Του Aaron Carroll
Τα προβιοτικά έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την υγεία, μεταξύ άλλων με την εκτόπιση πιθανών επιβλαβών βακτηρίων. Το πρόβλημα είναι ότι τα αποδεδειγμένα οφέλη περιλαμβάνουν ένα πολύ μικρό αριθμό παθήσεων και ότι τα προβιοτικά ελέγχονται πολύ λιγότερο από τα τα φάρμακα. Δεν χρειάζεται να αποδειχθούν αποτελεσματικά για να διατεθούν στο εμπόριο και ο έλεγχος ποιότητας είναι χαλαρός.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο στο AMA Internal Medicine, ο Pieter Cohen, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μας προτρέπει να εξετάσουμε τα υπέρ και τα κατά. Μεταξύ των ατόμων με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα, για παράδειγμα, τα προβιοτικά μπορεί να οδηγήσουν σε λοιμώξεις.
Το 2014 η παγκόσμια αγορά προβιοτικών ήταν πάνω από 32 δισ. δολάριαΑπό το 2016 έως το 2017, η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) επιθεώρησε περισσότερες από 650 εγκαταστάσεις που παράγουν συμπληρώματα διατροφής και διαπίστωσε ότι για πάνω από το 50% υπήρχαν παραβιάσεις σχετικά με την καθαρότητα, την ισχύ, ακόμη και την ταυτότητα του υποσχόμενου προϊόντος. Τα προβιοτικά συμπληρώματα βρέθηκαν επίσης μολυσμένα από οργανισμούς που υποτίθεται πως δεν ήταν εκεί. Το 2014, η μόλυνση ενός τέτοιου συμπληρώματος προκάλεσε τον θάνατο ενός βρέφους.
Δεδομένων όλων αυτών, ποια είναι τα οφέλη; Η πιο προφανής χρήση των προβιοτικών θα ήταν στη θεραπεία του γαστρεντερικών διαταραχών, δεδομένου ότι επικεντρώνονται στην υγεία των εντέρων. Έχουν γίνει πολλές μελέτες σε αυτόν τον τομέα και στις αρχές του 2018 το περιοδικό Nutrition δημοσίευσε μια συστηματική ανασκόπηση σχετικά με το θέμα. To αποτέλεσμα: ορισμένα στελέχη βρέθηκαν χρήσιμα στην πρόληψη της διάρροιας μεταξύ των παιδιών στα οποία είχαν συνταγογραφηθεί αντιβιοτικά.
Μια ανασκόπηση του 2013 έδειξε ότι μετά από χρήση αντιβιοτικών τα προβιοτικά βοηθούν στην πρόληψη της διάρροιας που σχετίζεται με το Clostridium difficile. Μια ανασκόπηση που επικεντρώθηκε στην οξεία λοιμώδη διάρροια βρήκε όφελος, και πάλι για ορισμένα στελέχη βακτηρίων σε ελεγχόμενες δόσεις. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της νεκρωτικής εντεροκολίτιδας (σοβαρή γαστρεντερική κατάσταση) και του θανάτου στα πρόωρα βρέφη.
Αυτά τα υποσχόμενα αποτελέσματα – για πολύ συγκεκριμένες χρήσεις πολύ συγκεκριμένων στελεχών βακτηρίων σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις – είναι σχεδόν όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που μπορείτε να βρείτε.
Πολλοί αναρωτήθηκαν αν τα προβιοτικά θα μπορούσαν να είναι θεραπευτικά σε άλλες γαστρεντερικές διαταραχές. Δυστυχώς, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Τα προβιοτικά δεν έδειξαν σημαντικό όφελος από τη χρόνια διάρροια. Τρεις ανασκοπήσεις εξέτασαν πώς τα προβιοτικά μπορεί να βελτιώσουν τη νόσο του Crohn και καμία δεν μπορούσε να βρει επαρκή στοιχεία για να συστήσει τη χρήση τους. Τέσσερις ακόμη ανασκοπήσεις εξέτασαν την ελκώδη κολίτιδα, και ανέφεραν ομοίως ότι δεν έχουμε τα δεδομένα για να δείξουμε ότι λειτουργούν. Το ίδιο ισχύει για τη θεραπεία της ηπατικής νόσου.
Τι έδειξαν οι μελέτες
Επίσης, οι ερευνητές εξέτασαν αν τα προβιοτικά μπορεί να είναι ευεργετικά σε πλήθος διαταραχών, ακόμα και όταν η σύνδεση με την υγεία του εντέρου και το μικροβίωμα ήταν περιορισμένη. Οι αναφορές δείχνουν ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να προτείνουν τη χρήση τους για τη θεραπεία ή την πρόληψη του εκζέματος, του πρόωρου τοκετού, του διαβήτη κύησης, της βακτηριακής κολπίτιδας, των αλλεργικών ασθενειών ή των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος.
Οι ανασκοπήσεις που εξέτασαν τη θεραπεία ή την πρόληψη της αιδοιοκολπικής καντιντίασης σε γυναίκες και την πνευμονία δείχνουν κάποια θετικά αποτελέσματα. Αλλά οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι μελέτες είναι σχεδόν όλες χαμηλής ποιότητας, μικρού μεγέθους και συχνά χρηματοδοτούνται από εταιρείες με σημαντικές συγκρούσεις συμφερόντων. Μεμονωμένες μελέτες είναι επίσης απογοητευτικές για τα προβιοτικά. Μια εξέταση για την παχυσαρκία βρήκε περιορισμένα αποτελέσματα. Μια άλλη έδειξε ότι δεν εμποδίζουν την τερηδόνα στα δόντια.
Πάντως, τα προβιοτικά έγιναν δημοφιλή. Το 2012, σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Αμερικανοί τα χρησιμοποίησαν. Το 2014, η παγκόσμια αγορά προβιοτικών ήταν πάνω από 32 δισ. δολάρια. Δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί.
Ο Aaron Carroll είναι καθηγητής παιδιατρικής στο Indiana University School of Medicine.