληνικό.
Ναι. Υπάρχουν 2-3 θίασοι που το κάνουν αυτό. Έχουνε μήπως βγει χαμένοι οικονομικά; Το ξέρω πολύ καλά. ΟΧΙ.
Αλλά όταν σε μια σαιζόν ανεβαίνουνε 100-150 έργα και η σαιζόν είναι «νεκρή» για όλες τις παραστάσεις, δεν μπορούμε να λέμε ότι ένας θίασος απέτυχε εξ αιτίας του έργου που ήταν ελληνικό. Και τα σωρό άλλα που ήσαν ΞΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ γιατί κατέβηκαν άρον άρον στη μέση της σαιζόν ή άφησαν άδεια ταμεία στους θιασάρχες ή τους επιχειρηματίες- είτε επιχορηγούμενους είτε όχι;
10. Οι ερασιτεχνικοί και σχολικοί θίασοι.
Πάντοτε θαύμαζα αυτούς τους ανθρώπους που έχουνε αυτό το πάθος για το θέατρο και γίνονται μέλη μιας ερασιτεχνικής ομάδας, δίνοντας ο,τι καλύτερο μπορούνε – εκτός από το περίσσευμα της κούρασης απ΄την επαγγελματική δραστηριότητά τους, τον κάποιο ελεύθερο χρόνο τους, την απουσία από άλλες παρέες ή την οικογένεια.
Και οι περισσότερες παραστάσεις ερασιτεχνών που έχω δει ήτανε πολύ καλές, όπως λέμε, σαν επαγγελματικές.
Παλιά ανέβαζαν έργα μας, ακόμα και μέσα στην Αθήνα, κι εμείς δεν το γνωρίζαμε.
Μάλλον από σεβασμό και ντροπή το έκαναν, για να μην τους δει ο συγγραφέας και τρομάξει.
Εδώ και χρόνια όμως πάντοτε ζητάνε την άδεια μας – κι εδώ πρέπει να τονίσω τις προσπάθειες ετών της ΕΕΘΣ για να επιβάλλει την «άδεια του συγγραφέα» , δεν είναι σωστό να ανεβαίνει ένα έργο μας στην Άρτα ή στη Θεσσαλονίκη ή στον Πειραιά και ο συγγραφέας να μην ενημερώνεται, αλλά και να μην προσκαλείται να δει την παράσταση κι αν μπορεί να πάει να παρακολουθήσει το έργο του παιγμένο από εργάτες, δικηγόρους, υπάλληλους, γιατρούς, νοικοκυρές, εκπαιδευτικούς…στους ερασιτεχνικούς θιάσους συμμετέχουν άνθρωποι από όλα τα επαγγέλματα, γιατί όλα τα επαγγέλματα τον κουράζουν σωματικά και πνευματικά και έτσι έχει ανάγκη από κάτι άλλο να ξεδώσει η ψυχούλα του…και πάει και δηλώνει παρών στην θεατρική ομάδα της γειτονιάς του, του εργασιακού του χώρου, του δήμου του, του τάδε μορφωτικού συλλόγου. Αυτό είναι που λέμε περίσσευμα ψυχής. Ο κάθε ερασιτέχνης προσφέρει στον άλλον, αλλά και στην ομάδα, ότι του έχει περισσέψει εξ αιτίας των καθημερινών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Και περνάνε ωραία!
Τελευταία, και μαζί με την άδεια του συγγραφέα, υποχρεούνται και στην καταβολή κάποιου ελάχιστου φιξ ποσού για συγγραφικά δικαιώματα Κι αυτό επίσης είναι ένα συνδικαλιστικό κατόρθωμα της ΕΕΘΣ, για την υπεράσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων του Έλληνα θεατρικού συγγραφέα.
Ο λόγος που καθιερώθηκε αυτή η μίνιμουμ αμοιβή είναι απλός και κατανοητός. Σε κάθε πόλη της Ελλάδος υπάρχει και ένας και δύο και τρεις ερασιτεχνικοί θίασοι. Ανεβάζουν κι αυτοί θεατρικά έργα όπως και οι επαγγελματικοί θίασοι. Όμως συμβαίνει το εξής: όταν π.χ. στη Λάρισα παίζεται ένα έργο μας από ερασιτεχνικό θίασο, αυτό το έργο δεν θα το ανεβάσει το ΔΗΕΘΕ της Λάρισας, το οποίο είναι υποχρεωμένο να πληρώσει τον συγγραφέα με ένα ποσό πενταπλάσιο και παραπάνω, οπότε ο συγγραφέας δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Το έργο μου «Κομμάτια και θρύψαλα» έχει στην κυριολεξία γίνει κομμάτια και θρύψαλα. Πρωτοανέβηκε το 1976 στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν και μόνο μετά από 24 χρόνια ανέβηκε για δεύτερη φορά, από τον Γιώργο Αρμένη. Όμως τόσα χρόνια, και σήμερα συνεχίζεται το ίδιο, έχει παιχτεί σε εκατοντάδες ερασιτεχνικές παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Κανείς επαγγελματικός θίασος δεν το έχει ανεβάσει ξανά, λόγω της πληθώρας των ερασιτεχνικών παραστάσεων, από τις οποίες, βέβαια, έχω πάρει κάτι…θρυψαλάκια ως δικαιώματα.
Μας τιμούν, βέβαια, πολύ που ανεβάζουν ως επί το πλείστον ελληνικά έργα, μας αγαπούν και με τις παραστάσεις τους εκπαιδεύουν και επιμορφώνουν τους συμπολίτες τους με τα δικά μας έργα. Έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη γνωριμία του έργου μας με το πανελλήνιο θεατρόφιλο κοινό.
Και γίνονται πλέον σχεδόν παντού φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου, όπου συναντούνται βουνίσιοι με νησιώτες και πρωτευουσιάνοι με ντόπιους.
Και η ΕΕΘΣ συμπαραστέκεται και βοηθάει και θεσπίζει και βραβεία.
Τον ίδιο σημαντικό ρόλο για το καλό του ελληνικού θεατρικού έργου παίζουν και οι σχολικές ή φοιτητικές παραστάσεις σε όλη την επικράτεια, με τη διαφορά ότι δεν απαιτούμε συγγραφικά δικαιώματα, μόνο να μας ενημερώνουν και να παίρνουν την άδεια μας. Και φυσικά να κάνουν όσο γίνεται καλύτερες παραστάσεις, ώστε απ΄τη μια να δικαιώνουν το έργο μας κι απ΄την άλλη να χαίρονται οι ίδιοι οι δάσκαλοι και τα παιδιά με τον έπαινο των θεατών τους.