Και αίφνης σιωπή εκεί στα ριζά του τείχους της εκκλησίας των Βλαχερνών. Ο μυχός του Κερατίου ήταν θολός στο λυκαυγές. Απέναντι η συνοικία των Λατίνων και των Εβραίων εκεί που αργότερα θα απλωνόταν το Πέρα, κανείς δεν είχε κοιμηθεί. Γενοβέζοι και Βενετσιάνοι , είχαν κλειστεί στα σπίτια τους ή είχαν προτιμήσει τον εσωτερικό περίβολο του τείχους. Ακόμη και τα πορνεία ήταν ερμητικά κλειστά. Ο χρόνος σταμάτησε ,όπως πάντα, όταν γράφεται με κόκκινο μελάνι από αίμα η Ιστορία.
Ο κύκλος είχε συμπληρωθεί μετά από 1000 χρόνια. Η σελίδα θα γύριζε για τα καλά εκείνο το πρωϊνό. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τις επιπτώσεις. Ούτε οι καταταλαιπωρημένοι φαντάροι που ξαπόσταιναν για λίγο ξαπλωμένοι σε κάποιο πλάτωμα πάνω στις πολεμίστρες ούτε οι γυναίκες που τα χείλια τους έτρεμαν από το φόβο έτσι όπως ήταν κουλουριασμένες στα κελάρια των σπιτιών τους, ούτε οι παπάδες με τα ξόρκια τους.
Εκείνο το πρωινό η Ιστορία έπαιξε ένα από τα αγαπημένα της παιγνίδια. Έβαλε τους τίτλους τέλους σε μια χρονική περίοδο που σύμφωνα με τους κανόνες της, θα έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσει. Στην Ιστορία δεν υφίσταται η έννοια του αιώνιου, πώς άλλωστε θα το δικαιολογούσε.
Η οξεία κραυγή έκρυβε μέσα της τον πόνο και την αγωνία μαζί με τον τρόμο μπροστά στα μελλούμενα. Δεν ήταν ένα απλό γεγονός. Ήταν μία κοσμογονική αλλαγή. Αυτό που για όλους ήταν δεδομένο, ο τρούλος της Μεγάλης Εκκλησιάς, το τείχος του Θεοδοσίου, οι στύλοι του Ιπποδρόμου, οι αυλές του Μεγάλου Παλατιού, όλα αυτά τα σύμβολα ισχύος ,πλούτου και κυριαρχίας , θα κείτονταν πια χάμω, πέτρες και σκόνη ανακατωμένα , ερείπια με σκελετωμένες μορφές να ψάχνουν για ένα δείγμα παλιάς δόξας. Οι καιροί άλλαζαν. Η «Γαληνοτάτη» βασίλευε στις θάλασσες του Λεβάντε. Οι κληρονόμοι του Οσμάν είχαν εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στη Προύσα και την Αδριανούπολη. Η Θεσσαλονίκη είχε πέσει στα χέρια του Μουράτ. Ο Βαγιαζήτ έπαιρνε το σκήπτρο του Σουλτάνου στο πεδίο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου . Ο άλλος, ο Φατίχ, γιος της Ρωμιάς , βιαζόταν να αναρριχηθεί στις σελίδες της Ιστορίας. Ήταν η σειρά της και το θηλυκό μυαλό της το ήξερε αφού το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.
Η κραυγή ξέσκισε τα σωθικά της. Πήρε ανθρώπινη μορφή η πέτρα και έγινε σκιά που σκαρφάλωνε πάνω στους σωρούς των ερειπίων. Με τα διάφανα νύχια της ξέσκιζε τα άσαρκα μάγουλά της. Δεν ήταν θρήνος. Ήταν αποδοχή του τετελεσμένου . Ο κύκλος είχε κλείσει. Εάλω η Πόλις είπε αχνά και η σκιά ξεψύχησε εκεί στα ριζά του αγιάσματος των Βλαχερνών. Ο ήλιος, ούτε καν αυτός είναι αιώνιος, ανέτειλε κανονικά και εκείνη την ημέρα στις 29 του Μάη του 1453.