Θάνος Ξυδόπουλος
Ενώ ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω ενός συνδυασμού θετικών αλλαγών στον τρόπο ζωής και φαρμακευτικής αγωγής, είναι επίσης δυνατό τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα που ορίζουν το διαβήτη να επανέλθουν στο φυσιολογικό μέσω σημαντικών περιορισμών σε θερμίδες και απώλειας βάρους.
Μια έντονη δίαιτα χαμηλών θερμίδων με συνολική ημερήσια πρόσληψη 700 θερμίδων για 8 εβδομάδες έχει συσχετισθεί με ύφεση σε σχεδόν εννέα στους δέκα ανθρώπους με πρόσφατα διαγνωσμένο διαβήτη και στους μισούς ανθρώπους με μακροχρόνια ασθένεια.
Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για εάν το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί από άτομα που υποβάλλονται σε λιγότερο εντατικές παρεμβάσεις, οι οποίες είναι πιο εφικτές και ενδεχομένως κλιμακούμενες στον ευρύτερο πληθυσμό.
Mια ομάδα ερευνητών του University of Cambridge μελέτησε στοιχεία από τη μελέτη ADDITION-Cambridge, μια μελέτη 867 ατόμων με νεοδιαγνωσμένο διαβήτη ηλικίας 40-69 ετών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 257 συμμετέχοντες (30%) είχαν απαλλαχθεί από την ασθένεια μετά από πενταετή παρακολούθηση. Οι άνθρωποι που πέτυχαν απώλεια βάρους 10% ή περισσότερο κατά τα πρώτα πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση ήταν πάνω από δύο φορές πιο πιθανό να εισέλθουν σε ύφεση σε σύγκριση με άτομα που διατηρούσαν το ίδιο βάρος.
“Γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό ότι είναι δυνατόν να στείλουμε το διαβήτη σε ύφεση με αρκετά δραστικά μέτρα, όπως εντατικά προγράμματα απώλειας βάρους και ακραίους περιορισμούς θερμίδων”, είπε η Δρ. Hajira Dambha-Miller από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας. “Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να είναι πολύ δύσκολες. Αλλά τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από τον διαβήτη για τουλάχιστον πέντε χρόνια, με μια μικρότερη απώλεια βάρους κατά 10%. Αυτό είναι πιο εφικτό για πολλούς ανθρώπους”.
Ο επικεφαλής της μελέτης Simon Griffin του Τμήματος Επιδημιολογίας του University of Cambridge πρόσθεσε: «Αυτό ενισχύει τη σημασία της διαχείρισης του βάρους, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω αλλαγών στη διατροφή και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. αλλά όπως δείχνει η μελέτη μας, μπορεί να ελεγχθεί και να αντιστραφεί”.