Ακόμη και εάν οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομία επαληθευτούν, αυτό δεν ισοδυναμεί με επιστροφή – ή έστω προσέγγιση – στα προ κρίσης επίπεδα.
Αυτό είναι το μήνυμα που αποστέλλει η Eurobank, στο τελευταίο τεύχος της ανάλυσής της «7 Ημέρες Οικονομία», εν όψει των προσωρινών στοιχείων που αναμένεται να ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ τη Δευτέρα για το ελληνικό ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank, αν και αναμένεται ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 3ο τρίμηνο 2017, κάτι που αποτελεί ένα πρώτο βήμα εισόδου της ελληνικής οικονομίας σε ένα μονοπάτι ανάκαμψης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η χώρα επιστρέφει στα προ κρίσης επίπεδα ευημερίας.
Ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιστροφή της σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και οι εν λόγω ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να είναι βιώσιμοι στη μακροχρόνια περίοδο, όπως τονίζουν.
Αναλυτικότερα, η Eurobank αναφέρει ότι «τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017 η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) αναμένεται να ανακοινώσει τα προσωρινά στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών για το 3ο τρίμηνο 2017. Η επόμενη δημοσίευση, δηλαδή των στοιχείων για το 4ο τρίμηνο 2017, είναι προγραμματισμένη για τις 5 Μαρτίου 2018. Δύο μέρες αργότερα, ήτοι στις 7 Μαρτίου 2018, αναμένεται η ανακοίνωση της 1ης εκτίμησης για τον ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του έτους 2017».
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2017), ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ) στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,6% το 2017 και να αυξηθεί στο 2,5% για τα επόμενα δύο έτη.
Το αντίστοιχο μέγεθος σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή η ποσοστιαία αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, προβλέπεται στο 2,5%, 3,4% και 4,1% για τα έτη 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα.
Οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις ισοδυναμούν με σωρευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα (2016 – 2019) κατά 6,8% ή 10,5% σε τρέχουσες τιμές (αυξητική επίδραση λόγω της προβλεπόμενης ενίσχυσης του πληθωρισμού).
Σε όρους αξίας, η εγχώρια παραγωγή τελικών αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να διαμορφωθεί στα €197,1 δις σε σταθερές τιμές το 2019 από €184,6 δις το 2016 (+€12,5 δις) και στα €192,4 δις σε τρέχουσες τιμές το 2019 από €174,2 δις το 2016 (+€18,2 δις).
Όπως παρατηρεί η Eurobank, ένα πρώτο βήμα για την επαλήθευση (προσεγγιστικά) των παραπάνω προβλέψεων δύναται να πραγματοποιηθεί με την ανακοίνωση θετικών αποτελεσμάτων για την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο 2017.
Για να επαληθευτεί η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και της εισηγητικής εκθέσεως του προϋπολογισμού 2018) για ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 1,6% το 2017 τότε θα πρέπει ο τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το 3ο και το 4ο τρίμηνο 2017 να διαμορφωθεί σε επίπεδα οριακά υψηλότερα του 1,3%.4 Πόσο πιθανό είναι αυτό το σενάριο; Η αναφορά μας εστιάζεται στο 3ο τρίμηνο 2017.
Βάσει των δημοσιευθέντων μηνιαίων και τριμηνιαίων οικονομικών δεικτών, η εικόνα που διαμορφώνεται για τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης είναι θετική.
Έτσι, η Eurobank αναμένει ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 3ο τρίμηνο 2017. Πιθανή επιβεβαίωση του προαναφερθέντος σεναρίου δύναται να ερμηνευτεί ως ένα πρώτο βήμα εισόδου της ελληνικής οικονομίας σε ένα μονοπάτι ανάκαμψης (απομάκρυνση του σεναρίου της παγίδας στασιμότητας).
Ωστόσο, όπως τονίζει, «θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ακόμα και στην περίπτωση που επαληθευτούν οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης των ετών 2017 (1,6%), 2018 & 2019 (2,5%) αυτό δεν θα ισοδυναμεί με επιστροφή (ή έστω προσέγγιση) στα προ κρίσης (2007) επίπεδα ευημερίας.
Για παράδειγμα, αν η ελληνική οικονομία μεγεθυνθεί με 1,6% το 2017, 2,5% το 2018 & 2019 και με 2,0% (3,5%, 1,4%) για την περίοδο 2020-2031 (2020-2026 και 2020-2036) τότε θα χρειαστεί να περάσουν 15 χρόνια (10 και 20) για να επιστρέψει το πραγματικό ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα (αυτό το σενάριο δεν αποτελεί εκτίμηση της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών).
Ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν είναι μόνο η επιστροφή της σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης έτσι ώστε να καλύψει σε σχετικά σύντομο χρόνο την απώλεια εισοδήματος – παραγωγής των προηγούμενων 10 ετών. Εξίσου σημαντικό είναι οι εν λόγω ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να είναι βιώσιμοι στη μακροχρόνια περίοδο.
Αρνητικές οικονομικές διακυμάνσεις (διαταραχές είτε στη ζήτηση είτε στην προσφορά) θα συμβούν και στο μέλλον, κατά πόσο αυτές θα εξελιχθούν σε έναν βραχύβιο οικονομικό κύκλο ή σε μια μεγάλη ύφεση θα εξαρτηθεί από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας (ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια, ποιότητα θεσμών, υγιή δημοσιονομικά, αξιοπιστία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής κ.α.).
Η περίοδος 2007-2016 αποτελεί τρανό παράδειγμα του δεύτερου σεναρίου».