Το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών ήρε τις κυρώσεις από τις ρωσικές εταιρείες Rusal, En+ και Evrosibenergo, διατηρώντας ωστόσο ταυτόχρονα τους περιοριστικούς όρους στον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Όλεγκ Ντεριπάσκα.
Αυτό αναφέρεται στην ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου, στην οποία επισημαίνεται ότι οι εν λόγω εταιρείες υλοποίησαν τους όρους που είχε θέσει η αμερικανική πλευρά, καθώς μειώθηκαν τα άμεσα ή έμμεσα ποσοστά που κατείχε στο πακέτο των μετοχών ο Όλεγκ Ντεριπάσκα και συνεπώς έπαψαν να είναι υπό τον έλεγχο του, ενώ οι αλλαγές στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων των εν λόγω εταιρειών τα κατέστησαν ανεξάρτητα.
Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η άρση των κυρώσεων, οι μετοχές της Rusal, με το άνοιγμα του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ αυξήθηκαν κατά 10% ενώ αύξηση κατέγραψε και με το άνοιγμα του Χρηματιστηρίου της Μόσχας.
Οι Δημοκρατικοί στην Γερουσία προσπάθησαν να μπλοκάρουν την άρση των κυρώσεων κατά της Rusal, ωστόσο δεν μπόρεσαν καθώς δεν επαρκούσαν οι ψήφοι. Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο ότι μελλοντικά το Κογκρέσο μπορεί να επανέλθει στο ζήτημα της άρσης των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στην Rusal.
Η άρση των κυρώσεων έχει προκαλέσει την αντίδραση των δημοκρατικών αλλά και αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία εκτιμούν ότι το πολιτικό τίμημα που θα καταβάλλει ο Τραμπ θα είναι αρκετά υψηλό.
Τουλάχιστον προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, διαπιστώνει η δημοφιλής ρωσική οικονομική ιστοσελίδα Bfm.ru, επικαλούμενη διάφορα αμερικανικά μέσα όπως ενδεικτικά η ιστοσελίδα Daily beast που είχε τίτλο «Trump Lifts Sanctions on Businesses Linked to Putin Ally Oleg Deripaska» (Το υπουργείο οικονομικών άρει τις κυρώσεις από τις εταιρίες ενός φίλου του Πούτιν).
Ωστόσο πέραν των αντιδράσεων που υπήρξαν στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών για την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στις εταιρείες του Όλεγκ Ντεριπάσκα, η περιουσία του οποίου σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes φθάνει τα 6,7 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως εκ μέρους των Δημοκρατικών, οι λόγοι που προέβη η αμερικανική κυβέρνηση στην ενέργεια αυτή είναι καθαρά οικονομικοί.
Σ αυτούς αναφέρεται και το BBC το οποίο γράφει ότι «διάφορες επιχειρηματικές ομάδες ασκούσαν πιέσεις στην κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκοντας την άρση των κυρώσεων από τις τρεις αυτές εταιρείες».
Ο λόγος που το έκαναν αυτό «συνίσταται στο ότι η Rusal είναι ένας από του μεγαλύτερους προμηθευτές αλουμινίου παγκοσμίως και αμέσως μετά την επιβολή των κυρώσεων για ένα διάστημα ανέβηκε απότομα η τιμή του αλουμινίου»
Πηγές: Vedomosti, Bfm.ru, BBC