Οι Κουλουριώτες, έχει ακουστεί πως «μισούν» τους Αιγινίτες για δύο λόγους: ο πρώτος αφορά την πιο καθαρή θάλασσα και τις παραλίες κυρίως του Νότου του νησιού των φιστικιών, που προτιμούν οι Αθηναίοι και οι Πειραιώτες όταν θέλουν να συνδυάσουν σύντομη εκδρομή και μερικές βουτιές (ενώ στη Σαλαμίνα θα βρεθείς μόνο αν έχεις γιο ναύτη ή σου προξενεύουν ένα οικόπεδο – ευκαιρία στην Κατσιβίγλα!). Ο δεύτερος, αφορά την αρχαιότητα, στην παράδοση, την κουλτούρα. Λένε οι Σαλαμίνιοι: εκεί βλέπεις μερικές στήλες από το ναό της Αφαίας και τέλος. Ενώ στα δικά μας τα στενά, ο Θεμιστοκλής κατατρόπωσε τους Πέρσες και δόξασε την Αθήνα. Κατά τα άλλα, τα δύο πλησιέστερα νησιά στην Αττική, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αποτελούν συχνή επιλογή εκδρομής, σε αντίθεση με τα κυκλαδονήσια που είναι ακριβότερα, κουραστικά και δέρνονται σχεδόν μόνιμα από τη μανία του Αιόλου! Του λόγου μου, βρέθηκα μοναδική φορά στην Αίγινα αρχές δεκαετίας του 1950, εννοείται πιτσιρικάς με κοντά παντελόνια και με τον γονιό να μου κρατάει το χέρι «για να μη χαθώ»! Επιλογές στην ακτή Τζελέπη υπήρχαν τρεις. Θυμάμαι το κατάμαυρο «Πίνδος», το καλοτάξιδο (όπως λέγανε οι αχθοφόροι στο μουράγιο) «Καλαμάρα», και το «Νεράϊδα», ένα πλοίο στα λευκά, σκέτη γόησσα. Με αυτό ταξιδέψαμε και διαπίστωσα ότι ήταν γρήγορο, όπως «έταζε» ένας βαθμοφόρος του πλοίου (ή κράχτης) στο ντόκο: «Είμαστε το ταχύτερο και πιο σύγχρονο καράβι στον Περαία», φώναζε και έκοβε αβέρτα εισιτήρια. Αργότερα, πληροφορήθηκα ότι αυτός ο «φωνακλάς» σαρανταπεντάρης με το περίεργο κασκέτο και τα αμφιλεγόμενα γυαλιά ήταν ο πλοιοκτήτης, ο Γιάννης Λάτσης… Από τότε, δεν έτυχε να επισκεφθώ δεύτερη φορά το νησί. Οι γνώσεις μου, περιορίζονται στα ρεπορτάζ «μιζέριας» που δημοσιεύει η δεκαπενθήμερη «Μάχη», την οποία μου στέλνει ταχυδρομικά ο φίλτατος συνάδελφος Σπύρος Νικολόπουλος. Μέσα από τις σελίδες, έμαθα για  τα προβλήματα (ύδρευσης, ανεργίας, ακαμψίας του Δήμου) και, πιστέψτε με, συμπάσχω με τον καημό των ψυχών που επιμένουν να ζουν εκεί και να αγαπούν τον τόπο τους. Μέσα από τις σελίδες, γνώρισα όμως και κάποιες πένες εξαιρετικές, θα έλεγα κινούνται μεταξύ χρονογραφήματος, σπαρακτικού ρεπορτάζ, ιστορικής μνήμης και ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Η κυρία Ελένη Γαλάνη – για παράδειγμα- στο άρθρο της τελευταίας σελίδας είναι χάρμα, με ύφος, εικόνες, καθαρό λόγο. Η «Μάχη», που ήδη έκλεισε τριαντατόσα χρόνια ζωής, αποτελεί χρήσιμο εργαλείο και φυσικά μοχλός πίεσης μήπως και κάποια ‘στραβά’ οδηγηθούν σε λύση. ‘Δυο βήματα’ από τον Πειραιά είναι η Αίγινα, και όμως – διάβολε- δεν έχει πόσιμο νερό. Γιατί κύριε υπουργέ Ανάπτυξης ( ή Δημοσίων Εργων…) δεν έχει προχωρήσει μια οριστική λύση; Ο νομάρχης Γιάννης Μίχας, που είναι έξυπνος άνθρωπος αποδεικνύεται ότι έχει τα χέρια του δεμένα. Οι διάσημοι συνάδελφοι (εννοώ τον εξαιρετικό δημοσιογράφο Κώστα Παπαϊωάννου και τον γνωστό στο Πανελλήνιο λόγω τηλοψίας Νίκο Κακαουνάκη) έχουν ασχοληθεί με σχόλια και άρθρα για το νησί, αλλά τα μηνύματά τους μάλλον στάλθηκαν… στη έρημο Σαχάρα. Μόνο ένας νεαρός φίλος στη δημοσιογραφία – ο Κωστάκης Κοφινάς – διατηρεί το κέφι του και το μεράκι του για την Αίγινα, κι’ όλο μου τηλεφωνεί να με ενημερώσει για το ποδόσφαιρο του νησιού που «σύντομα θα πάρει τα πάνω του». Του απαντώ: «χωρίς φράγκα και ολίγη διαπλοκή με την ηγεσία, τη διαιτησία κλπ., δεν γίνεται τίποτα», αλλά εκείνος δεν καταλαβαίνει και ελπίζει στο μεγαλείο του «Σαρωνικού» και της «ΑΕ Αίγινα» (τα γράφω σωστά;). Και μου πλασάρει ένα μικρό σφιχτοδεμένο σακουλάκι με φιστίκια: «Πάρε αρχηγέ, είναι από τα γνήσια», μου λέει!  

Μεταξύ μας: έχουν μια γεύση και ένα άρωμα, που ούτε στον καλύτερο ύπνο του δεν μπορεί να ονειρευτεί ο… Καρδασιλάρης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης