Συνέντευξη στη Σπυριδωνία Κρανιώτη
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος παρουσιάζει το έργο «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα» για 10 μόνο παραστάσεις από την Τετάρτη 1 Νοεμβρίου και κάθε Τετάρτη στις 18.00, στο Από Μηχανής Θέατρο.
Ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης μίλησε στο zougla.gr για το έργο και τις ιδιαιτερότητες του και τόνισε πως το κοινό διψά για αυτά τα υπέροχα ελληνικά κείμενα. Ακόμη επεσήμανε πως οι συνθήκες είναι οι πιο αντίξοες μέσα σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση για τους καλλιτέχνες αλλά παραμένει αισιόδοξος.
Επιπλέον αποκάλυψε τα μελλοντικά του σχέδια καθώς και τι ονειρεύεται για την καλλιτεχνική του διαδρομή.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας έκαναν να επιλέξετε τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και να τα διασκευάσετε για το θέατρο;
Ο βασικός λόγος ήταν η δεδομένη περίοδος της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια.
Το κείμενο των «Απομνημονευμάτων» ήρθε πολύ φυσικά στις επιλογές μου, ένιωσα την πολύ μεγάλη ανάγκη να τα μεταφέρω στο θέατρο ειδικά όταν διάβασα τον πρόλογο όπου ο Μακρυγιάννης γράφει μεταξύ των άλλων:
«… γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ φτάνω ὧν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν να χαθούμεν…»
Ήταν αυτό το «κιντυνεύομεν να χαθούμεν» που με οδήγησε να ασχοληθώ επί 3 χρόνια με αυτά τα κείμενα.
Πώς επιλέξατε τα αποσπάσματα που χρησιμοποιείτε; Συναντήσατε κάποιες δυσκολίες στην απόδοσή τους;
Τα «Απομνημονεύματα» είναι ένα κείμενο – ποταμός τουλάχιστον 450 πυκνογραμμένων σελίδων. Χρειάστηκε να γίνει ξανά και ξανά επεξεργασία και περίπου 20 εκδοχές για να καταλήξω σ’ ένα απάνθισμα αποσπασμάτων που δίνουν κατά την άποψη μου την ουσία ολόκληρου του έργου χωρίς όμως να αποδυναμώνεται ο λόγος του Μακρυγιάννη κατά τη θεατρική προσαρμογή του.
Έγινε δραματουργικά ας πούμε ένα χρονολόγιο της ελληνικής ιστορίας μέσα από την πορεία του αγωνιστή εστιάζοντας κυρίως στη μετεπαναστατική βαυαροκρατούμενη Ελλάδα όπου τα γεγονότα μοιάζουν τρομακτικά επίκαιρα με τα σημερινά που ζούμε όλοι μας. Και φαίνεται τελικά ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά εδώ και 200 χρόνια.
Με ποια κριτήρια επιλέγετε κάθε φορά τα έργα που ανεβάζετε;
Το βασικό μου κριτήριο είναι αν με συγκινούν πρώτα τον ίδιο και μετά αν έχουν πραγματικά να πουν κάτι και στην κοινωνία. Δεν μπορώ ευτυχώς ή δυστυχώς να δω το θέατρο αποκλειστικά και μόνο ως διασκέδαση αν και θα έπρεπε να το κάνω αυτό που και που για λόγους επιβίωσης. Δεν θεωρώ φυσικά ότι η τέχνη από μόνη της θα σώσει τον κόσμο. Θα πρέπει και ο κόσμος να θέλει να σωθεί.
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι αποκλειστικά με ελληνικά κείμενα και συγγραφείς από τη λογοτεχνία μας όπως είναι ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα. Δεν γνωρίζω αν συμβαίνει από σύμπτωση αυτό αλλά βρίσκω πολύ έντονη θεατρικότητα μέσα στη γλώσσα τους ακόμα και αν έχω πλήρη συνείδηση ότι δεν είναι κατά βάση θεατρικά κείμενα.
Παρόλα αυτά είναι τόσο αριστουργηματικά και με τέτοιο μοναδικό ύφος, ρυθμό και ποιητικές εικόνες που μπορούν να γίνουν θέατρο. Έχουν φυσικά τη δική τους αρχιτεκτονική και οφείλεις να την αφουγκραστείς και να τα υπηρετήσεις πραγματικά. Όπως φαίνεται και το κοινό διψά για αυτά τα υπέροχα ελληνικά κείμενα και χαίρομαι πολύ που και αρκετοί συνάδελφοι μου ασχολούνται πλέον με λογοτεχνικά ελληνικά κείμενα.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης νιώθει επιτακτική την ανάγκη να μεταδώσει το ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας στις γενιές που έρχονται. Πώς νιώθετε που εσείς με ένα τρόπο βοηθάτε να ακουστεί εκ νέου ο λόγος του;
Το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο για 50 περίπου χρόνια μέσα στ’ απόλυτο σκοτάδι. Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ως τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας από τον θάνατο του Μακρυγιάννη. Δεκαεφτά μήνες έκανε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει και να το αντιγράψει. «Είμαι ένας αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω σειρά ταχτική στα γραφόμενα…» γράφει ο Μακρυγιάννης.
Αποδείχτηκε όμως ότι ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του. Είναι «…το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά…» όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιο του «Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης».
Έγραψε λοιπόν τα «Απομνημονεύματα» αφήνοντας μια παρακαταθήκη για εμάς τους μεταγενεστέρους να συνεχίζουμε ν’ αγωνιζόμαστε για ελευθερία και πραγματική ανεξαρτησία, για δημοκρατία. Έννοιες δηλαδή σχεδόν χαμένες αφού τις έχουν καπηλευτεί κάποιοι εις βάρος των πολλών. Είναι εκείνοι «οι εξοχότατοι και οι εκλαμπρότατοι» που κατατρέχουν τους πολλούς και «τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν», όπως περιγράφει ο αγωνιστής στα «Απομνημονεύματα». Νομίζω ότι αυτός είναι και παραμένει ο πιο ισχυρός λόγος που με ώθησε να δουλέψω με αυτά τα μοναδικά κείμενα που είναι ακόμη και σήμερα άγνωστα στους περισσότερους Έλληνες.
Τι κρατάτε έντονα από τη σκέψη του Μακρυγιάννη;
Πέρα από το εμβληματικό «είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ» σίγουρα 3 γραμμές που πάντα με συγκινούν: «όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από εμάς και μένει και μαγιά» Έχει δικαιωθεί πιστεύω ο λόγος του εδώ και 10 χιλιάδες χρόνια της ιστορίας μας.
Τι νόημα έχουν σήμερα η λέξεις πατρίδα, αρετή και πατριωτισμός στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης;
Η οικονομική κρίση που περιγράφετε για μένα είναι μια φτιαχτή συνθήκη υποδούλωσης των πολλών και ένας ακόμη μηχανισμός της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής νέας τάξης όπου φυσικά δεν αναγνωρίζει ούτε σύνορα, ούτε έθνη. Οι παραπάνω λέξεις «πατρίδα, αρετή και πατριωτισμός» κοντεύουν να αποκτήσουν στις μέρες μας μια αρνητική έννοια μέσα από επικοινωνιακό ορυμαγδό και μαζική πλύση εγκεφάλου. Αυτό ίσως να λέγεται και αντιστροφή της πραγματικότητας. Είναι το νέο μέσο καταρράκωσης συνειδήσεων. Πατρίδα σήμερα για τους ισχυρούς είναι το χρήμα. Και όπως ακούμε τελευταία μάλλον πατρίδα τους είναι κάτι εξωτικά νησιά με φοίνικες που βουλιάζουν από μαύρο ξεπλυμένο χρήμα. Οι πολλοί έχουν μόνο την ευθύνη να αντισταθούν σε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι πλέον θέμα επιβίωσης.
Πώς βλέπετε την ανταπόκριση του κόσμου;
Ζούμε και εμείς στην θεατρική Αθήνα των 1000 και πλέον παραστάσεων, υπάρχει και η δική μας που παίζεται μόνο κάθε Τετάρτη απογευματινή. Δύσκολη η συνθήκη και ειδικά σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που επηρεάζει όπως είναι φυσικό και το θεατρικό κοινό. Παραμένω αισιόδοξος μόνο από τη θέρμη και τη συγκίνηση του κόσμου. Άλλωστε η καλύτερη διαφήμιση είναι ν’ ακουστεί η παράσταση από στόμα σε στόμα.
Η μουσική τι ρόλο παίζει στην παράσταση;
Παίζει βασικό ρόλο στην παράσταση και σε αντιστοιχία με την προηγούμενη δουλειά του «Αμερικάνου» του Παπαδιαμάντη (θα επαναληφθεί και αυτή για 8 παραστάσεις τον Δεκέμβριο). Η μουσική που παίζεται ζωντανά από τη Σύλβια Κουτρούλη δεν έρχεται μόνο να συνοδέψει το κείμενο του Μακρυγιάννη. Ακολουθεί τα συναισθήματα του ήρωα και τονίζει την πικρία του, την απογοήτευση αλλά και την ελπίδα του καθώς αφηγείται τα γεγονότα για την Ελλάδα. Ακούγονται επί σκηνής ο ταμπουράς (όργανο όπου έπαιζε ο ίδιος ο Μακρυγιάννης), νέυ, και πολίτικο λαούτο.
Είστε ηθοποιός και σκηνοθέτης. Τι σας συγκινεί περισσότερο και τι ονειρεύεστε για την καλλιτεχνική σας διαδρομή;
Νομίζω ότι το μεγαλύτερο όνειρο μου πλέον είναι ένας χώρος που να μπορεί να στεγάσει τις δουλειές μας. Είναι η επιτακτική ανάγκη της ομάδας «ηθικόν ακμαιότατον» και ελπίζω ότι σύντομα θα πραγματοποιηθεί. Φυσικά είναι επιθυμία μου να υπάρχουν περισσότεροι σταθεροί συνεργάτες δίπλα μας. Οι συνθήκες είναι οι πιο αντίξοες μέσα σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση για τους καλλιτέχνες αλλά παραμένω αισιόδοξος.
Πώς βλέπετε την πορεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου;
Το ελληνικό σύγχρονο θέατρο έχει ανάγκη από ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία. Θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να δοθεί μεγάλη προτεραιότητα στην ενίσχυση νέων Ελλήνων συγγραφέων αλλιώς δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο. Έγινε εφέτος μια προσπάθεια από πλευράς Υπουργείου Πολιτισμού με τη μικρή επαναφορά των θεατρικών επιχορηγήσεων και θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε ως θετικό αυτό μέσα στη μεγάλη λαίλαπα του γενικού ξεπουλήματος. Εξακολουθεί φυσικά να με ανησυχεί πολύ ότι πάντα επιβιώνει και με την οποιαδήποτε συνθήκη μια συγκεκριμένη κάστα καλλιτεχνών που συντηρείται διακαώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες λες και δεν υπάρχουν άλλοι καλοί καλλιτέχνες. Δεν αναφέρομαι φυσικά στα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα που επιτελούν ίσως ένα συγκεκριμένο ρόλο και ίσως καθόλου τυχαία σε αυτήν την άγρια εποχή. Όμως τα δημόσια ιδρύματα πολιτισμού όπως για παράδειγμα το Εθνικό μας θέατρο ή το Ελληνικό Φεστιβάλ έχουν θεσμικές υποχρεώσεις που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμά μας. Οφείλουν λοιπόν να μην τις παραβλέπουν εφόσον επιχορηγούνται από τον ελληνικό λαό. Μια βασικότατη υποχρέωσή τους είναι και να λειτουργούν με απόλυτη διαφάνεια και όχι ως ιδιοκτησία του εκάστοτε διευθυντή.
Τι σας δίνει χαρά στην καθημερινότητα σας;
Κάποιοι καλοί φίλοι, το διάβασμα, η φύση πάντα.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Θα παρουσιάσω τον Μάιο του 2018 με 10 ακόμη ηθοποιούς και μουσικούς το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του Σαίξπηρ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.