Με το όνομα Πόλεμος του ποδοσφαίρου ή Πόλεμος των 100 ωρών είναι γνωστός ο τετραήμερος πόλεμος του 1969 μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ. Αιτία του πολέμου ήταν οι τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών λόγω πολιτικών διαμαχών κυρίως στο ζήτημα της μετανάστευσης από το Ελ Σαλβαδόρ στην Ονδούρα. Η αφορμή δόθηκε από τις έντονες ταραχές που ξέσπασαν κατά την διάρκεια του δεύτερου προκριματικού γύρου για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970. Στις 14 Ιουλίου του 1969 ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ επιτέθηκε στην Ονδούρα. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS) ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός, η οποία επιτεύχθηκε στις 20 Ιουλίου, ενώ ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ αποσύρθηκε στις αρχές Αυγούστου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο σύντομος αυτός πόλεμος άφησε πίσω του 3.000 νεκρούς και τραυματίες.

Το Ελ Σαλβαδόρ και η Ονδούρα ήταν δύο τυπικές μπανανίες εκείνη την περίοδο, τις οποίες κυβερνούσαν στρατιωτικές δικτατορίες. Βρίσκονταν υπό την άμεση επιρροή της Ουάσιγκτον, που προωθούσε ένα κοινό οικονομικό χώρο στην περιοχή ως αντίβαρο στην αυξανόμενη γοητεία της κομμουνιστικής Κούβας. Το Ελ Σαλβαδόρ, με έκταση περίπου όση η Πελοπόννησος, ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένο με 3.000.000 κατοίκους, ενώ η Ονδούρα, με έκταση λίγο μικρότερη από της Ελλάδας, είχε μόλις 2.333.000 κατοίκους. Και οι δύο χώρες ήταν παλιές αποικίες της Ισπανίας, οι κάτοικοί τους μιλούσαν ισπανικά και ασπάζονταν στη συντριπτική τους πλειονότητα των ρωμαιοκαθολικισμό. Είχαν δύο ακόμη ομοιότητες: μαστίζονταν από τη φτώχεια και τις αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε ένα σταδιακό μεταναστευτικό ρεύμα από το πυκνοκατοικημένο Ελ Σαλβαδόρ προς την αραιοκατοικημένη Ονδούρα. Με την πάροδο των ετών, οι μετανάστες από τα Σαλβαδόρ έφθασαν τις 350.000 και αριθμούσαν το 15% του πληθυσμού της Ονδούρας. Η μειονότητα αυτή πρόκοψε και τη δεκαετία του ’60 κατείχε μεγάλη έκταση γης στα σύνορα των δύο χωρών, προκαλώντας τον φθόνο και την αντίδραση των ντόπιων. Μεγαλύτερες εκτάσεις γης κατείχαν οι λιγοστές οικογένειες γαιοκτημόνων της χώρας, καθώς και η αμερικανική εταιρεία United Fruit, που παράγει τις γνωστές μας μπανάνες «Τσικίτα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο δικτάτορας της Ονδούρας Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο επιχείρησε αναδασμό της γης κάτω από την εντεινόμενη λαϊκή αντίδραση, αλλά ήταν ανίκανος να αντιπαρατεθεί με τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους Αμερικανούς. Έτσι, στράφηκε κατά της ακίνητης περιουσίας των μεταναστών από το Σαλβαδόρ, την οποία ουσιαστικά δήμευσε και τη μοίρασε στους ντόπιους ακτήμονες. Οι μετανάστες από το Σαλβαδόρ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Έχοντας χάσει την περιουσία τους ήταν ανεπιθύμητοι τόσο στη νέα, όσο και στην παλιά τους πατρίδα.

Ο Τύπος του Σαλβαδόρ υποδαύλιζε την κατάσταση, δημοσιεύοντας και διογκώνοντας ιστορίες βίας κατά των μεταναστών συμπατριωτών τους στην Ονδούρα. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών επιδεινώθηκαν και οι δύο δικτάτορες καλόβλεπαν μια πολεμική αναμέτρηση, που θα τους έβγαζε από τα αδιέξοδα.

Έτσι είχαν τα πράγματα στις 6 Ιουνίου 1969, όταν οι εθνικές ομάδες των δύο χωρών παρατάχθηκαν στο στάδιο της πρωτεύουσας της Ονδούρας «Τεγκουσιγκάλπα» για τον πρώτο τους αγώνα στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970. Η Ονδούρα νίκησε 1-0, με γκολ που σημειώθηκε στις καθυστερήσεις. Ο Τύπος του Σαλβαδόρ άφησε υπονοούμενα για το παιγνίδι. Ο τρόπος που έχασε το Σαλβαδόρ προκάλεσε την αυτοκτονία της 18χρονης Αμέλια Μπολάνιος με το περίστροφο του πατέρα της. Η νεαρή κοπέλα χρίστηκε μάρτυρας από τους συμπατριώτες της, οι οποίοι ζητούσαν εκδίκηση στον επαναληπτικό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στις 15 Ιουνίου, ο αγώνας έγινε στην πρωτεύουσα της χώρας Σαν Σαλβαδόρ, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας. Η τοπική ομάδα νίκησε άνετα με 3-0 και ανανέωσε τις ελπίδες της για πρόκριση, αφού θα γινόταν και τρίτο παιγνίδι σε ουδέτερο γήπεδο. Παρά τα αυστηρά μέτρα, τα επεισόδια δεν αποφεύχθησαν. Οι οπαδοί της Ονδούρας που είχαν ακολουθήσει την ομάδα τους δέχθηκαν επίθεση από ντόπιους κατά την επιστροφή τους, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια πολλών αυτοκινήτων και πούλμαν. Ο πρόεδρος του Σαλβαδόρ Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες επέρριψε την ευθύνη των επεισοδίων στους κομμουνιστές.

Στις 26 Ιουνίου, το Σαλβαδόρ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα, έπειτα από πληροφορίες για αντίποινα της αστυνομίας σε βάρος σαλβαδοριανών μεταναστών. Την επομένη διεξήχθη και το τρίτο και καθοριστικό παιγνίδι. Το Ελ Σαλβαδόρ νίκησε με 3-2 στην παράταση και πήρε το εισιτήριο για το Μουντιάλ του Μεξικού.

Μέρα με τη μέρα η κατάσταση στα σύνορα των δύο χωρών χειροτέρευε και οι αψιμαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Τις πρωινές ώρες της 14ης Ιουλίου 1969 η σαλβαδοριανή αεροπορία βομβάρδισε την πρωτεύουσα της Ονδούρα Τεγκουσιγκάλπα, ενώ την ίδια ώρα οι χερσαίες δυνάμεις της πέρασαν τα σύνορα με την Ονδούρα. Μέχρι το βράδυ της 15ης Ιουλίου είχαν εισχωρήσει σε βάθος 8 χιλιομέτρων, αλλά η προέλασή τους ανεκόπη ελλείψει εφοδίων και κυρίως καυσίμων. Η αεροπορία της Ονδούρας με τη σειρά της είχε βομβαρδίσει τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Σαλβαδόρ.

Οι πολεμικές αεροπορίες και των δύο χωρών ήταν απαρχαιωμένες, καθώς χρησιμοποιούσαν ελικοφόρα αεροπλάνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αμερικανικής κατασκευής. Στη μάχη μπήκαν και πολιτικά αεροπλάνα, διασκευασμένα με διάφορες πατέντες σε πολεμικά. Αναφέρθηκαν μάλιστα περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα πληρώματά τους έριχναν με το χέρι τις βόμβες. Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι χερσαίες δυνάμεις της Ονδούρας, καθώς πολλές μονάδες υπήρχαν μόνο στα χαρτιά. Οι αρμόδιοι για τη στελέχωσή τους στρατιωτικοί είχαν ενθυλακώσει τα χρήματα που τους είχαν εμπιστευτεί.

Το πρωί της 16ης Ιουλίου η κατάσταση στα πεδία των μαχών βρισκόταν σε αδιέξοδο. Οι σαλβαδοριανοί κυριαρχούσαν στο έδαφος και οι ονδουριανοί στον αέρα. Και οι δύο χώρες ζήτησαν τη βοήθεια του πάτρωνά τους. Οι ΗΠΑ τους την αρνήθηκαν και έριξαν το βάρος τους στην επίτευξη εκεχειρίας μέσω του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS). To βράδυ της 18ης Ιουλίου επετεύχθη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός και απόσυρση των δυνάμεων του Σαλβαδόρ στα εδάφη του. Τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιουλίου και τα στρατεύματα του Σαλβαδόρ ολοκλήρωσαν την αποχώρησή τους από τα εδάφη της Ονδούρας στις αρχές Αυγούστου.

Τα θύματα του πολέμου των 100 ωρών έφθασαν τα 6.000 και από τις δύο πλευρές, ενώ 100.000 άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους. Εξαιτίας του πολέμου, οι χούντες και στις δύο χώρες ενδυναμώθηκαν, ενώ η Κοινή Αγορά της Κεντρικής Αμερικής καθυστέρησε κατά 22 χρόνια. Απόρροια αυτού του πολέμου ήταν και ο εμφύλιος πόλεμος στο Σαλβαδόρ, μεταξύ του σκληρού δεξιού καθεστώτος της χώρας και του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου «Φαραμπούντο Μαρτί» (FMLN), που διήρκεσε έως το 1991.

Έντεκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου και συγκεκριμένα στις 30 Οκτωβρίου 1980 οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και αποφάσισαν να φέρουν τις συνοριακές διαφορές τους ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του το 1992 και προσκύρωσε το μεγαλύτερο μέρος των διαφιλονικούμενων εδαφών στην Ονδούρα. Σήμερα, Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα με δημοκρατικά καθεστώτα συνεχίζουν τις διαδικασίες για την εφαρμογή της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενώ διατηρούν ομαλές διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις, στο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς της Κεντρικής Αμερικής.

Ο «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου» δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, καθώς η προσοχή του κόσμου ήταν επικεντρωμένη στην ηράκλεια προσπάθεια του πληρώματος του διαστημοπλοίου Απόλλων 11 να πατήσει για πρώτη φορά το πόδι του στη Σελήνη.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης