Απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων χρειάζεται να διανύσουν, προκειμένου να φτάσουν στην Ελλάδα, περίπου οκτώ στα δέκα λουλούδια, που πωλούνται σήμερα στην ελληνική αγορά, καθώς το 80% των δρεπτών ανθέων και πρασινάδων εισάγεται, κυρίως, από την Ολλανδία.
Κι όμως, λίγες δεκαετίες πριν, η εικόνα ήταν ακριβώς η αντίστροφη: μόλις το 20% των λουλουδιών προερχόταν από το εξωτερικό, ενώ το 80% καλλιεργούνταν στην Ελλάδα από ντόπιους παραγωγούς.
Η συρρίκνωση της ελληνικής ανθοπαραγωγής, απόρροια συνδυασμού αρνητικών παραγόντων, οικονομικών και κοινωνικών, αποτυπώνεται στο εμβαδόν των καλλιεργούμενων εκτάσεων, οι οποίες στο ίδιο διάστημα υποδεκαπλασιάστηκαν, αλλά και στον αριθμό των παραγωγών και στους τζίρους των συνεταιρισμών του κλάδου, που μειώθηκαν κάθετα.
Ο πρόεδρος του Αγροτικού Ανθοπαραγωγικού Συνεταιρισμού Αθηνών «Κεντρική Ανθαγορά Αθηνών» Αθανάσιος Κελμάγερ διευκρινίζει ότι ο «κρυμμένος θησαυρός» της ελληνικής γης -τα ενδημικά είδη ανθέων- θα βοηθήσει την ελληνική παραγωγή να περάσει στη νέα εποχή.
«Καταλήξαμε σε 16 ενδημικά αυτόχθονα ελληνικά λουλούδια, τα οποία θα είχαν καλή εξαγωγική πορεία: μεταξύ αυτών η τουλίπα, που μπορεί να είναι σήμα κατατεθέν της Ολλανδίας, αλλά προέρχεται από τη Χίο, τη Σάμο και τα παράλια της Μικράς Ασίας, οι τρεις ποικιλίες ελληνικής παιώνιας, οι ελληνικές ορχιδέες, η κενταύρια και η παυλώνια» εξηγεί ο κ. Κελμάγερ.
Γιατί μειώθηκε η ελληνική ανθοπαραγωγή;
Τι έκανε όμως τους Έλληνες ανθοπαραγωγούς να εγκαταλείψουν μαζικά την καλλιέργεια;
Κατά τις «χρυσές» εποχές της ανθοπαραγωγής, το 1989, μόλις δύο νταλίκες με άνθη εισαγωγής έφταναν στην Αθήνα κάθε εβδομάδα, ενώ σήμερα η πόλη υποδέχεται εβδομαδιαίως πάνω από 20 νταλίκες με λουλούδια μόνο από την Ολλανδία.
Το 1989 οι ανθοπαραγωγοί μόνο στην Τροιζήνα ξεπερνούσαν τους 200, γι’ αυτό και τα «Ανθεστήρια», με άρματα στολισμένα με λουλούδια από κάθε χωριό της περιοχής, γίνονταν εκεί. Σήμερα, έχουν απομείνει μόλις 30 ανθοπαραγωγοί.
Τι συνέβη, λοιπόν, στο μεσοδιάστημα;
«Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 τα ελληνικά άνθη ήταν περισσότερα από τα εισαγόμενα, αλλά η καλλιέργεια άρχισε να φθίνει και στις αρχές του 2000 ξεκίνησε η μεγάλη κατηφόρα. Πολλές καλλιέργειες άλλαξαν χέρια και άλλες μετατράπηκαν σε οπωροκηπευτικών, λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής για την ανθοκαλλιέργεια. Επιπλέον, δεν κληροδοτούνταν πια ανθοκαλλιέργειες, αφού τα παιδιά των παραγωγών γίνονταν γιατροί και δικηγόροι, σταμάτησε ο κλήρος δηλαδή, γιατί όλοι τείνουμε να κοιτάζουμε το σήμερα κι όχι το αύριο. Τις καλές εποχές οι καλλιεργούμενες με λουλούδια εκτάσεις ξεπερνούσαν τα 20.000 στρέμματα πανελλαδικά, κυρίως υπαίθρια. Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 2.000 στρέμματα, πολλά από τα οποία αφορούν θερμοκήπια. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν λάβαμε επιδοτήσεις ή ενισχύσεις ως κλάδος, όλες οι επενδύσεις μας έγιναν με δικά μας χρήματα, με ίδια κεφάλαια» εξηγεί ο Αθανάσιος Κελμάγερ και προσθέτει πως και οι τιμές των λουλουδιών στη διάρκεια της κρίσης έχουν μειωθεί πολύ, με την πτώση να αγγίζει το 40% σήμερα, σε σχέση με το 2008.
Τριαντάφυλλα το 50% της ελληνικής παραγωγής
Παρά τις δυσκολίες όμως και την αποχώρηση πολλών παραγωγών, αρκετοί είναι αυτοί που επιμένουν να παράγουν ελληνικά λουλούδια.
«Το 50% της ελληνικής παραγωγής αφορά σε τριαντάφυλλα και το υπόλοιπο χρυσάνθεμα, ζέρμπερες, πρασινάδες και εποχικά π.χ. νεραγκούλες ή ηλίανθους. Καλά τα πηγαίνουμε στο γυψόφυλλο, όπου υπάρχουν τρεις καλλιεργητές, οι οποίοι κάνουν πολύ καλή δουλειά, κι έτσι ενώ παλαιότερα εισήγαμε μεγάλο αριθμό φορτίων γυψόφυλλου από το Ισραήλ, τώρα δεν χρειάζεται να κάνουμε πια εισαγωγές» σημειώνει ο κ. Κελμάγερ.