Την εκτίμηση ότι μια δημοσιονομική χαλάρωση θα μπορούσε να φέρει βελτίωση του μελλοντικού δυνητικού προϊόντος και ταυτόχρονα μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μεσομακροπρόθεσμα προβάλει η Eurobank, σε μελέτη της για το «πώς η περαιτέρω χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ αλλά και σε βελτίωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών μεσομακροπρόθεσμα».
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η δημοσιονομική χαλάρωση που θα μπορούσε να σημαίνει μια υποθετική χαλάρωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, θα μπορούσε να οδηγήσει τόσο σε υψηλότερα επίπεδα ΑΕΠ, όσο και σε χαμηλότερο λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μεσομακροπρόθεσμα σε σχέση με το υφιστάμενο βασικό σενάριο βιωσιμότητας.
Μάλιστα, η Eurobank τονίζει ότι θεωρεί σημαντική την επανεξέταση/επαναξιολόγηση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των αρνητικών μακροοικονομικών επιπτώσεων που συνεπάγονται οι (ούτως ή άλλως απαιτητικοί) στόχοι αυτοί».
Άλλωστε, όπως σημειώνεται «στην Ελλάδα, ένα πρωτόγνωρο σε μέγεθος (και ιδιαίτερα εμπροσθοβαρές) πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 2010 με στόχο την επίτευξη εσωτερικής υποτίμησης και την εξάλειψη των προ-κρίσης μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Το εν λόγω πρόγραμμα συνέβαλε στη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, χωρίς ωστόσο να επιτύχει έως τώρα τη σταθεροποίηση της δυναμικής του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.
Και αυτό, παρά την προαναφερθείσα δημοσιονομική προσαρμογή καθώς και τις όποιες ευεργετικές επιδράσεις του προγράμματος εθελοντικής συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην ανταλλαγή ελληνικών κρατικών ομολόγων (PSI) καθώς και τα ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα».