«Η καταγωγή και η ιδιοσυστασία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτουν ένα γνησίως φιλελεύθερο -και όχι ακραίως νεοφιλελεύθερο- πρότυπο οικονομικής οργάνωσης» τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος μιλώντας στο 14ο Διεθνές Σεμινάριο Ναυπλίου και στην αντίστοιχη Διεθνή Διάσκεψη με θέμα «Διασφαλίζοντας τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα σε μια Ευρώπη που βρίσκεται σε κρίση: Προκλήσεις και απαντήσεις». Και τούτο διότι, όπως επισήμανε, «τα ακραίως νεοφιλελεύθερα πρότυπα ευνοούν ένα είδος επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», η οποία υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατικής αρχής και, συνακόλουθα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας».
Εστιάζοντας αναλυτικά στους κινδύνους υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε τέσσερις συγκεκριμένους: «Ο πρώτος κίνδυνος υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στον καιρό μας εκπορεύεται από έναν ιδιότυπο «κυβερνητικό δεσποτισμό», ο οποίος οφείλεται, κατά βάση, στη σταδιακή κορύφωση της υπεροχής της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, σε σημείο μάλιστα ώστε να γίνεται λόγος για πραγματική περιθωριοποίηση της τελευταίας. Άρα, σε περιθωριοποίηση του οργάνου που εκφράζει γνησιότερα την έννοια της λαϊκής εκπροσώπησης και, επέκεινα, την δημοκρατική αρχή».
Ο δεύτερος κίνδυνος σχετίζεται με την προστασία, την οποία οφείλει να παρέχει στα μέλη του κοινωνικού συνόλου η Δικαστική Εξουσία και σημείωσε: Η ραγδαία ποιοτική υποβάθμιση και η μείωση της κανονιστικής εμβέλειας του κανόνα δικαίου, τις οποίες μοιραίως συνεπάγεται η κατά τ’ ανωτέρω «ηχηρή» επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο πεδίο της νομοθετικής, έχουν σοβαρότατες επιπτώσεις στον τρόπο, με τον οποίο ασκείται το θεμελιώδες δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, άρα στον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Και υπενθυμίζω, για μιαν ακόμη φορά, ότι η αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης, ως κυρωτικού μηχανισμού σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της νομιμότητας από τα κρατικά όργανα, συνιστά πραγματικό πυλώνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, υπό τη σύγχρονη έννοιά της, δεν είναι νοητή χωρίς την κορυφαία, πολυπρισματική, θεσμική αντηρίδα του Κράτους Δικαίου.
Ο τρίτος κίνδυνος εκπορεύεται από τις παρενέργειες της, ολοένα και εντεινόμενης, ανεξέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της διαρκώς και διευρυνόμενης, σε πλάτος αλλά και σε βάθος, παγκοσμιοποίησης του οικονομικού συστήματος και της κυριότερης συνιστώσας του, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρατηρείται ένας εξαιρετικά ανησυχητικός πολλαπλασιασμός μη κρατικών οντοτήτων με διεθνή δράση, οι οποίες όχι μόνον οικειοποιούνται σημαντικό μέρος της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων που ανήκαν παραδοσιακώς στο δημοκρατικώς οργανωμένο κράτος. Αλλά, επιπλέον, φθάνουν ν’ ασκούν ισχυρό –από πλευράς επερχόμενων κυρώσεων- έλεγχο πάνω σ’ αυτό τούτο το δημοκρατικώς οργανωμένο κράτος.
Αυτή η «αθέμιστη» γέννηση και δράση των κατά τ’ ανωτέρω μη κρατικών οντοτήτων, θίγει την ουσία της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως συστήματος δημοκρατικής οργάνωσης κάθε κράτους, αφού δίχως δημοκρατικώς νομιμοποιημένα όργανα άσκησης εξουσίας δεν είναι καν νοητή η εφαρμογή των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και ο τέταρτος κίνδυνος αφορά τον πυλώνα του κοινωνικού κράτους, το οποίο συνθέτει μια conditio sine qua non για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και αποτελεί, δίχως αμφιβολία, αναπόσπαστο τμήμα όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, αλλ’ αυτού τούτου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η, ευκρινώς παρατηρούμενη στην εποχή μας, φθίνουσα πορεία του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου δημιουργεί, από την ίδια της την φύση, εξαιρετικά «τοξικό» κίνδυνο υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο είναι το αναγκαίο συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει εκ του ότι η καταγωγή και η ιδιοσυστασία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτουν ένα γνησίως φιλελεύθερο -και όχι ακραίως νεοφιλελεύθερο- πρότυπο οικονομικής οργάνωσης. Και τούτο διότι τα ακραίως νεοφιλελεύθερα πρότυπα ευνοούν ένα είδος επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», η οποία υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατικής αρχής και, συνακόλουθα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέδειξε τη σημασία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, τονίζοντας πως αποτελεί το σύστημα εκείνο δημοκρατικής διακυβέρνησης το οποίο υπηρετεί, με τον πιο πρόσφορο τρόπο, το δημοκρατικό ιδεώδες και το επίκεντρό του, τον άνθρωπο. Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα, ο κ. Παυλόπουλος προέταξε πως η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία πρέπει να είναι οδηγός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στην πορεία ολοκλήρωσής του και συμπλήρωσε: «Εξίσου όμως ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία –όπως και η ίδια η Δημοκρατία άλλωστε- είναι ένα εξαιρετικά «ευαίσθητο» αγαθό. Με την έννοια ότι δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση και περίσταση, να θεωρηθεί ότι είναι πλήρως εμπεδωμένο και ασφαλές, δοθέντος ότι οι κίνδυνοι υπονόμευσής του, σ’ έναν κόσμο εκ καταγωγής εχθρικό έναντι του κλασικού «δημόσιου συμφέροντος», είναι υπαρκτοί, ορατοί και διαρκώς μεταλλασσόμενοι».
Πριν από την ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο Ναυπλίου, απονεμήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το προσφάτως καθιερωθέν, Αριστείο Πολιτειακής Αξίας «Ιωάννης Καποδίστριας». Μετά την επίδοση ο κ. Παυλόπουλος εξέφρασε τις ευχαριστίες και τη συγκίνησή του για τη «μέγιστη τιμή» και συνεχάρη τους διοργανωτές για την πρωτοβουλία τους, κάνοντας λόγο για μια σημαντική και καίρια διεθνή διάσκεψη. Πολλώ μάλλον, προσέθεσε, όταν το σεμινάριο αυτό έχει ως «έδρα» του το Ναύπλιο, «αυτή την «κοσμηματοθήκη» που είναι γεμάτη από ανεκτίμητα κειμήλια Ιστορίας και Πολιτισμού, τα οποία διαγράφουν, με εξαιρετικά παραστατικό τρόπο, την πορεία του νεώτερου ελληνικού κράτους, από την ίδρυσή του ως τις μέρες μας».
Με αφορμή την επίδοση του αριστείου, ο κ. Παυλόπουλος έκανε ειδική μνεία στην προσωπικότητα και το έργο του Ιωάνη Καποδίστρια, σημειώνοντας πως ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας υπήρξε όχι μόνον ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας, αλλά και ένας κορυφαίος διπλωμάτης, ο οποίος, προτού αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της πατρίδας μας και ενόσω υπηρετούσε στη ρωσική τσαρική αυλή, επηρέασε και διαμόρφωσε, όσο κανένας άλλος Έλληνας, τη διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής του. Κυρίως, ο κ. Παυλόπουλος ανέδειξε πως η «πλήρης αφοσίωσή (του Ιωάννη Καποδίστρια) στην αγωνιώδη προσπάθειά του να οικοδομήσει κράτος, μέσα στη δίνη του μετεπαναστατικού τοπίου που παρέλαβε μετά την επιτυχία της Εθνεγερσίας του 1821, υπήρξε μοναδική και ανυπέρβλητη, πραγματική «εθνική παρακαταθήκη» προσήλωσης στο εθνικό χρέος και διαρκές παράδειγμα προς μίμηση, ιδίως για τους Έλληνες πολιτικούς». Συμπερασματικά, επισήμανε πως ο Καποδίστριας αφιέρωσε, κυριολεκτικώς, τον εαυτό του στον ιερό σκοπό της δημιουργίας, εκ του μηδενός, σύγχρονου ελληνικού κράτους, βάζοντας τις βάσεις για μιαν Ελλάδα αντάξια του παρελθόντος της αλλά και της προοπτικής της και προσέθεσε: «Ακαταπόνητος και αποφασιστικός, εργάσθηκε «με λογισμό και μ’ όνειρο», για να θυμηθούμε τον στίχο του Διονυσίου Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Μόλις τριάμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, η δολοφονία του στο Ναύπλιο, καθαρώς πολιτική δολοφονία, έβαλε θλιβερό τέλος στο μεγαλόπνοο έργο του και βύθισε τον ελληνικό λαό σε βαρύ πένθος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια, ιδίως κατά τη σημερινή πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία, δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία. Αποτελεί, για όλους μας, δείκτη πορείας, προκειμένου ν’ αντιληφθούμε, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, για την Ελλάδα μας αυτό που συμπυκνώνει καιρίως ένας στίχος του Ιωάννη Πολέμη: «Τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει»«.
Πηγή: ΑΠΕ