Η τεστοστερόνη και οι άλλες ορμόνες του φύλου και της αναπαραγωγής έχουν κάποιο ρόλο στη σεξουαλική επιθυμία της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, όχι όμως και τον πιο σημαντικό.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη μάλιστα, παράγοντες όπως η συναισθηματική ευεξία και η ποιότητα της οικειότητας μέσα στη σχέση είναι ίσως πιο σημαντικοί.
Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν τα δεδομένα από 3.000 γυναίκες μέσης ηλικίας, οι οποίες συμμετείχαν για 10 χρόνια τουλάχιστον σε μια μεγάλη μελέτη, όπου συμπλήρωναν ετησίως ερωτηματολόγια κι έδιναν δείγμα αίματος για τη μέτρηση των επίπεδων των ορμονών. Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 42-52 και στον 10ο χρόνο της μελέτης το 77% είχε περάσει στην εμμηνόπαυση, ενώ το 75% λάμβανε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Τα ετήσια ερωτηματολόγια έδωσαν στοιχεία σχετικά με το πόσο συχνά οι γυναίκες ένιωθαν επιθυμία για σεξουαλική επαφή με σύντροφο ή για αυτοϊκανοποίηση και πόσο συχνά προχωρούσαν στην πράξη μέσα στους τελευταίους έξι μήνες. Αυτές που απάντησαν ότι είχαν σεξουαλική δραστηριότητα με σύντροφο ρωτήθηκαν επίσης σχετικά με τα επίπεδα διέγερσης, τη συχνότητα κολπικού ή πυελικού πόνου κατά τη διάρκεια της συνουσίας, καθώς και τη χρήση λιπαντικών. Οι γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης ανέφεραν πιο συχνά πρακτικές αυτοϊκανοποίησης και υψηλότερα επίπεδα σεξουαλικής επιθυμίας και διέγερσης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο «Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism». Οι γυναίκες που είχαν υψηλότερα επίπεδα της θυλακιοτρόπου ορμόνης, η οποία αυξάνεται κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, ανέφεραν σε μικρότερο βαθμό τη χρήση αυνανιστικών πρακτικών, το αίσθημα διέγερσης και την εμπειρία του οργασμού.
Οι ορμόνες δεν βρέθηκε να συνδέονται με τον πόνο που σχετίζεται με τη σεξουαλική δραστηριότητα. Ακόμα και στο ζήτημα της σεξουαλικής λειτουργίας ως τέτοιας, οι ορμόνες έπαιζαν έναν μικρό ρόλο. Οι γυναίκες που είχαν λιγότερο συχνά κακή διάθεση και ανέφεραν υψηλοτέρα επίπεδα ικανοποίησης από τη σχέση, ανέφεραν επίσης και καλύτερη σεξουαλική λειτουργία.
Οι ερευνητές, άλλωστε, επισήμαναν ότι η σεξουαλική λειτουργία της γυναίκας είναι τόσο πολύπλοκη, που θα ήταν απλοϊκό να συμπεράνει κάποιος πως υπάρχει μόνο ένας σημαντικός παράγοντας που την επηρεάζει. Τόνισαν, επίσης, ότι τα επίπεδα τεστοστερόνης στις γυναίκες είναι 10 φορές πιο χαμηλά από αυτά των ανδρών και κατά συνέπεια είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί η επίδραση της ορμόνης σε αυτές. Ταυτόχρονα, η συχνότητα του αυνανισμού των γυναικών είναι ένας παράγοντας που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, ενώ συνιστά σημαντικό δείκτη της σεξουαλικής λειτουργίας.
Από τη μία η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει τον ρόλο της τεστοστερόνης στη γυναικεία σεξουαλικότητα ανεξάρτητα από την παρουσία συντρόφου και συμβάλλει στην ενίσχυση της θεωρίας σύμφωνα με την οποία η σεξουαλική λειτουργία επηρεάζεται από τα ανδρογόνα, από την άλλη τονίζει όμως ότι η σεξουαλική συμπεριφορά σχετίζεται κυρίως με το πλαίσιο της σχέσης και ιδιαίτερα με τον σύντροφο. Για παράδειγμα, μια μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα μπορεί να διατηρεί την ικανότητα να απολαμβάνει από αυνανιστικές πρακτικές λόγω των υψηλών επιπέδων των ανδρογόνων, αλλά η σεξουαλική δραστηριότητα με σύντροφο μπορεί να διαταραχτεί για διαφόρους λόγους.
Σε γενικές γραμμές, η τεστοστερόνη φαίνεται να έχει ένα μέτριο αποτέλεσμα στη σεξουαλική υγεία των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, αλλά είναι σημαντικό να διερευνηθεί και η επίδρασή της σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας καθώς και κατά πόσο η θεραπεία με τεστοστερόνη θα μπορούσε να βοηθήσει. Η θεραπεία υποκατάστασης με τεστοστερόνη είναι αυτήν τη στιγμή ένα μείζον ζήτημα της ανδρικής υγείας, αλλά ακόμα δεν είναι γνωστές οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της θεραπείας με τεστοστερόνη. Τα δεδομένα που υπάρχουν στην παρούσα φάση δεν δικαιολογούν τη χορήγησή της σε γυναίκες. Οι συγγραφείς της μελέτης, άλλωστε, τονίζουν ότι υπάρχουν πιο σημαντικοί παράγοντες από την τεστοστερόνη που επηρεάζουν τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας μετά την εμμηνόπαυση και είναι πολύ σημαντικό οι ειδικοί να βλέπουν όλη την εικόνα και να μη μένουν σε μόνο μία ένδειξη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, η θεραπεία με τεστοστερόνη δεν φαίνεται να είναι αυτό που έχει ανάγκη η πλειονότητα των γυναικών.