Γενικά αισιόδοξος για την έκβαση του Eurogroup της ερχόμενης Πέμπτης δηλώνει ο Ραλφ Μπρινκχάους, αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας (CDU) σε συνέντευξή του.
Μιλώντας στην Deutsche Welle τόνισε πως δεν ζηλεύει όμως καθόλου τη θέση του Β.Σόιμπλε τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Ο υπουργός μας των Οικονομικών πρέπει να έχει δύο πράγματα προ οφθαλμών. Το πρώτο είναι φυσικά μια λύση για την Ελλάδα, και το δεύτερο, η λύση να είναι αποδεκτή από το γερμανικό κοινοβούλιο και τον γερμανικό λαό. Και οι δύο δεν ενθουσιάζονται με την ελάφρυνση του χρέους. Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας για τον Σόιμπλε, γι αυτό η απόφαση της 15ης Ιουνίου πρέπει να προκύψει μετά από μεγάλη σκέψη».
«Ο 49χρονος χριστιανοδημοκράτης πολιτικός, ο οποίος έχει εξελιχθεί σε άνθρωπο εμπιστοσύνης του Γερμανού ΥΠΟΙΚ, έζησε από τα βουλευτικά έδρανα την ελληνική κρίση από το ξεκίνημά της και ανήκει σε αυτούς που έδωσαν μάχη για να συγκεντρωθεί πλειοψηφία το κρίσιμο 2015 στη γερμανική βουλή για την έγκριση του τρίτου προγράμματος», σημειώνει η Deutsche Welle καθώς ο ίδιος ο Ραλφ Μπρινκχάους θυμάται πως «δεν ήταν τότε εύκολο ούτε στην κοινοβουλευτική μου ομάδα να βρούμε πλειοψηφία, γιατί τα ποσά που πήγαν στην Ελλάδα είναι μεγάλα κι αυτό λησμονείται συνεχώς».
Προσθέτει επίσης πως «ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού χρέους στέκεται στο σβέρκο των Ευρωπαίων φορολογούμενων. Γίνεται συνεχώς λόγος για τις θυσίες των Ελλήνων. Είναι σωστό, το αναγνωρίζουμε και το σεβόμαστε. Αλλά θα χαιρόμουν εάν και οι Έλληνες έβλεπαν τις επιδόσεις άλλων χωρών, όχι μόνο οικονομικά ισχυρών, αλλά και πιο φτωχών στην ΕΕ. Είναι χρήματα που απέκτησαν με πολύ κόπο οι φορολογούμενοι αυτά που θέλουν οι Έλληνες».
Την παράξενη σιωπή η οποία επικρατεί το τελευταίο διάστημα στις τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ σε αντίστοιχες κρίσιμες ημέρες του παρελθόντος, Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές βουλευτές συναγωνίζονταν σε σκληρές δηλώσεις σχετικά με την υλοποίηση του προγράμματος, ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας (CDU) την αποδίδει στη συσσώρευση διεθνών προβλημάτων, αρχής γενομένης από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διεθνή πολιτική, και το βρετανικό Brexit.
Ο Ραλφ Μπρινκχάους απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα της Deutsche Welle εάν πιστεύει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο: «Πρέπει να δούμε τι θα συμβεί στην Ελλάδα τα επόμενα δέκα χρόνια, επ’ αυτού είναι σημαντικό να συνεχιστεί γρήγορα και με μεγαλύτερη συνέπεια η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων, πρέπει να δούμε τους νόμους να εφαρμόζονται. Εξ άλλου, ελάφρυνση του χρέους έχει γίνει στο παρελθόν. Το πρόβλημα του χρέους δεν θα είναι το κυρίαρχο για τα επόμενα δέκα χρόνια, αλλά η αποδοτικότητα της οικονομίας, κι αυτό ελάχιστα σχετίζεται με το χρέος». Όπως και ο Β. Σόιμπλε, έτσι και αυτός επιμένει ότι κάθε συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους αυτήν τη χρονική στιγμή είναι άκαιρη, ότι άλλη είναι η προτεραιότητα. «Διαφωνούμε για κάτι που μπορεί να είναι ίσως σημαντικό αργότερα, σε 15 με 20 χρόνια» επαναλαμβάνει και εξηγεί: «Τώρα πρέπει να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στους επενδυτές, να πατήσουν στα πόδια τους οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τη μοναδική ευκαιρία του τουρισμού… Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δώσει πειστικές εξηγήσεις για το τι σχέση έχει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τα επόμενα 10 χρόνια με τη ελάφρυνση του χρέους, το οποίο πρέπει να επιστραφεί, ούτως ή άλλως, σε 20, 30 χρόνια… Η συζήτηση για το χρέος είναι πλασέμπο (σ.σ. εικονικό φάρμακο, το οποίο δημιουργεί αυθυποβολή)…. Εάν περνούσαμε το χρόνο συζήτησης κάνοντας σκέψεις για το πώς θα ενισχύσουμε την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, τότε θα είχαμε κερδίσει από καιρό πολλά».
Ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. της CDU δεν θέλησε να τοποθετηθεί για τις συμβιβαστικές προτάσεις Λαγκάρντ. Το αφήνει στην κρίση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που θα τις διαπραγματευτεί. «Το επόμενο στάδιο είναι η γερμανική Βουλή, όπου η απόφαση του Eurogroup θα εξεταστεί για το κατά πόσο είναι βιώσιμη» λέει. «Σε κάθε περίπτωση σημαντικό είναι να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, πρόκειται για θεσμό που δεν υπάγεται στην ΕΕ, διασφαλίζει κάποια ουδετερότητα».
Πηγή: Deutsche Welle