Το πρόγραμμα της μεξικανικής κυβέρνησης για την προστασία δημοσιογράφων και ακτιβιστών δεν χρηματοδοτείται επαρκώς και δεν εγγυάται την ασφάλειά τους, εν μέσω της γενικευμένης ατιμωρησίας και των συνεχών απειλών κατά των ζωών τους, τόνισε χθες το γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Μεξικό.
Τουλάχιστον 11 δημοσιογράφοι και 13 υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν δολοφονηθεί μέχρι στιγμής φέτος στη χώρα, συνόψισε η υπηρεσία του ΟΗΕ. Ο απολογισμός αυτός έχει ήδη σχεδόν ξεπεράσει αυτούς που καταγράφηκαν το 2018 και αφήνει να εννοηθεί ότι οδεύουν να καταγραφούν νέα ρεκόρ αιματοχυσίας το 2019.
Ο Γιαν Γιαράμπ, επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας, σημείωσε πως «η πολιτική δέσμευση» του Μεξικού να προστατεύσει τους δημοσιογράφους και τους ακτιβιστές συναντά μεγάλες προκλήσεις σε πολλά επίπεδα.
Η κατάσταση εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσον η κυβέρνηση του προέδρου Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ αντιμετωπίζει το ζήτημα ως προτεραιότητα. Ο συνολικός απολογισμός των ανθρωποκτονιών στη χώρα επίσης ανεβαίνει, υπογραμμίζοντας πόσο δύσκολο καθήκον έχει μπροστά της.
Σε ελάχιστες από τις υποθέσεις έχουν υπάρξει καταδίκες από δικαστήρια — ή ακόμη και συλλήψεις υπόπτων. Πάνω από τους μισούς από τους υπόπτους που εντοπίστηκαν εντός των ορίων του προγράμματος ήταν δημόσιοι λειτουργοί.
Οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξηγούν πως οι κρατικοί αξιωματούχοι που απειλούν δημοσιογράφους και ακτιβιστές συχνά έχουν κίνητρο να αποκρύψουν κρούσματα διαφθοράς και να προστατεύσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
«Στο Μεξικό λείπει η επαρκής αναγνώριση του έργου των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοσιογράφων», εκτίμησε ο Γιαράμπ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε για να παρουσιάσει έκθεση έκτασης 410 σελίδων που εκπόνησε η Ύπατη Αρμοστεία και προβάλλει ως βασικό εύρημα το ότι η ατιμωρησία στο Μεξικό είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το πρόγραμμα πρέπει να ενισχυθεί.
«Οι αρχές πρέπει να καταδικάζουν δημόσια όλες τις επιθέσεις», επέμεινε.
Στον κυβερνητικό Μηχανισμό Προστασίας Υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημοσιογράφων —προσφέρει πρόσβαση σε πόρους όπως «κουμπιά πανικού» που ειδοποιούν απευθείας τις αρχές, συστήματα παρακολούθησης, σωματοφύλακες— είναι το τρέχον διάστημα ενταγμένοι 903 άνθρωποι, από 48 πριν από πέντε χρόνια, όταν δημιουργήθηκε.
Όμως ο προϋπολογισμός του και η στελέχωσή του δεν γίνονται με ρυθμό που να καλύπτει τις ανάγκες, ενώ τα πρόσωπα που είναι ενταγμένα σε αυτόν ενδέχεται να φθάσουν τα 3.400 ως την ολοκλήρωση της εξαετούς θητείας του Λόπες Ομπραδόρ, σύμφωνα με τον Γιαράμπ.
«Η αύξηση που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μπορεί να επιταχυνθεί εάν δεν αλλάξουν τα πράγματα», προειδοποίησε.
«Ο μηχανισμός χρειάζεται ενίσχυση, πρέπει να έχει αρκετό προσωπικό για να προστατεύει τους δικαιούχους και να παίρνει προληπτικά μέτρα», επέμεινε.
Η στελέχωσή του τελματώθηκε μετά το 2014, ενώ ο προϋπολογισμός φέτος είναι χαμηλότερος από εκείνους του 2017 και του 2018, σύμφωνα με την έκθεση της Αρμοστείας.
Η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί στο αίτημα για την αύξηση του προϋπολογισμού του προγράμματος, παρότι υποβλήθηκε τον Απρίλιο.
Αντιμέτωπο με ελλείψεις πόρων, το πρόγραμμα αδυνατεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και σωστά, στηλιτεύει η έκθεση. Το προσωπικό συχνά αργεί να αντιδράσει σε απειλές, για παράδειγμα, διότι δεν διαθέτει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο εκτός γραφείου, ή αντιμετωπίζει προβλήματα ως προς την πρόσβαση στο Διαδίκτυο στους υπηρεσιακούς υπολογιστές.
Ενώ η εταιρεία που έχει αναλάβει την επεξεργασία των ειδοποιήσεων με τη χρήση των «κουμπιών πανικού» δεν είναι σε θέση να αποτιμά γρήγορα και να αντιδρά σε καταστάσεις κινδύνου και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πάντα σύμφωνα με την έκθεση.
Τέσσερις ρεπόρτερ δολοφονήθηκαν μόνο μέσα στον Αύγουστο στο Μεξικό, τη χώρα που η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα χαρακτηρίζει την πιο επικίνδυνη για τους δημοσιογράφους στο δυτικό ημισφαίριο.