Τους λόγους της περαιτέρω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών αναλύει η Eurobank στο καθιερωμένο οικονομικό της δελτίο «7 Hμέρες Οικονομία», κάνοντας παράλληλα, ειδική μνεία στην 14η συναπτή τριμηνιαία αρνητική αποταμίευση των Ελλήνων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τράπεζας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών παρουσίασε πτώση κατά 0,65% στο β’ τρίμηνο και διαμορφώθηκε στα 29,72 δισ. ευρώ.
Η μείωση προήλθε:
– από τη μείωση των πρωτογενών εισοδημάτων και των καθαρών κοινωνικών εισφορών και παροχών κατά 34,62 και 300,87 εκατ. αντίστοιχα.
– από την αύξηση των καθαρών λοιπών τρεχουσών μεταβιβάσεων κατά 76,73 εκατ.
– από την πτώση των τρεχόντων φόρων εισοδήματος και πλούτου κατά 35,44.
Σε ότι αφορά τις χρήσεις του διαθέσιμου εισοδήματος, η τελική καταναλωτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα 31,84 δισ., ενώ η αποταμίευση ήταν αρνητική στα 2,13 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα, ο λόγος της αποταμίευσης ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, διαμορφώθηκε στο -7,16%.
Η Eurobank σημειώνει στη συνέχεια, ότι από το β’ τρίμηνο του 2009 έως το β’ τρίμηνο του 2014, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ακολούθησε καθοδική πορεία και μάλιστα, η πτώση επήλθε σε υψηλότερο ποσοστιαίο ρυθμό έναντι της τελικής καταναλωτικής δαπάνης.
Το παραπάνω, σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας, πιθανώς εξηγείται ως εξής:
– οι προσδοκίες που σχηματίστηκαν για τη διάρκεια της ύφεσης. Εν παραδείγματι, όταν τα νοικοκυριά αναμένουν ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους θα είναι σχετικά προσωρινή τότε εξομαλύνουν την κατανάλωσή τους μέσω μείωσης του ρυθμού αποταμίευσης.
δημογραφικοί παράγοντες όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού. Όταν αυξάνεται το ποσοστό των ηλικιωμένων επί του συνόλου του πληθυσμού τα κίνητρα για ιδιωτική αποταμίευση μειώνονται.
– το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Όταν η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας έχει βάθος και διάρκεια τότε το ποσοστό «φτώχειας» αυξάνεται και ως εκ τούτου τα περιθώρια για αποταμίευση μειώνονται.
– «οι καταναλωτικές συνήθειες». Το πολύ υψηλό επίπεδο ιδιωτικής κατανάλωσης των προηγούμενων ετών δύναται να δημιούργησε «συνήθειες» οι οποίες κατέστησαν λιγότερο ελαστική τη μετάβαση σε ένα νέο χαμηλότερο μονοπάτι καταναλωτικής δαπάνης.