«Φρένο» στις δημόσιες δηλώσεις των πολιτικών στελεχών, όλων των κομμάτων που αμφισβητούν και προσβάλλουν το τεκμήριο αθωότητας των υπόπτων ή ακόμη και των κατηγορουμένων σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, θέτουν διατάξεις που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σε σχέδιο νόμου που κατατέθηκε για τη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος, αναγνωρίζεται ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το τεκμήριο αθωότητας στους υπόπτους και τους κατηγορούμενους. Προβλέπεται μάλιστα το δικαίωμα του υπόπτου ή κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.
Παράλληλα, για πρώτη φορά ορίζεται με σαφήνεια πως το βάρος της απόδειξη σε μία υπό έρευνα υπόθεση, έχει η ίδια η Δικαιοσύνη και όχι ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος!
Συγκεκριμένα, προστίθεται νέο άρθρο στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το οποίο οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.
Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θεσπίζεται επίσης το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου.
Οι κυριότερες νομοθετικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, είναι ακόμη οι εξής:
– Προβλέπεται η δυνατότητα των αιτούντων συναινετικό διαζύγιο ενώπιον συμβολαιογράφου να κάνουν χρήση των διατάξεων για την παροχή νομικής βοήθειας σε αστικές υποθέσεις. Ενοποιείται η διαδικασία της παροχής νομικής βοήθειας και παρέχεται αυτή από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, τόσο σε σχέση με την κύρια αποζημίωση όσο και σε σχέση με την πρόσθετη αποζημίωση στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας για ποινικές δίκες μακράς διάρκειας. Επίσης αλλάζει το σύστημα καταβολής ΦΠΑ για την παροχή νομικής βοήθειας που πλέον καταβάλλεται κατά το χρόνο είσπραξης της αποζημίωσης. Τέλος, διασφαλίζεται η διοικητική αυτοτέλεια των δικηγορικών συλλόγων.
– Οι διατάξεις που αφορούν στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, επεκτείνουν το μέτρο του ευεργετικού υπολογισμού των εργαζομένων σε περισσότερες μονάδες (όπως αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής) Αγροτικών Καταστημάτων Κράτησης, ενώ παράλληλα ρυθμίζουν τη λειτουργία των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, με απώτερο στόχο την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών.
-Αναγνωρίζεται και θεσμοθετείται η ανάγκη για παροχή ασφαλιστικής κάλυψης έναντι κινδύνου ατυχήματος στους καταδικασθέντες που παρέχουν κοινωφελή εργασία ως μέτρο έκτισης της ποινής, καλύπτοντας το θεσμικό έλλειμμα στον τρόπο εφαρμογής του ποινικού αυτού μέτρου, το οποίο υφίσταται εδώ και 20 χρόνια, από την έναρξη υλοποίησης του θεσμού το 1997.]
Επίσης με το νομοσχέδιο διευρύνεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και παρέχεται η δυνατότητα στα Ανώτατα Δικαστήρια των συμβαλλομένων μερών να υποβάλλουν αιτήματα γνωμοδοτήσεων σε θέματα αρχών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιλαμβάνει η Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή τα πρωτόκολλα.
-Επιπλέον, ορίζονται ρητά η διαδικασία επιλογής και τα προσόντα του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, η αρμοδιότητα του οποίου είναι η καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τυχόν εντολές που έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Επίσης, υπέχει ρόλο συνδέσμου επικοινωνίας και διαύλου πληροφοριών μεταξύ των μόνιμων τμημάτων, των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων και του ελληνικού κράτους.
Οι υποψήφιοι για την θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, πρέπει:Να κατέχουν το βαθμό τουλάχιστον του εισαγγελέα πρωτοδικών έως και του εισαγγελέα εφετών. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη στο βαθμό αυτό. Να υπολείπονται το λιγότερο δέκα (10) έτη υπηρέτησης στην Εισαγγελική Αρχή έως την αποχώρησή τους. Να μην τους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης τα τελευταία πέντε (5) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής τους και να μην εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Να μην έχουν καταδικαστεί για έγκλημα και να μην εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη. Να διαθέτουν τη σχετική πρακτική πείρα στο εθνικό νομικό σύστημα, στις έρευνες στον χρηματοοικονομικό τομέα, στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Υπηρεσία σχετιζόμενη με διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές. Να κατέχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, αναγνωρισμένο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες ή στην εγκληματολογία ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο ή στις οικονομικές επιστήμες ή σε άλλον συναφή τομέα.Να έχουν άριστη πιστοποιημένη γνώση τουλάχιστον της αγγλικής γλώσσας.
-Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αυξάνονται από 1 Φεβρουαρίου 2019 ως εξής:
α) των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε είκοσι τέσσερεις (24),
β) των εισαγγελέων εφετών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε πενήντα δύο (52),
γ) των αντεισαγγελέων εφετών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε εκατόν τριάντα εννέα (139), και
δ) των εισαγγελέων πρωτοδικών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε εκατόν σαράντα τέσσερεις (144).
Τέλος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από γνώμη του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, συστήνονται οι αναγκαίες θέσεις επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, οι οποίες καλύπτονται με μετάθεση, μετακίνηση ή απόσπαση υπαλλήλων από τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, ιδίως από το Δημόσιο σε στενή έννοια, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας.