Ένα κείμενο στο οποίο αναφέρονται στον Επαναστατικό Αγώνα, στις δράσεις της οργάνωσης και στις διώξεις που έχουν υποστεί δημοσιοποίησαν οι Πόλα Ρούπα και Νίκος Μαζιώτης.
Το κείμενο
Από το 2012 οπότε ήμαστε καταζητούμενοι από το κράτος και μέσα σε μια καθοριστικής σημασίας περίοδο για τη χώρα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί μέσω των ΜΜΕ συνέδεαν κάθε ένοπλη –πολιτική ή μη– δραστηριότητα με τον Επαναστατικό Αγώνα και με εμάς προσωπικά. Δράσεις άλλων οργανώσεων και σειρά ληστειών σε τράπεζες παρουσιάζονταν από τα ΜΜΕ, προβάλλοντας παράλληλα, τα πρόσωπά μας και καταλογίζοντας σε εμάς αυτές τις δραστηριότητες. Διαμορφώνοντας ένα δίχτυ πίεσης προς εμάς, το κράτος προχώρησε και στην επικήρυξή μας με 2 εκατομμύρια ευρώ.
Είναι γνωστό και δεδομένο –ακόμα και για τους ίδιους τους διωκτικούς μηχανισμούς– ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα και οι δικές μας επιλογές αγώνα είναι ό, τι έχουμε αναλάβει και υπερασπιστεί δημόσια ενώ δεν έχουμε αφήσει καμία πολιτική διάσταση στη δράση της οργάνωσής μας χωρίς να έχουμε αναδείξει την πολιτική σημασία της, να την έχουμε υπερασπιστεί και να την υπερασπιζόμαστε διαρκώς. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Και επίσης, έχει καταγραφεί δημόσια και με κάθε τρόπο ότι όχι μόνο υπερασπιστήκαμε στο ακέραιο και τιμήσαμε όλες τις ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα και τον σημαντικό διαχρονικό πλέον πολιτικό του ρόλο στον αγώνα και στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, αλλά περιφρουρήσαμε και περιφρουρούμε πολιτικά την οργάνωσή μας από κάθε απόπειρα αλλοίωσης του νοήματός της και των πολιτικών στόχων της, από κάθε απόπειρα υπονόμευσής της, από όπου κι αν αυτή προέρχεται. Ο λόγος που μια οργάνωση όπως ο Επαναστατικός Αγώνας και εμείς προσωπικά επιλέξαμε τις συγκεκριμένες μορφές δράσης και όχι άλλες, επιλέξαμε αυτή την πολιτική ανάλυση και όχι άλλη, είναι ο ίδιος που γέννησε τον Επαναστατικό Αγώνα, μια πολιτική οργάνωση με συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, συγκεκριμένη στρατηγική, συγκεκριμένη αποστολή, συγκεκριμένους στόχους. Τέλος –και αυτό είναι πολύ σημαντικό– πρόκειται για μια πολιτική και ηθική επιλογή αγώνα και ζωής.
Οι προσπάθειες του κράτους να ‘‘χτίσει’’ ένα πολιτικό προφίλ για εμάς όπου για οτιδήποτε γίνεται, είμαστε εμείς πίσω από αυτό, αποκρυσταλλώθηκε –ύστερα από επίμονες προσπάθειες πέντε χρόνων– σε μια δίκη όπου ο Επαναστατικός Αγώνας προβάλλεται ως η ‘‘ομπρέλα’’ κάτω από την οποία πραγματοποιήθηκε ένας αριθμός ληστειών τραπεζών σε τράπεζες, ενέργειες οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με τον Επαναστατικό Αγώνα. Στη δίκη αυτή που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, κατηγορείται ο Νίκος Μαζιώτης ότι συμμετείχε σε μία από αυτές.
Όμως το κράτος και οι μηχανισμοί καταστολής δεν σταμάτησαν σε αυτή τη δίκη καθώς η ιδιαίτερη ‘‘προτίμησή’’ τους σε εμάς και η διαχρονική τάση τους να ‘‘βλέπουν’’ ‘‘συνδέσεις και διασυνδέσεις’’ δικές μας και του Επαναστατικού Αγώνα με άλλα γεγονότα, πράξεις και επιλογές, μας συμπεριέλαβε ακόμα και μετά τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα στο ‘‘κάδρο’’ ερευνών άλλων υποθέσεων και –για μια ακόμα φορά– πίσω από ένοπλες επιθέσεις.
Έχουμε δημοσιοποιήσει τόσο από κοινού όσο και η Π. Ρούπα από μόνη της κείμενα με τα οποία καταθέτουμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση με όλα όσα μέσω των ΜΜΕ μας καταλογίζει το κράτος. Και έχει καταγραφεί ιστορικά ότι είμαστε η μοναδική περίπτωση που το κράτος έχει επιδείξει τέτοια μέριμνα στις προσπάθειές του να στήσει κατηγορητήρια σε δημόσια προβολή με βάση πολιτικές σκοπιμότητες και μόνο, ενώ αναζητά εκ των υστέρων ενδείξεις για να πιέσει ώστε να γίνουν πράξη νέες διώξεις και δίκες. Είναι σαν να θέλουν να μας κρατούν συνεχώς υπό ένα καθεστώς ισόβιας δίωξης.
Είναι όμως δυνατόν κάθε δημόσια επιχείρηση διασύνδεσής μας με κάποια άσχετη με εμάς υπόθεση να καταλήξει σε δίωξη; Η μεθοδολογία των κατασταλτικών μηχανισμών είναι….τμηματική. Πριν στηθεί η δίωξη για τις ληστείες τραπεζών που έγινε υποτίθεται, ‘‘υπό την ομπρέλα του Επαναστατικού Αγώνα’’, είχε προηγηθεί η προσπάθεια σύνδεσης ατόμου άσχετου με την οργάνωσή μας, με δραστηριότητες του Επαναστατικού Αγώνα (πρόκειται για 2 απαλλοτριώσεις τραπεζών), η οποία δίωξη στο πρώτο δικαστήριο κατέληξε στην καταδίκη του για συμμετοχή στην οργάνωση. Αυτή η δίωξη ήταν ο ‘‘συνδετικός κρίκος’’ όπου διαμορφώθηκε στη συνέχεια η αλυσίδα της δίωξης σειράς άλλων ανθρώπων για συμμετοχή στον ‘‘Επαναστατικό Αγώνα’’, μέσω της ‘‘συμμετοχής τους σε ληστείες τραπεζών’’, όπως τους κατηγορούν, και αποτέλεσε τη βάση για να αναχθεί ο Επαναστατικός Αγώνας ως η ‘‘ομπρέλα’’ κάτω από την οποία έγιναν αυτές οι ληστείες. Συνεπώς όταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί δεν καταφέρνουν να στήσουν μια κι έξω μια νέα δίωξη, προχωρούν … κλιμακωτά.
Ενώ λοιπόν το 2017 που έγινε η σύλληψη της Πόλας Ρούπα γίνονται προσπάθειες να της αποδοθεί ο ρόλος του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από σχεδόν όλες τις ένοπλες επιθέσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια ακόμα αποκρυστάλλωση αυτής της πολιτικής των κατασταλτικών μηχανισμών μέσα από μια νέα δίκη, που ξεκινάει στις 20/9, όπου εκδικάζονται ταυτόχρονα δυο δικογραφίες, δυο διαφορετικές υποθέσεις.
Στη μία υπόθεση –την επονομαζόμενη σύμφωνα με το κατηγορητήριο ‘‘υπόθεση Γιαγτζόγλου’’–, η Πόλα Ρούπα κατηγορείται για μια πλαστογραφία ταυτότητας. Η κατηγορία από μόνη της είναι σαφώς πολύ μικρής ποινικής σημασίας. Πλην όμως έχει πολιτική σημασία που υπαγορεύεται από όσα προαναφέραμε. Η Πόλα Ρούπα κατά το κατηγορητήριο πάντα, παρουσιάζεται ότι έφτιαξε την ταυτότητα με την οποία ενοικιάστηκε διαμέρισμα που σχετίζεται με την υπόθεση που προαναφέραμε.
Το διαμέρισμα αυτό, ό, τι περιείχε και ότι αφορά στην υπόθεση αυτή, τόσο σχετικά με τις πράξεις όσο και με τα πρόσωπα, έχει δηλώσει δημόσια και η Ρούπα κατά το παρελθόν, ότι δεν σχετίζονται με την ίδια και ούτε θα μπορούσαν. Και παρόλο που όπως είπαμε πριν, η κατηγορία είναι πολύ μικρής σημασίας, υποφαίνεται η ρητώς με όλους τους τρόπους προδιάθεση του κράτους να ανοίξει ένα ακόμα ‘‘κανάλι’’ διασύνδεσής μας με άσχετες με εμάς υποθέσεις. Με κεντρικό ζητούμενο πάντα να συντηρείται εσαεί η κεντρική εικόνα που δομείται για εμάς στην εγχώρια ‘‘σκηνή’’ της ένοπλης (με όλους τους όρους και τρόπους και όχι μόνο πολιτικά) δράσης. Και αν δεν είναι δυνατό ακόμα και για τα πιο ‘‘ζωηρά σε φαντασία’’ μυαλά της ΔΑΕΕΒ να μας θέσουν στο επίκεντρο μιας υπόθεσης, η σύνδεσή μας με κάθε τρόπο –έστω και υπό τον ποινικό χαρακτήρα μιας πλαστογραφίας– είναι καλύτερο από το τίποτα.
Στην ίδια υπόθεση συγκαταλέγονται επίσης, πρακτικές με άλλους ποινικούς κατηγορούμενους, με τις οποίες και οι πλέον φανατικοί αντίπαλοί μας στον κρατικό μηχανισμό γνωρίζουν ότι δεν θα μπορούσαμε να σχετιζόμαστε. Και γι’ αυτό τα δημοσιεύματα που έθεταν το Νίκο Μαζιώτη στο επίκεντρο χρηματοδοτήσεων από ποινικούς στο πλαίσιο παραεμπορίου μέσα στις φυλακές, σύμφωνα πάντα με δημοσιογράφους, τα οποία πραγματικά δημοσιογραφικά κοράκια έφτιαχναν καθ’ υπόδειξη των κατασταλτικών μηχανισμών καταστολής, ήταν κατά συνείδηση ψευδώς κατασκευασμένα και αμιγώς με συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα, αυτή της σπίλωσής μας πλέον για την οποία αντιδράσαμε άμεσα και έντονα με δημόσιο κείμενο. Και αυτό ενώ πιστεύουμε ακράδαντα, ότι τόσο στη ΔΑΕΕΒ όσο και σε πολιτικούς κύκλους του κράτους γνώριζαν πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. Όμως ο στόχος τους είμαστε εμείς.
Η δεύτερη υπόθεση που συνεκδικάζεται την ίδια ημερομηνία είναι μια νέα δίωξή μας για προμήθεια, κατοχή, κατασκευή εκρηκτικών από το 2014 έως το καλοκαίρι του 2017 περίοδο κατά την οποία ο Νίκος Μαζιώτης ήταν κρατούμενος όλο αυτό το χρονικό διάστημα ενώ η Πόλα Ρούπα ήταν ήδη μισό χρόνο στη φυλακή.
Το υποτιθέμενα εκρηκτικά (λέμε ‘‘υποτιθέμενα’’, γιατί αναφέρεται στην δικογραφία ότι πρόκειται για λίπασμα νιτρικής αμμωνίας με ίχνη πετρελαίου, το οποίο θεωρητικά συνιστά τη βάση για την κατασκευή ANFO πλην όμως η ίδια η πραγματογνώμονας που ανέλυσε τα υλικά αυτά, δηλώνει πως δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν είναι λειτουργικά· και για την συγκεκριμένη περίπτωση συνεπώς, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν πρόκειται καν για εκρηκτικά), ανακάλυψε η αστυνομία σε ένα εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο (!) και τεθήκαμε αμέσως ως κατηγορούμενοι.
Αυτή η υπόθεση πέραν της σαθρότητας της ίδιας της κατηγορίας (αφού πρόκειται για εκρηκτικά που δεν είναι εκρηκτικά) έχει χαρακτήρα κοινό με όσα προαναφέρουμε, δηλαδή να μας κρατούν υπό ένα καθεστώς συνεχών διώξεων με κάθε αφορμή. Αφενός λοιπόν, αν μιλάμε για κατοχή εκρηκτικών, χώροι υπήρχαν όσο η Π. Ρούπα ήταν ελεύθερη ώστε να μην πετιούνται σε εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα στους δρόμους, αφού μιλάμε για ‘‘κατοχή’’ από το 2014. Αφετέρου αυτή η δίωξη, αν την ήθελαν τόσο πολύ να την κάνουν, γιατί κατηγορούν και τον Νίκο Μαζιώτη ενώ ήταν στη φυλακή από την ίδια χρονιά που ξεκινάει η υποτιθέμενη κατοχή των συγκεκριμένων υλικών; Και γιατί μας κατηγορούν από κοινού με αυτή την κατηγορία ενώ είμαστε στη φυλακή; Και το πιο καίριο όλων των ερωτημάτων, γιατί αφού θέτουν τον Ν. Μαζιώτη ως συγκατηγορούμενο γι’ αυτά τα ‘‘εκρηκτικά’’, δεν τον κατηγόρησαν επίσης, και για τα εκρηκτικά και τα όπλα που βρέθηκαν κατά τη σύλληψη της Ρούπα και για τα οποία η ίδια αποδέχτηκε ότι υπήρχαν στα πλαίσια των υλικών αναγκών της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και της δικής της;
Και το τελευταίο ερώτημα είναι το εξής: Γιατί, αφού αρχικά η υπόθεση αυτή ήταν ενσωματωμένη στην δικογραφία για την απόπειρα απόδρασης που επιχείρησε η Πόλα Ρούπα με ελικόπτερο και για τη σύλληψή της, αφαιρέθηκε στη συνέχεια από εκεί και τοποθετήθηκε να συνεκδικαστεί με την υπόθεση που προαναφέραμε (υπόθεση Γιαγτζόγλου);
Σίγουρα δεν πρόκειται για πρακτικής φύσεως ερωτήματα, αλλά για ερωτήματα που η απάντησή τους βρίσκεται στη συνολική στρατηγική που ακολουθεί το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί εναντίον μας και εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα. Και αυτή η στρατηγική που αναλύσαμε προηγουμένως, στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται με τη ‘‘συγκόλληση’’ υποθέσεων έκδηλα άσχετων μεταξύ τους στην προοπτική της σμίλευσης του μοντέλου της ‘διασύνδεσης’’ με τη χρήση αυτή τη φορά των …. εντυπώσεων. Με δύο λόγια, πρόκειται για μια στρατηγική που βασίζεται στη φαινομενικότητα και ούτε καν στις ενδείξεις. Αν μη τι άλλο στη δική μας ιστορία, ομολογουμένως, οι διωκτικές και δικαστικές καινοτομίες δεν είναι λίγες.
Η συνεκδίκαση αυτής της ‘‘κατοχής εκρηκτικών’’ με την απόπειρα απόδρασης δεν θα εξυπηρετούσε την ανάγκη του κράτους να κατασκευάσει την εικόνα με βάση την οποία ‘‘και μέσα από τη φυλακή εξακολουθούν να κατέχουν εκρηκτικά’’, αφού αυτό θα ‘‘σκόνταφτε’’ μεταξύ άλλων και στο έτερο ερώτημα, δηλαδή γιατί δεν κατηγόρησαν και τον Ν. Μαζιώτη ότι κατείχε και αυτός (μέσα από τη φυλακή) από κοινού όλα τα εκρηκτικά και τα όπλα που βρέθηκαν κατά τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα.
Το κατηγορητήριο αυτό συνιστά μια εκβιαστική θα λέγαμε προσπάθεια του κράτους να δώσει συνέχεια και διάρκεια στις διώξεις εναντίον μας ενώ είμαστε κρατούμενοι, με απώτερο στόχο να διασφαλίσει ότι θα μείνουμε εγκλωβισμένοι στην εικόνα που το κράτος θέλει να διατηρεί για εμάς, αυτή των ανθρώπων που ‘‘είτε έξω είτε μέσα από τη φυλακή κινούν ή σχετίζονται με υποθέσεις, πολιτικές και μη, κάθε είδους’’. Μια εικόνα που το βοηθά να μας θέσει και εμπόδιο στην προοπτική της αποφυλάκισής μας στο μέλλον.
Σε ποια άλλη περίπτωση φυλακισμένου για ένοπλη δράση γίνονται ολόκληρα ρεπορτάζ στα
ΜΜΕ εναντίωσης στην προοπτική αποφυλάκισής του και ενώ αυτή η προοπτική προσδιορίζεται σε δυο τουλάχιστον, χρόνια αργότερα; Αυτό έγινε με το Νίκο Μαζιώτη. Ξεκίνησε εν μέσω αντιδράσεων για τη χορήγηση αδειών σε ‘‘τρομοκράτες’’ και με τον πρώην υπουργό Δημόσιας Τάξης, Κικίλια –μεταξύ άλλων πολιτικών παραγόντων– να δηλώνει τη βαθιά δυσαρέσκειά του για την επικείμενη –και σε δύο χρόνια αργότερα (!)– αποφυλάκιση του Νίκου Μαζιώτη. Και συνεχίστηκε με αποκλειστικά για αυτόν ρεπορτάζ ‘‘διαμαρτυρίας’’ για την πιθανότητα να του δοθεί άδεια και να αποφυλακιστεί ‘‘κάποια στιγμή στο μέλλον’’(!).
Για την εξαίρεση των πολιτικών κρατουμένων από τις προϋποθέσεις για την υφ’ όρους απόλυση που ισχύουν για όλους τους κρατουμένους, για την εξαίρεσή τους από τη δυνατότητα χρήσης των ευνοϊκών ημερών εργασίας που επίσης, ισχύει για όλους τους κρατούμενους, καθώς και για την εξαίρεσή τους από την δυνατότητα να πάρουν άδεια και το δικαίωμα να διεκδικήσουν την εφαρμογή του άρθρου 110 του νέου Ποινικού Κώδικα για την έκτιση μέρους της ποινής κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση, έχει εξαγγείλει η νέα κυβέρνηση τις ανάλογες τροποποιήσεις στο νέο Ποινικό Κώδικα και την επιβολή ειδικής νομοθεσίας ώστε να εξαιρεθούμε απ’ όλα τα παραπάνω. Και όλο αυτό το μένος της κυβέρνησης αφορά στην πραγματικότητα 3-4 κρατούμενους, αφού πολιτικοί κρατούμενοι έχουμε απομείνει ελάχιστοι στις φυλακές. Συνεπώς πρόκειται για φωτογραφικές διατάξεις. Και σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, η νομοθέτηση για συγκεκριμένα πρόσωπα αντίκειται στο ‘‘αντικειμενικό δίκαιο’’ –έτσι όπως θέλουν νομοθέτες και δικαστικοί να το χαρακτηρίζουν– και συνεπώς είναι παράνομη.
Όσον αφορά πάλι το Νίκο Μαζιώτη, είναι επίσης, αξιοσημείωτο ότι δεν ήταν λίγες οι αναφορές στην ποινή που του επέβαλε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην ΤτΕ (ΕΚΤ) και το ΔΝΤ, η οποία ποινή προς λύπη πολλών στον κρατικό μηχανισμό δεν ήταν ισόβια κάθειρξη. Και ενώ πρόκειται για μια ποινή (αυτή των ισοβίων) η οποία ήταν, καθ’ ομολογία πολλών ειδικών επί νομικών ζητημάτων, αναντίστοιχη με την συγκεκριμένη πράξη και τον τρόπο που έγινε. Όπως επίσης, ήταν κοινή συνείδηση πως πρόκειται για μια ποινή που η επιβολή της απαιτούσε ισχυρά πολιτικά κίνητρα, δηλαδή τη δεδομένη απόφαση του εκάστοτε δικαστή να εκδικηθεί πολιτικά τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και συγκεκριμένα να εκδικηθεί γι’ αυτή την επίθεση ενάντια στην τρόικα, η οποία ήταν σαφές στον καθένα πως ήταν μια δυναμική πολιτική απάντηση στις εκτρωματικές Δανειακές Συμβάσεις, στα ‘‘μνημόνια’’ και τις πολιτικές κοινωνικής ευθανασίας που επιβλήθηκαν από το ’10 και μετά. Να εκδικηθεί πολιτικά τον Επαναστατικό Αγώνα και εμάς (η ίδια ποινή των ισοβίων επιβλήθηκε στην Πόλα Ρούπα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την ίδια ενέργεια) για την άρνησή μας να παραδοθούμε και να συνεχίσουμε τη δράση της οργάνωσης. Να εκδικηθεί τέλος, την επιλογή μας για ανατρεπτική δράση σε μια περίοδο γενικευμένης ηττοπάθειας και παραίτησης απέναντι στις πιο σκληρές πολιτικές κοινωνικής αφαίμαξης που έχουν επιβληθεί ποτέ στον τόπο, να πολεμήσει την προοπτική της κοινωνικής Επανάστασης. Με δυο λόγια, να επιτελέσει μια διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία εκτελεστική εξουσία βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό της υπερεθνικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ.
Για να γίνει πράξη αυτός ο στόχος της μέγιστης δυνατής πολιτικής εκδίκησης μέσω της επιβολής της ποινής των ισοβίων, αξιοποιήθηκε στο έπακρο το άρθρο 270 που υπήρχε στον παλιό ποινικό κώδικα το οποίο ήταν χουντικής έμπνευσης με σαφή τότε πολιτικό στόχο να αντιμετωπίσει το καθεστώς εκείνο την αντίσταση στη χούντα των Συνταγματαρχών που εκδηλωνόταν με βομβιστικές επιθέσεις. Η σύγχρονη εφαρμογή στην πιο ‘‘ακραία του διάσταση’’ αυτού του άρθρου’’, έγινε στην δικιά μας περίπτωση και ειδικά στην μεγάλη αντιμνημονιακή επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα ενάντια στην τρόικα το 2014 με την τοποθέτηση βόμβας στην ΤτΕ, το παράρτημα στην Ελλάδα της ΕΚΤ, και το ΔΝΤ που στεγαζόταν στο ίδιο κτίριο, σε δυο δηλαδή εκ των τριών θεσμών που απαρτίζαν την τρόικα.
Η ‘‘φροντίδα’’ να δικαζόμαστε με βάση μετέωρες υποθέσεις, υποθέσεις που εκβιάζονται να γίνουν δικογραφίες και δίκες, οι οποίες όμως χρησιμεύουν για την ανάδειξη εντυπώσεων για εμπλοκή μας σε ξένες προς εμάς υποθέσεις, όπως είναι η κατηγορία της Πόλας Ρούπα στη δίκη της 20ης/9 και η συγκόλληση της έτερης ‘‘υπόθεσης’’ περί ‘‘κατοχής εκρηκτικών’’ ενώ είμαστε στη φυλακή στην ίδια ξένη προς τον Επαναστατικό Αγώνα δίκη, εξυπηρετεί μια μακροχρόνια προσπάθεια του καθεστώτος να αντιμετωπίσει τον Επαναστατικό Αγώνα και εμάς. Παράλληλα όμως η ‘‘υπόθεση’’ της ‘‘κατοχής εκρηκτικών’’ που συνεκδικάζεται στις 20/9 η οποία διαμορφώθηκε με την προηγούμενη κυβέρνηση, ‘‘έτυχε’’ να είναι σύγχρονη με την προσπάθεια της κυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ να επιβάλει το Νέου Σωφρονιστικό Κώδικα –ο οποίος τελικά, κατέληξε στα ‘‘συρτάρια’’ και δεν προχώρησε– όπου υπήρχε το γνωστό άρθρο 11 για την επαναφορά των φυλακών τύπου Γ΄ με την αναφορά μεταξύ άλλων σε όσους ‘‘διαπράττουν εγκλήματα του 187Α’’ ενώ είναι κρατούμενοι, οι οποίοι θα κατέληγαν να κρατούνται με τους όρους που επιφυλάσσουν οι τύπου Γ΄ φυλακές. Υπό αυτό το πρίσμα δίνεται μια ακόμα εξήγηση τόσο για τη δημιουργία της ‘‘υπόθεσης’’ περί ‘‘κατοχής εκρηκτικών’’ ενώ είμαστε κρατούμενοι όσο και για την απομάκρυνση της υπόθεσης αυτής από τη δίκη για την απόπειρα απόδρασης, όπου σε αυτή θα αναδεικνυόταν πιο εύκολα πόσο έωλη και τεχνητή είναι η συγκεκριμένη κατηγορία.
Εν κατακλείδει η δίκη αυτή εξυπηρετεί την πολιτική και ποινική ‘‘αποστολή’’ να προσπαθήσει να διαμορφώσει μια ποινική βάση που θα μπορεί να εδραιωθεί –όσο αυτό είναι δυνατό, δεδομένων και των έωλων κατηγορητηρίων– η άποψη που προωθούσαν και προωθούν για εμάς οι διωκτικοί μηχανισμοί και τμήμα της εκτελεστικής εξουσίας μέσω της προπαγάνδας τους στα ΜΜΕ, ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα και η δική μας ‘‘διαπερνά’’ τα τείχη των φυλακών, ‘‘διαχέεται’’ και ‘‘καθορίζει’’ άλλες οργανώσεις και πρακτικές αλλότριες προς την οργάνωση και τις επιλογές μας. Επίσης, εξυπηρετεί και την ‘‘αποστολή’’ του κράτους να διαμορφώσει ένα πλαίσιο καταστολής γύρω από εμάς με κεντρικό στόχο τη μέγιστη δυνατή κράτησή μας στις φυλακές.
Εμείς από τη μεριά μας θα συνεχίσουμε, όπως κάνουμε πάντα, να υπερασπιζόμαστε τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και τις επιλογές αγώνα μας και να τις περιφρουρούμε πολιτικά, να περιφρουρούμε τον ίδιο μας τον εαυτό, από τις πάσης φύσεως κρατικές μεθοδεύσεις που χρησιμοποιούνται ως όπλα του κράτους εναντίον μας.
Πόλα Ρούπα – Νίκος Μαζιώτης
μέλη του Επαναστατικού Αγώνα