Ζήσης Ψάλλας
Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι οι αντιφλεγμονώδεις βιολογικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης μπορούν να μειώσουν τη στεφανιαία φλεγμονή σε ασθενείς με χρόνια πάθηση του δέρματος.
Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα λόγω της χρήσης ενός νέου βιοδείκτη απεικόνισης, του δείκτη εξασθένισης περιαγγειακού (perivascular) λίπους (FAI: fat attenuation index), ο οποίος ήταν σε θέση να μετρήσει το αποτέλεσμα της θεραπείας στη μείωση της φλεγμονής.
«Η στεφανιαία φλεγμονή είναι μια ένδειξη σχετικά με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακής νόσου», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης Nehal N. Mehta, καρδιολόγος και επικεφαλής του εργαστηρίου φλεγμονής και καρδιομεταβολικών ασθενειών στο NHLBI. «Τα ευρήματα προσθέτουν στο αυξανόμενο σώμα της έρευνας που δείχνει ότι η αντιμετώπιση των υποκείμενων φλεγμονωδών συνθηκών μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο των καρδιαγγειακών παθήσεων».
Οι ερευνητές εξέτασαν 134 ασθενείς που είχαν μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση και δεν είχαν υποβληθεί σε βιολογική θεραπεία για τουλάχιστον τρεις μήνες πριν ξεκινήσουν τη θεραπεία της μελέτης. Από αυτούς, 52 δεν έλαβαν βιολογική θεραπεία και υποβλήθηκαν μόνο σε τοπικές θεραπείες χρησιμεύοντας ως ομάδα ελέγχου. Οι υπόλοιποι 82 έλαβαν θεραπεία μείωσης του παράγοντα νέκρωσης όγκων α, κατά των ιντερλευκινών 12/23 ή κατά της ιντερλευκίνης 17.
Ο FAI χρησιμοποιήθηκε για να μετρήσει τις επιπτώσεις των βιολογικών φαρμάκων στη φλεγμονή των στεφανιαίων αρτηριών.
«Ο FAI είναι νέα μέθοδος ανάλυσης μιας CT αγγειογραφίας που μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο ασθενούς για μοιραία καρδιακή προσβολή και άλλα καρδιακά επεισόδια χρόνια πριν και ανεξάρτητα από άλλους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις», εξήγησε ο συν-συγγραφέας της μελέτης Χαράλαμπος Αντωνιάδης, καθηγητής καρδιοαγγειακής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Η έρευνα έχει δείξει ότι ένας μη φυσιολογικός FAI συνδέεται με 6-9 φορές αυξημένο κίνδυνο σοβαρών δυσμενών καρδιαγγειακών συμβαμάτων».
Οι 134 ασθενείς -οι περισσότεροι είχαν χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο-υποβλήθηκαν σε CT ανιχνεύσεις κατά την έναρξη της μελέτης και πάλι ένα χρόνο αργότερα για να αξιολογηθεί η στεφανιαία φλεγμονή με βάση το περιαγγειακό λίπος.
Υπήρξε σημαντική μείωση στη στεφανιαία φλεγμονή μεταξύ αυτών που έλαβαν βιολογική θεραπεία, αλλά καμία αλλαγή στην ομάδα ελέγχου.
Ακόμη και σε ασθενείς με προϋπάρχουσα πλάκα στις στεφανιαίες αρτηρίες παρατηρήθηκε μείωση της φλεγμονής μετά από τη βιολογική θεραπεία.
Οι ασθενείς που δεν έλαβαν βιολογική θεραπεία δεν παρουσίασαν καμία αλλαγή στο δείκτη εξασθένησης του περιαγγειακού λίπους μετά από ένα χρόνο.