Καλάβρυτα- Δίστομο- Κομμένο. «Να αναγνωρισθεί η σφαγή και να δοθούν αποζημιώσεις», έγραφε σε γερμανικά και ελληνικά το πανό, που Γερμανοί ακτιβιστές άπλωσαν, το 2003, μέσα στο Μουσείο Περγάμου που βρίσκεται στο τέως Ανατολικό Βερολίνο.
Κι αν ίσως οι αναφορές στα Καλάβρυτα και το Δίστομο είναι πιο συχνές, η ναζιστική θηριωδία και στο Κομμένο, ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού, στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, ήταν η ίδια. Ένα χωριό, ισοπεδωμένο, 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν, 317 νεκροί κάθε φύλου και ηλικίας -ανάμεσά τους 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών και 119 γυναίκες- κι ένας αιματοβαμμένος γάμος, με τη νύφη, τον γαμπρό και όλους τους καλεσμένους (περίπου 30 άτομα) να τυλίγονται στις στάχτες μίσους, άλλοι 20 πνίγηκαν στον ποταμό Άραχθο, προσπαθώντας να ξεφύγουν.
Τη μνήμη των 317 θυμάτων της σφαγής από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής τιμούν κάθε χρόνο με εκδηλώσεις στο μαρτυρικό Κομμένο.
Στις φετινές εκδηλώσεις, στις 16 Αυγούστου, που διοργανώνουν ο Μορφωτικός Σύλλογος Κομμένου, ο δήμος Νικολάου Σκουφά και η τοπική κοινότητα Κομμένου, θα παραστεί και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, «πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας τιμά με την παρουσία του έναν από τους μαρτυρικότερους τόπους της Ελλάδας και του κόσμου», όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα «Αη Κομμένο» (martiriko-kommeno.gr). Οι εκδηλώσεις έχουν σύνθημα «Δεν τους ξεχνάμε» και αίτημα να καταβληθούν στην Ελλάδα οι οφειλές του γερμανικού κράτους και να αποδοθεί δικαιοσύνη στους μαρτυρικούς τόπους.
Στο Κομμένο, στις 15 Αυγούστου του 1943, ημέρα της Κοίμησης της Παναγίας Θεοτόκου, γιόρταζαν το πανηγύρι τους. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 12 Αυγούστου, ο διοικητής του 98ου Συντάγματος Γιόζεφ Ζάλμινγκερ ενημέρωνε ψευδώς με σήμα του τις προϊστάμενες Aρχές ότι το Κομμένο βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών. Το Σάββατο 14 Αυγούστου ήρθε η διαταγή για μια αιφνιδιαστική επιχείρηση θανάτου στο χωριό, που ανατέθηκε στον υπολοχαγό Ρέζερ, που ήταν στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός Ναζί και αποκαλούμενος «Νέρων».
Χαράματα της 16 Αυγούστου εκατό άντρες, κατά τον Άγγλο ιστορικό Μαρκ Μαάουερ, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12 λόχου του 98 γερμανικού συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα Βόρεια της Άρτας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή τους, με το πρόσχημα ότι Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο, η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.
Διαβάζουμε στον ιστότοπο «Αη Κομμένο»:
«Με την ανατολή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και κύκλωσαν το χωριό, οι μονάδες εφόδου έλαβαν με δύο φωτοβολίδες το σύνθημα και άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να τους θάψει. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δεν σεβάστηκαν και δεν λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό τον Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο».