Ο Τομάς γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στο Ντητρόιτ, στα άθλια προάστιά του με τις ακόμη πιο άθλιες κατοικίες που θυμίζουν παραγκούπολη σε αμερικανική έκδοση. Μέσα στην ασχήμια ,τη φτώχεια και τα καπρίτσια του αμερικανικού ονείρου…δηλαδή της General Motors. Ο Τομάς μεγάλωσε με τις μνήμες ενός Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και ενός Μάλκομ Χ . Με τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες των ομοίων του. Θυμάται τις «Μάχες της Αλαμπάμα» το 1960, την απίστευτη αυτή κυρία Πάρκ που με το πείσμα της άρχισε τον πόλεμο των Λεωφορείων όταν μία ημέρα αρνήθηκε να μετακινηθεί από τη θέση της ,όπως επέβαλε ο τοπικός νόμος φυλετικού διαχωρισμού στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Θυμάται τον κρότο του πυροβολισμού το 1968  όταν δολοφονήθηκε ο άνθρωπος που τόλμησε να πει« έχω ένα όνειρο». Έφτυσε αίμα να στείλει τα παιδιά του στο Γυμνάσιο και μετά στο Λύκειο. Έφτυσε ακόμη περισσότερο αίμα για να τα δει να στήνουν οικογένειες στα τέσσερα σημεία της Αμερικής. Λαχτάρισε με την ανεργία, φοβήθηκε με τους πολέμους, φοβήθηκε τη φυλακή που τον έσερναν «δια ασήμαντον αφορμήν». Έζησε στο πετσί του τις χαμένες γενιές και ,  φιλτράρισε ό,τι θετικότερο υπήρχε στην αμερικανική κοινωνία για να μπορεί να κοιμάται εν ειρήνη.

Ο Τομάς, πήρε από το χέρι την καλή του με την οποία τα μοιράστηκε όλα τα τελευταία πενήντα χρόνια και πήγε από τα ξημερώματα στο εκλογικό του τμήμα. Έμεινε εκεί ώρες , μαζί με τη σύντροφό του και τα εγγόνια του,   περιμένοντας υπομονετικά «τη στιγμή της εκδίκησης». Αισθάνθηκε πολύ περίεργα μπροστά στην κάλπη. Διαισθάνθηκε πως τελικά η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και μόνον κρύο. Ήθελε να τραγουδήσει ένα Γκόσπελ , να προσευχηθεί στο θεό του , να μνημονεύσει αυτούς που έπεσαν για τα αυτονόητα που δεν ήταν τότε καθόλου αυτονόητα. Ο Τομάς ..έξυσε τα άσπρα γένια του , έσφιξε τα δόντια και ψήφισε. Ήξερε πια πως τα πράγματα αλλάζουν αργά.. πολύ αργά. Πως η πολιτική είναι ζήτημα συμβιβασμών . Πως θα εξακολουθήσει να είναι φτωχός και πως θα εξαρτάται εσαεί από τα καπρίτσια της General Motors αλλά παρόλα αυτά, αισθανόταν πως αυτή του  η κίνηση , αυτό το ψηφοδέλτιο, τον δικαίωνε ,όπως δικαίωνε τους δικούς του αδελφούς, τα τσογλάνια των περιχώρων, τα αλάνια του Νότου, τα εκατομμύρια των ανθρώπων που άφησαν την ψυχή τους στα ζαχαροκάλαμα και τα βαμβάκια , στις φάμπρικες του Βορρά ,στα πεδία των μαχών, στο Βιετνάμ, στους δρόμους με τη σύριγγα κολλημένοι στο μπράτσο, στις φυλακές. Θυμήθηκε ο Τομάς το φοβερό μπλούζ της λευκής Τζένις Τζόπλιν και χαμογέλασε αχνά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Τομάς πήρε την γυναίκα του από το μπράτσο και κούτσα- κούτσα γύρισαν στο κονάκι τους. Μύριζε το ψητό κοτόπουλο, ημέρα γιορτής βλέπετε αυτή η Τρίτη του Νοέμβρη του 2008. ‘Ανοιξε το μπουκάλι και έριξε μερικές σταγόνες για τον εαυτό του και την κυρά του. Τη φίλησε στο μάγουλο και σήκωσε την κούπα μπροστά από τη φωτογραφία του αδελφού του που πέθανε το 1971 στις εξεγέρσεις των φυλακών του Βορρά. Έζησε για να το δει και αυτό. Το παλικαράκι από το Σικάγο να κερδίζει το φασισταριό του WASP  (White Anglo Saxon Protestant) . Κάτι ήταν και αυτό.

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης