Σημαντικές δομικές αδυναμίες και προβλήματα στην προσπάθεια προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα, σύμφωνα με τους διευθύνοντες συμβούλους μεγάλων ξένων επιχειρήσεων με παρουσία στην Ελλάδα, όπως αναφέρει η «Καθημερινή».
Όπως σημειώνεται, αν και για ορισμένους τομείς υπάρχει η αίσθηση πως έχουν γίνει κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και παρά το γεγονός πως το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία υποχωρεί, οι όποιες επενδύσεις εξετάζονται είναι σχετικά μικρής έντασης κεφαλαίου και σίγουρα υπολείπονται σημαντικά των ποσών που απαιτούνται για να οδηγήσουν σε εύρωστη ανάπτυξη τη χώρα.
Αυτά προκύπτουν από έρευνα της Metrοn Analysis, η οποία παρουσιάστηκε στο 1ο Forum 2018 «InvestGR – Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα» που πραγματοποιήθηκε χθες στην Αθήνα.
Περίπου 2,3 δισ. ευρώ έχουν επενδυθεί στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια από τις εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα, ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού ποσού άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Τα εμπόδια
Όπως σημείωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis Στράτος Φαναράς, «παρά το θετικό γεγονός της εξόδου από την οικονομική κρίση, αρκετοί ενδογενείς παράγοντες παραμένουν εμπόδια στην προσέλκυση επενδύσεων και αξιολογούνται αρνητικά».
Οι σημαντικότεροι από αυτούς σύμφωνα με την έρευνα είναι το φορολογικό περιβάλλον, η εντύπωση ύπαρξης διαφθοράς, το διοικητικό περιβάλλον, η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και η περιορισμένη έρευνα και καινοτομία. Μόνον ο παράγοντας του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού αξιολογείται σε ικανοποιητικό επίπεδο από την πλειονότητα των CEO.
Παρά ταύτα, την άποψη ότι «η εικόνα της Ελλάδας θα βελτιωθεί ως επενδυτικός προορισμός τα αμέσως επόμενα χρόνια» ασπάζονται δύο στους τρεις CEO, ενώ 8 στους 10 δηλώνουν ότι είναι πολύ ή αρκετά πιθανόν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπούν να προχωρήσουν σε επενδύσεις στο μέλλον στη χώρα μας.
Οι 6 στους 10 δηλώνουν, μάλιστα, ότι οι επενδύσεις αυτές προγραμματίζονται για το επόμενο έτος.
Όπως όμως δείχνουν τα επιμέρους στοιχεία, οι επενδύσεις αυτές δεν έχουν το ύψος που υπολογίζεται πως απαιτείται για να καλυφθεί το κενό που έχει δημιουργηθεί κατά την κρίση και που είναι αναγκαίο για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.
Το κενό αυτό υπολογίζεται πως απαιτεί περί τα 18 με 20 δισ. ετησίως για να καλυφθεί και να επιστρέψουμε στα προ της κρίσης επίπεδα, την ώρα που το ποσό των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια υπολογίζεται σε μόλις 11,6 δισ.
Όπως εξήγησε ο εντεταλμένος σύμβουλος της PWC Κώστας Μητρόπουλος στο ίδιο forum, «υπάρχει ένα γιγαντιαίο επενδυτικό κενό, 10%-12% του ΑΕΠ ετησίως, το οποίο πρέπει να γεμίσει».
Για να έρθουν τέτοιου ύψους άμεσες ξένες επενδύσεις «το κράτος πρέπει να δράσει ως καταλύτης για να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, με δύο διαφορετικούς τρόπους: από τη μία επισκευάζοντας τις δομικές δυσμορφίες που εμποδίζουν όλες τις επενδύσεις και από την άλλη κινητροδοτώντας παραγωγικές διαδικασίες που ενισχύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας».
Εκτίμησε, δε, ότι πρέπει να υπάρξει «μετασχηματισμός του σημερινού οικονομικού μοντέλου, το οποίο είναι ασύμβατο με επενδύσεις και ανάπτυξη, προς θεματικές κατευθύνσεις με πολλαπλασιαστικά οφέλη».