του Νίκου Βιτσιλάκη
Φωτογραφίες: Rui Jorge, ΝΒ
Το πολυαναμενόμενο mega scooter της SYM είναι γεγονός και σας μεταφέρουμε τις πρώτες μας εντυπώσεις από την πανευρωπαϊκή του παρουσίαση στο πορτογαλικό Caramulo.
Σε μια αγορά που διευρύνεται συνεχώς και με το καταναλωτικό κοινό να γίνεται όλο και πιο απαιτητικό, η SYM κάνει τη δική της κίνηση και βρίσκεται πολύ κοντά σε ένα ρουά ματ. Το TL δημιουργεί μια νέα κατηγορία με τα χαρακτηριστικά του, καθόσον είναι το μοναδικό δικύλινδρο scooter κάτω από τα 530 κυβικά. Με χωρητικότητα 465cc και απόδοση 41Hp μπορεί κάλλιστα να βάλει στον πειρασμό αναβάτες που δεν αρκούνται στα λιγότερα κυβικά αλλά και όσους θεωρούν υπερβολικά τα περισσότερα. Για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, άλλος δεν χρειάζεται την περισσότερη ιπποδύναμη των μοντέλων με κινητήρα 530 έως 750cc και κάποιος άλλος δεν αρκείται σε αυτή των μονοκύλινδρων 300-400cc. Στον παράγοντα της τελικής επιλογής μπορούμε να προσθέσουμε και άλλες περιπτώσεις (όπως το οικονομικό, την εκάστοτε χρήση κλπ), σημασία έχει ότι το νέο Maxsym TL έχει ήδη δημιουργήσει αίσθηση και ο χρόνος θα δείξει τι μέλλει γενέσθαι. Η δική μας αίσθηση είναι πως θα συμβάλλει τα μάλλα στην αύξηση των πωλήσεων στην κατηγορία των maxi και mega scooter άνω των 350cc, μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο το μερίδιό τους στην αγορά.
Η ουσία
Το αρκτικόλεξο TL προέρχεται από τις λέξεις Twin in Line και υπονοεί τον κινητήρα του νέου Maxsym, ο οποίος είναι δικύλινδρος σε σειρά, υγρόψυκτος, οκταβάλβιδος και με 2 ΕΕΚ. Οι κύλινδροι τροφοδοτούνται μέσω ηλεκτρονικά ελεγχόμενου ψεκασμού και έχουν μεγάλη κλίση προς τα μπροστά, δίνοντας στο σύνολο μια σχεδόν οριζόντια τοποθέτηση. Μπορεί αυτή η διάταξη να μεγαλώνει το μεταξόνιο, από την άλλη όμως δημιουργεί ένα όχημα που έχει κεντρική κατανομή βάρους (50:50) και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι το ζητούμενο όταν θέλουμε να μιλάμε για σωστή οδική συμπεριφορά. Και αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο το TL διαπρέπει, αλλά για αυτό θα σας μιλήσουμε παρακάτω. Ο κινητήρας είναι τοποθετημένος στο πλαίσιο και όχι στο ψαλίδι, έχει αυτόματη μετάδοση τύπου CVT (θεωρητικά απείρων σχέσεων), με την κίνηση να περνάει μέσα από υγρό πολύδισκο συμπλέκτη. Η τελική μετάδοση γίνεται με αλυσίδα, μια λύση που παραπέμπει σε μοτοσυκλέτα και η οποία -όπως μας είπαν οι άνθρωποι της εταιρείας- είναι ζητούμενη από την πλειοψηφία των υποψήφιων αγοραστών ανά την Ευρώπη.
Αντικραδασμικός άξονας δεν υπάρχει στην παραδοσιακή του μορφή, υπάρχει όμως μια τρίτη μπιέλα και ένα μικρό κούφιο έμβολο, που αναλαμβάνουν με επιτυχία την εξάλειψη των κραδασμών. Το πλαίσιο είναι ένα ατσάλινο περιμετρικό χωροδικτύωμα και -όπως είπαμε παραπάνω- φιλοξενεί τον κινητήρα στο κέντρο του. Υπάρχει ξεχωριστό αλουμινένιο ψαλίδι, κάτι που παρέα με την τελική μετάδοση και την πίσω ανάρτηση αποπνέει μια μοτοσυκλετιστική χροιά. Και αυτό σημαίνει μεγαλύτερη ακαμψία και σωστότερη κατανομή βάρους, που με τη σειρά τους επιφέρουν καλύτερη οδική συμπεριφορά σε κάθε συνθήκη. Δεν είναι ελαφριά κατασκευή το TL στα 223 κιλά που ζυγίζει, πλην όμως το βάρος του εξανεμίζεται λόγω του πραγματικά εξαίρετου ζυγίσματός του.
Τα περιφερειακά
Ευχάριστα τα νέα στον τομέα της ανάρτησης, όπου ένα άνευ ρυθμίσεων ανεστραμμένο πιρούνι των 41mm προσφέρει διαδρομή τροχού 120mm και στα μοτοσυκλετιστικά πρότυπα δένει πάνω σε δύο πλάκες στο λαιμό του πλαισίου. Πίσω τα πράγματα ξεφεύγουν τεχνολογικά, καθώς ο κατασκευαστής έχει χρησιμοποιήσει ένα ιδιαίτερο σύστημα. Παρατηρούμε λοιπόν ένα μονό αμορτισέρ στην αριστερή πλευρά του ομολογουμένως στιβαρού ψαλιδιού, με σχεδόν οριζόντια διάταξη και με ένα μοχλικό σύστημα το οποίο στην πράξη ανταμείβει το σύνολο με μία εξαιρετικά προοδευτική λειτουργία. Στον τομέα των φρένων συναντάμε τρεις κυματιστούς (“μαργαρίτα”) δίσκους διαμέτρου 275mm, οι οποίοι ενεργοποιούνται μέσα από σωληνάκια “υψηλής” και ελέγχονται από δικάναλο ABS της γερμανικής Continental. Μπροστά υπάρχουν τετραπίστονες ακτινικές δαγκάνες, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποιος κρύβεται πίσω από την κατασκευή τους.
Εξοπλισμός
Εδώ τα πράγματα έχουν περισσότερο λιτή μορφή, καθόσον δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά και εφαρμογές που έχουμε δει στον ανταγωνισμό. Όπως για παράδειγμα traction control, οδηγικά προγράμματα, γρήγορα ρυθμιζόμενη ζελατίνα, σύστημα διασύνδεσης με κινητό, εκκίνηση χωρις κλειδί κλπ. Από την άλλη, υπάρχει μια ψηφιακή οθόνη που προσφέρει μια σειρά διαφορετικών απεικονίσεων και η οποία ελέγχεται μέσω μπουτόν στο τιμόνι. Πολύ πρακτική, αρκετά ευανάγνωστη, προσφέρει πλήθος πληροφοριών και ευκολία στη λειτουργία της. Όσον αφορά στους αποθηκευτικούς χώρους, κάτω από τη σέλα μπορεί να φιλοξενηθεί ένα full face κράνος και αρκετά μικροπράγματα, ενώ υπάρχουν και δύο ντουλαπάκια (που δεν κλειδώνουν) εκατέρωθεν του τιμονιού, με το ένα εξ αυτών (το δεξιό συγκεκριμένα) να διαθέτει θύρα USB.
H ζελατίνα ρυθμίζεται σε δύο θέσεις, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται εργαλείο και λίγα λεπτά ενασχόλησης. Στα φώτα παρατηρούμε τεχνολογία LED – DRL, με χαρακτηριστικό το “γράφημα” του πίσω φαναριού, όπου πολλά μικρά Led δημιουργούν την εικόνα μιας φλόγας. Ο αναβάτης έχει στη διάθεσή του μαρσπιέ σε δύο επίπεδα, έτσι ώστε να οδηγεί με τον τρόπο που αυτός θα επιλέγει κατά περίσταση, όπως επίσης και “μαξιλαράκι” στο πίσω μέρας της σέλας που του αναλογεί. Τέλος, ο συνεπιβάτης απολαμβάνει μια ευρύχωρη θέση, αναδιπλούμενα μαρσπιέ και πολύ πρακτικές χειρολαβές.
Η οδήγηση
Δεν κάναμε πολλά χιλιόμετρα, περίπου 100, αλλά στις συνθήκες που οδηγήσαμε αποδείχθηκαν αρκετά για να βγάλουμε μερικά πρώτα συμπεράσματα. Η σέλα είναι φαρδιά και άνετη, το τιμόνι σε σωστές γωνίες, ο πίνακας με τις ενδείξεις κάπως απόμακρος αλλά -ευτυχώς- ευανάγνωστος. Μηδενίζω τον ημερήσιο χιλιομετρητή, πιέζω μια μανέτα και πατάω τη μίζα. Ο δικύλινδρος έρχεται εύκολα στη ζωή και βγάζει έναν ήχο που προδίδει σπορ διαθέσεις. Τα πόδια σηκώνονται στα μαρσπιέ και ξεκινώντας συνειδητοποιείς πως το μεγάλο βάρος εξανεμίζεται με το καλημέρα. Κινούμενος με χαμηλές ταχύτητες σε δρόμους επαρχιακούς, στενούς, με συνεχείς στροφές και καλή άσφαλτο, εκτιμάς το ζύγισμα του TL, όλο μαζί ένα σώμα, χωρίς ελαφρώματα, κουνήματα και αστάθειες. Και όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα στο ταχύμετρο, αντιλαμβάνεσαι τη σοβαρή δουλειά που έχει γίνει και στον τομέα της ανάρτησης.
Οι ρυθμοί ανεβαίνουν, οι στροφές γίνονται πιο ανοικτές, να και μερικές μικρές ευθείες, το Maxsym στέκεται βράχος και το κράτημά του κυριολεκτικά με εκπλήσσει. Πλαίσιο και ανάρτηση συνεργάζονται άψογα και χαρίζουν οδική συμπεριφορά κορυφαίων προδιαγραφών, θα τολμούσα να πω μοτοσυκλετιστικού χαρακτήρα. Σίγουρα στην όλη καλή εικόνα συνέβαλαν και τα –ειδικά σχεδιασμένα για το TL– ελαστικά της Maxxis (ονόματι Supermaxx S3) σε διαστάσεις 120/70 μπροστά και 160/60 πίσω. Η δύναμη του κινητήρα βγαίνει στο δρόμο με πολύ προοδευτικό και γραμμικό τρόπο, σε βαθμό που αρχίζεις να αναρωτιέσαι που έχουν κρυφτεί τα 41 άλογα. Η απόκριση στο γκάζι έχει μια μικρή υστέρηση και παράλληλα μια βελούδινη αίσθηση, οι ρεπρίζ στις μικρές ταχύτητες δεν προδίδουν σπορ καταβολές, αλλά το δικύλινδρο σύνολο θα αναπτύξει τις αρετές του όταν το κοντέρ αρχίσει να δείχνει από 80-90km/h και πάνω.
Εκεί “παίρνει φόρα” και σε συνδυασμό με την πολύ καλή αεροδυναμική προστασία του TL προσφέρει υψηλές μουαγιέν, ότι πρέπει για ταξιδάκια δηλαδή. Δεν κινηθήκαμε πολύ σε εθνικό δίκτυο, προσωπικά πρόλαβα να δω ένδειξη (κοντερίσια) στα 160Km/h, αλλά πιστεύω ότι χαλαρά θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 170. Όλα αυτά μεταφράζονται σε αβίαστη και άνετη μετακίνηση για δύο άτομα σε ταχύτητες 120-130Km/h και για πολλές ώρες. Το χάρισμα των δύο κυλίνδρων βρίσκεται ακριβώς εδώ. Και το καλό είναι πως η μετάδοση δεν ακούγεται, απόλυτη ησυχία επικρατεί από πλευράς μηχανικών θορύβων, όλα σε ωθούν να οδηγείς και να το χαίρεσαι. Τέλος, στον τομέα των φρένων παρατήρησα ότι δούλευαν μια χαρά σε χαμηλές/μέσες ταχύτητες και πως απαιτούσαν αρκετή δύναμη για να επιβραδύνουν το σύνολο από τα “πολλά”. Η αίσθησή τους ήταν κάπως “ξερή”, ενώ και το ABS αποδείχτηκε κάπως ευαίσθητο.
Τιμή και ανταγωνισμός
Το Maxsym TL θα αρχίσει να διατίθεται στη χώρα μας τον ερχόμενο Ιανουάριο και θα κοστίζει περί τα 7.200-7.400 ευρώ. Οι δικύλινδροι “αντίπαλοί” του κοστίζουν αρκετά παραπάνω (BMW C 650 Sport από 12.350€, Honda Integra 750 10.500€, Kymco AK 550 9.595€, Yamaha Τ-Μax 530 από 11.900€), ενώ οι αντίστοιχοι μονοκύλινδροι βρίκονται (από φθηνότερο σε ακριβότερο) στα 6.735€ (Kymco Χciting S 400), 6.995€ (BMW C 400 X), 7.300€ (Yamaha Χ-Max 400) και 8.100€ (BMW C 400 GT). Άρα, τοποθετείται κάπου στη μέση όσον αφορά στα 400ρια της αγοράς και αρκετά χαμηλότερα όσον αφορά στα μεγαλύτερου κυβισμού και ιπποδύναμης μοντέλα του ανταγωνισμού. Η SYM δηλώνει πως το νέο TL απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε δραστήριους άνδρες ηλικίας 30-50 ετών, σημερινούς ιδιοκτήτες μονοκύλινδρων scooter 300-400cc. Σε αναβάτες που αγαπούν τη μοτοσυκλέτα και ψάχνουν κάτι δυναμικό με σπορ εμφάνιση και χαρακτηριστικά, που όμως να μη στοιχίζει μια μικρή περιουσία. Στην ιστοσελίδα της αντιπροσωπείας μπορείτε να δείτε περισσότερες πληροφορίες, χρώματα του μοντέλου κλπ.
Εξοπλισμός αναβάτη
Για τις ανάγκες της οδήγησης η εταιρεία tzortzopoulos.gr μου διέθεσε τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ένα κράνος full face της Shoei (GT Air II), ένα τζάκετ της IXS (Blade) και ένα ζευγάρι γάντια της ίδιας φίρμας (Glasgow). Θα σταθώ περισσότερο στο κράνος, το οποίο με εντυπωσίασε με την ποιότητα υλικών και την απόλυτα αεροδυναμική του σχεδίαση, λέγοντας απλά και ξεκάθαρα πως μάλλον είναι ότι το καλύτερο έχω φορέσει στο κεφάλι μου μέχρι στιγμής. Μπουφάν και γάντια ήταν ομοίως κορυφαίων προδιαγραφών και αποδείχθηκαν ιδιαίτερα μελετημένα σε όλα τους. Σωστή εφαρμογή, δεν ασχολήθηκα μαζί τους και αυτό σημαίνει πως έκαναν σωστά τη δουλειά τους.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κινητήρας |
465cc, τετράχρονος, δικύλινδρος, υγρόψυκτος, 2ΕΕΚ, 8βάλβιδος, τροφοδοσία με ηλεκτρονικό ψεκασμό |
Ισχύς |
41Hp/6.750rpm |
Ροπή |
42,5Nm/6.250rpm |
Ανάρτηση |
Ανεστραμμένο πιρούνι 41mm και μονό αμορτισέρ με μοχλικό και ρύθμιση στην προφόρτιση ελατηρίου |
Φρένα |
Τρεις δίσκοι 275mm – δικάναλο ABS – ακτινικές τετραπίστονες δαγκάνες μπροστά |
Τροχοί |
120/70 μπροστά, 160/60 πίσω, αλουμινένιες ζάντες 15” |
Μεταξόνιο |
1.543mm |
Υψος σέλας |
795mm |
Ρεζερβουάρ |
13lt |
Βάρος |
223kg (πλήρες υγρών) |