Οι περιοχές που περιλαμβάνονται στο «Δίκτυο NATURA 2000», ασχέτως της έκτασης που καταλαμβάνουν ή του αν είναι κατοικήσιμες ή όχι, βρίσκονται εντός των συνόρων της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης: στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος, στην ομιλία του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, με θέμα, «Τα σύνορα και το έδαφος της Ελλάδας ως σύνορα και έδαφος της Ε.Ε. Η ‘προστιθέμενη θεσμική αξία’ του ‘Δικτύου NATURA 2000’».
«Αποτελεί κοινό τόπο», υπογράμμισε στην εισαγωγή της ομιλίας του, «στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Έννομης Τάξης, το γεγονός ότι πρωτίστως οι Συνθήκες της Λωζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947 καθορίζουν, επακριβώς και χωρίς κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα, τα σύνορα, το έδαφος και την επ’ αυτών κυριαρχία της Ελλάδας, δίχως ν’ αφήνουν ίχνος ‘γκρίζας ζώνης’ ιδίως στη θάλασσα, και δίχως να υπόκεινται, από την φύση τους, σε αναθεώρηση ή επικαιροποίηση. Γι’ αυτό και το μόνο ‘ανοιχτό’ ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας».
«Τα σύνορα και το έδαφος της Ελλάδας, υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι σύνορα και έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 3 και 21 παρ. 2 περ. α) και γ) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), των άρθρων 67 παρ. 2 και 77 παρ. 2 περ. δ) και παρ. 4 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)και της παρ. ΙΙΙ του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008, όπως όλες οι διατάξεις αυτές έχουν ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)», επιχειρηματολόγησε σχετικά ο κ. Παυλόπουλος για να προσθέσει:
«Τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις ως προς τα σύνορα και το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται να ενισχύσει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για το ‘Δίκτυο NATURA 2000’, που αφορά τον επακριβή καθορισμό των εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης περιοχών με προστατευόμενα οικοσυστήματα. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το ‘Δίκτυο NATURA 2000’ ως προς τον προσδιορισμό των συνόρων και του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση τον κατά το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο προσδιορισμό των συνόρων και του εδάφους της Ελλάδας, αναδεικνύουν τα εξής:
Η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για το «Δίκτυο NATURA 2000»
Η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για το «Δίκτυο NATURA 2000» στηρίζεται σε συγκεκριμένες Οδηγίες, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία της βιοποικιλότητας εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι σχετικές Οδηγίες
Για την ακρίβεια, η ως άνω Ευρωπαϊκή Νομοθεσία στηρίχθηκε στις εξής οδηγίες:
-Στην Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, η οποία θεσμοθετήθηκε με σκοπό την προστασία, την διατήρηση και την ρύθμιση της αναπαραγωγής όλων των ειδών πτηνών που ζουν, εκ φύσεως, σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών-μελών.
-Και στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, ‘Για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας’, η οποία θεσμοθετήθηκε με σκοπό να συμβάλλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλότητας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών-μελών, εντός του οποίου εφαρμόζεται η Συνθήκη.
Το σύστημα του «Δικτύου NATURA 2000»
Το «Δίκτυο NATURA 2000», κατά το άρθρο 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, αποτελεί ένα Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο περιοχών, οι οποίες φιλοξενούν φυσικούς τύπους οικοτόπων και οικοτόπους ειδών, που είναι σημαντικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κάθε κράτος-μέλος συμβάλλει στην σύσταση του εν λόγω δικτύου. Το ‘Δίκτυο NΑΤURA 2000’ αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών:
Πρώτον, από τις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» («Special Protection Areas – SPA») για την Ορνιθοπανίδα, με τον τρόπο που ορίζονται στην Οδηγία 79/409/ΕΚ «Για την διατήρηση των άγριων πτηνών», όπως ισχύει.
Και, δεύτερον, από τους «Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ») («Sites of Community Importance -SCI»), όπως ορίζονται στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ.
Οι ΖΕΠ, μετά τον χαρακτηρισμό τους από τα κράτη-μέλη, εντάσσονται αυτόματα στο ‘Δίκτυο NATURA 2000’. Σε ό,τι αφορά τους ΤΚΣ, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, κάθε κράτος-μέλος προτείνει «Εθνικό Κατάλογο Τόπων Κοινοτικής Σημασίας», με βάση συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια. Στη συνέχεια, αποστέλλει στην Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Εθνικό Κατάλογο των περιοχών, μαζί με τους σχετικούς χάρτες, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ο ενιαίος Ευρωπαϊκός κατάλογος με τους αντίστοιχους Ευρωπαϊκούς Χάρτες, που συναποτελούν το ‘Δίκτυο NATURA2000’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας για το «Δίκτυο NATURA 2000» από την Ελλάδα
Η προεργασία
Στην Ελλάδα, η δημιουργία του «Δικτύου NATURA 2000» ξεκίνησε το 1994, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που καθορίζονται από τις ανωτέρω Οδηγίες. Το ΥΠΕΧΩΔΕ, το 1994, με ειδική Σύμβαση ανέθεσε στο Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας την επιστημονική ευθύνη για την εκπόνηση Μελετών αλλά και για το συντονισμό της καταγραφής των προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια για την κατάταξη τύπων οικοτόπων και οικοτόπων ειδών της Οδηγίας 92/43/ΕΚ στην χώρα μας.
Για τον σκοπό αυτό», εξήγησε στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «δραστηριοποιήθηκε μια πολυπληθής διεπιστημονική ομάδα, με τη συμμετοχή 100 επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων. Η επιστημονική τεκμηρίωση έγινε στο πλαίσιο Ευρωπαϊκού Προγράμματος ‘LIFE’ (1994-1996), με τίτλο ‘Καταγραφή, Αναγνώριση, Εκτίμηση και Χαρτογράφηση των Τύπων Οικοτόπων και των Ειδών Χλωρίδας και Πανίδας της Ελλάδας (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ)’. Στον ‘Επιστημονικό Κατάλογο’ εντάχθηκε το σύνολο σχεδόν των μέχρι τότε προστατευόμενων περιοχών, σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Με βάση τα ανωτέρω αποτελέσματα το ΥΠΕΧΩΔΕ, από το 1996, απέστειλε, κατά φάσεις, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Εθνικό Κατάλογο των προτεινόμενων Τόπων Κοινοτικής Σημασίας, περιλαμβανομένων και των ορίων τους. Η επιλογή των Προστατευόμενων Οικοτόπων, με απεικόνιση σε χάρτες, προτάθηκε από την χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η τελική πρόταση έγινε από κοινή ομάδα εργασίας των πρώην Υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας, κατόπιν γνωμοδοτήσεων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων.
Η αξιολόγηση
Επισημαίνεται ότι, κατά την σχετική Ευρωπαϊκή νομοθεσία, οι εθνικοί κατάλογοι αξιολογούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη, και ενσωματώνονται σε Ευρωπαϊκό Κατάλογο περιοχών του ‘Δικτύου NATURA 2000’ με προβολή σε αντίστοιχους χάρτες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βασιζόμενη στους Εθνικούς Καταλόγους και στα συμπεράσματα της ευρωπαϊκής διαδικασίας των βιογεωγραφικών σεμιναρίων, καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη-μέλη, σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας. Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, οι προτεινόμενοι από τα κράτη-μέλη ΤΚΣ (SCI) χαρακτηρίζονται ως ΤΚΣ, με σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα», εξειδίκευσε ο Πρ. Παυλόπουλος, «ο πρώτος κατάλογος των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), που περιελάμβανε 239 περιοχές, οριστικοποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το 2006, με την Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου «Σχετικά με την έγκριση, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του καταλόγου των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή» (2006/613/ΕΚ)
(Official Journal of the European Union,L 259, 21 September 2006).
Τα αρχεία για την εξέλιξη των Μελετών, των Κοινοτικών Οδηγιών, των Καταλόγων και των Χαρτών και των Νόμων, που προσδιορίζουν τις περιοχές με τα απολύτως προστατευόμενα οικοσυστήματα, βρίσκονται στην Διεύθυνση Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στο Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας (Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ))».
Η εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου του «Δικτύου NATURA 2000» και στην Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)
«Το θεσμικό πλαίσιο της προαναφερόμενης Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ως προς το ‘Δίκτυο NATURA 2000’ και τα αντίστοιχα δικαιώματα για κάθε κράτος-μέλος -συνεπώς και για την Ελλάδα- ιδίως ως προς τους οικοτόπους του βυθού (δηλαδή τους υφάλους) και ως προς τους υποθαλάσσιους σχηματισμούς που δημιουργούνται από εκπομπές αερίων, εφαρμόζονται και ισχύουν και πέραν των χωρικών υδάτων τους, ήτοι τόσο στην υφαλοκρηπίδα τους όσο και στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη τους (ΑΟΖ). A fortiori δε, κάθε κράτος-μέλος, έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση λήψης των προβλεπόμενων από το θεσμικό αυτό πλαίσιο μέτρων προστασίας κατά την άσκηση των ad hoc κυριαρχικών του δικαιωμάτων.
Τούτο -δηλαδή, το δίπολο δικαίωμα και υποχρέωση- έχει επισημάνει εμφατικώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο κείμενο (Μαΐου 2007) με τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για την εγκαθίδρυση του δικτύου Natura 2000 στον θαλάσσιο οικοσύστημα» (“Guidelines for the establishment of the Natura 2000 network in the marine environment”).
Τελικώς, η ανωτέρω ερμηνεία αναφορικά με την χωρική εφαρμογή της οδηγίας περί οικοτόπων, έχει υιοθετηθεί και από το ΔΕΕ. Ειδικότερα:
Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-6/04, «Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου», έκρινε ότι: ‘Συναφώς, όπως η Γενική Εισαγγελέας παρατήρησε ορθώς στα σημεία 131 και 132 των προτάσεών της, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και επί της υφαλοκρηπίδας ούτε ότι η Οδηγία περί οικοτόπων εφαρμόζεται στο μέτρο αυτό πέραν των χωρικών υδάτων των κρατών-μελών’ (βλ. σκ. 117).
Ο Γενικός Εισαγγελέας στις προτάσεις του, της 14.9.2006, στην υπόθεση C-111/05 «Aktiebolaget NN v. Skatteverket», και στην παρ. 93 σημειώνει ότι: ‘Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο, και εν προκειμένω η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει εφαρμογή στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και στην υφαλοκρηπίδα ενός κράτους-μέλους, όταν τούτο ασκεί εκεί κυριαρχικά δικαιώματα. Εξ αυτού συνήγαγε ότι το κράτος αυτό παρέβη τις υποχρεώσεις του όταν δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των απαιτήσεων της εν λόγω Οδηγίας’».
Συμπερασματικώς, «τα κατά τ’ ανωτέρω στοιχεία ως προς τις περιοχές που περιλαμβάνονται στο ‘Δίκτυο NATURA 2000’ αποδεικνύουν ότι οι περιοχές αυτές -συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους νησίδων και βραχονησίδων, δίχως να έχει οιαδήποτε νομική σημασία το ποια είναι η έκτασή τους και, a fortiori, το αν κατοικούνται ή όχι -βρίσκονται εντός των συνόρων της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σημείωσε με έμφαση ο Πρ. Παυλόπουλος.
Και κατέληξε λέγοντας: «Κατά συνέπεια, οι κάθε μορφής ‘διεκδικήσεις’, που κατά καιρούς και κατά το δοκούν εγείρει η Τουρκία, είναι αβάσιμες και αυθαίρετες. Συνακόλουθα δε βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Το πόσο δεδομένη είναι η επί των ανωτέρω πραγματικών και θεσμικών δεδομένων στάση των κατά περίπτωση αρμόδιων Ευρωπαϊκών Θεσμών προκύπτει και από το ότι οι Θεσμοί αυτοί έχουν αγνοήσει τις, επίσης αβάσιμες και αυθαίρετες, ‘ενστάσεις’, που η Τουρκία τους έχει απευθύνει, από το 1998 ως σήμερα.
Κατά τούτο, λοιπόν, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο προστίθενται στο Διεθνές Δίκαιο -κυρίως δε, όπως προαναφέρθηκε, στις Συνθήκες της Λωζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947- για να καταστεί σαφές αφενός ότι τα σύνορα και το έδαφος της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουδόλως μπορούν ν’ αμφισβητηθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Και, αφετέρου, ότι, επιπλέον και συνακόλουθα, δεν υπάρχουν ‘γκρίζες ζώνες’ στο Αιγαίο».