Ζήσης Ψάλλας
Τα παιδιά που αναπτύσσουν τερηδόνα και ουλίτιδα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν παράγοντες κινδύνου για καρδιακές προσβολές και εγκεφαλικά δεκαετίες αργότερα σε σχέση με τα παιδιά που έχουν καλή στοματική υγεία.
Οι ερευνητές διενήργησαν οδοντιατρικές εξετάσεις για 755 παιδιά το 1980, όταν ήταν οκτώ ετών, κατά μέσο όρο, και στη συνέχεια παρακολούθησαν το 2007 για να δουν ποια από αυτά τα άτομα εμφάνισαν κινδύνους για καρδιακές προσβολές και εγκεφαλικές αιτίες όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, αυξημένη χοληστερόλη και σκλήρυνση των αρτηριών.
Μόνο 33 παιδιά ή το 4,5% δεν είχαν σημάδια αιμορραγίας, τερηδόνας ή σφραγίσματα κάτι που μπορεί να σηματοδοτεί την ασθένεια των ούλων. Σχεδόν το 6% των παιδιών είχε μόνο ένα από τα παραπάνω στο στόμα, το 17% είχε δύο, το 38% είχε τρία και το 34% είχε και τα τέσσερα.
Τα παιδιά που είχαν έστω μόνο ένα σημάδι στοματικής λοίμωξης είχαν 87% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αυτό που είναι γνωστό ως υποκλινική αθηροσκλήρωση: δομικές μεταβολές και πάχυνση στα αρτηριακά τοιχώματα που δεν είναι ακόμη αρκετή σοβαρή για να προκαλέσει επιπλοκές. Τα παιδιά με τέσσερα σημεία κακής στοματικής υγείας είχαν 95% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αυτό το είδος αρτηριακής βλάβης.
Οι λοιμώξεις τους στόματος είναι από τις πιο κοινές αιτίες ασθενειών που οφείλονται σε φλεγμονή ενώ η περιοδοντική νόσος στους ενήλικες συνδέεται από καιρό με αυξημένη καρδιαγγειακή νόσο, σημειώνουν οι ερευνητές στο JAMA Network Open.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν τερηδόνα και ασθένεια των ούλων για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία και οι συνθήκες αυτές μπορούν να εξελιχθούν σε πιο σοβαρές λοιμώξεις και απώλεια των δοντιών εάν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων στοματικής υγείας στην παιδική ηλικία μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο φλεγμονής και άλλους κινδύνους για τη σκλήρυνση των αρτηριών.
«Αυτό υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η καλή στοματική υγιεινή και οι συχνές εξετάσεις από έναν οδοντίατρο, που αρχίζει νωρίς στη ζωή» δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Pirkko Pussinen, του Πανεπιστημίου του Helsinki, στην Φινλανδία.