Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέκρουσαν σήμερα τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ) στη διαδικασία που ξεκίνησε η Τεχεράνη, η οποία επιδιώκει να εξασφαλίσει την άρση των αμερικανικών κυρώσεων που επανέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Το Ιράν δεν στοιχειοθέτησε την ύπαρξη μιας βάσης που να εγγυάται την αρμοδιότητα του δικαστηρίου», δήλωσε η εκπρόσωπος της Ουάσινγκτον Τζένιφερ Νιούστεντ κατά τη δεύτερη ημέρα των ακροαματικών συνεδριάσεων ενώπιον του ΔΔ που εδρεύει στη Χάγη.
Τον Μάιο, ο Αμερικανός πρόεδρος απέσυρε τη χώρα του από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, που υπέγραψαν η Τεχεράνη και οι μεγάλες δυνάμεις το 2015. Βάσει της συμφωνίας το Ιράν δεσμεύεται να μην επιδιώξει ποτέ την απόκτηση πυρηνικού όπλου.
Η αποχώρηση αυτή είχε αποτέλεσμα την επαναφορά των σκληρών αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι οποίες είχαν αρθεί συνεπεία της διεθνούς συμφωνίας.
Το πρώτο κύμα των αμερικανικών κυρώσεων που επανήλθαν σε ισχύ στις 7 Αυγούστου στοχοθετεί τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, τις εισαγωγές πρώτων υλών, τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της πολιτικής αεροπορίας.
Τη Δευτέρα (χθες), κατά την πρώτη ημέρα των ακροαματικών συνεδριάσεων που αναμένεται να διαρκέσουν έως την Πέμπτη ενώπιον του ΔΔ, η Ισλαμική Δημοκρατία ζήτησε από το Δικαστήριο την άρση της εφαρμογής των κυρώσεων, καταγγέλλοντας τον «στραγγαλισμό» της οικονομίας της από την Ουάσινγκτον.
Το Ιράν δηλώνει πως οι ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών συνιστούν «κατάφωρη παραβίαση» των όρων της αμερικανο-ιρανικής συνθήκης του 1955, που προβλέπει «φιλικές σχέσεις» ανάμεσα στις δύο χώρες και ενθαρρύνει τις εμπορικές ανταλλαγές.
Ωστόσο το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις από το 1980.
«Η συνθήκη φιλίας διατηρεί το δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις και μέτρα» όπως η επιβολή των κυρώσεων, προκειμένου να διασφαλίσουν την «εθνική ασφάλειά» τους, πρόσθεσε η Νιούστεντ, νομική σύμβουλος του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το ΔΔ αναμένεται να αποφανθεί για το προσωρινό τέλος των κυρώσεων που απαιτεί το Ιράν δύο μήνες μετά την έναρξη των ακροαματικών συνεδριάσεων, αλλά η τελική απόφαση μπορεί να πάρει χρόνια.