Κ. Μπετινάκης

Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Τζακ Λιου θα επισκεφθεί την επόμενη εβδομάδα, μεταξύ 11 και 14 Ιουλίου το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σκοπός του ταξιδιού είναι να συναντηθεί με ομολόγους του και να συζητήσει την ανάγκη προώθησης της ανάπτυξης και της σταθερότητας, έπειτα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο για αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως διακρίνουμε στην ανακοίνωση, ουδεμία αναφορά γίνεται στην περιβόητη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, την ΤΤΙΡΌπως ανακοίνωσε το αμερικανικό Yπουργείο, ο Λιου θα συναντηθεί με τους υπουργούς Οικονομικών και άλλους αξιωματούχους κάθε μίας από τις τέσσερις χώρες (Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο), για να συζητήσουν «τη διαρκή οικονομική σταθερότητα και την κοινή οικονομική ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και παγκοσμίως», έπειτα από το αποτέλεσμα για Brexit.

Θα συναντηθεί παράλληλα με διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων και φορείς της αγοράς για «να συζητήσουν την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως διακρίνουμε στην ανακοίνωση, ουδεμία αναφορά γίνεται στην περιβόητη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, την ΤΤΙΡ. Κι όμως, όταν τον περασμένο Απρίλιο ο πρόεδρος Ομπάμα πήγε στην Γερμανία, είχε ένα και μόνο χαρτί στη βαλίτσα του: Να προωθήσει το συντομότερο τις διαβουλεύσεις που διεξάγονται κάτω από άκρα μυστικότητα εδώ και πλέον των τριών χρόνων, για την ΤΤΙΡ.

Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Τζακ Λιου θα επισκεφθεί την επόμενη εβδομάδα, μεταξύ 11 και 14 Ιουλίου το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.
Σκοπός του ταξιδιού είναι να συναντηθεί με ομολόγους του και να συζητήσει την ανάγκη προώθησης της ανάπτυξης και της σταθερότητας, έπειτα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο για αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως ανακοίνωσε το αμερικανικό υπουργείο, κατά την διάρκεια του ταξιδιού του που θα πραγματοποιηθεί, ο Λιου θα συναντηθεί με τους υπουργούς Οικονομικών και άλλους αξιωματούχους κάθε μίας από τις τέσσερις χώρες (Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο), για να συζητήσουν «τη διαρκή οικονομική σταθερότητα και την κοινή οικονομική ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και παγκοσμίως», έπειτα από το αποτέλεσμα για Brexit.

Θα συναντηθεί παράλληλα με διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων και φορείς της αγοράς για «να συζητήσουν την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας».

Με την καγκελάριο Μέρκελ, τότε, είχαν συμφωνήσει ότι η συμφωνία θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί πριν ο Αμερικανός πρόεδρος εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο τον επόμενο Ιανουάριο.

Ως τώρα, μόνον ο υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας Matthias Fekl, έχει ξεκαθαρίσει ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να σταματήσουν, επειδή δεν οδηγούν σε επιτυχή ολοκλήρωση.

Τότε είχε διαρρεύσει μόνον ότι υπάρχουν «δομικές διαφορές» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ σε ζητήματα κλειδιά.

Η πραγματικότητα είναι πως όλα δείχνουν ότι η μεγαλύτερη διμερής εμπορική συμφωνία στην ιστορία ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, δεν έχει βρει την πολιτική διέξοδο που επιδιώκεται από τις μεγάλες πολυεθνικές.

Όπως έχει σημειώσει σε άρθρο του ο Philip Stephens στους Financial Times, «η αμερικανική πολιτική κλείνει την θύρα στο ελεύθερο εμπόριο: Η γνωστή παγκοσμιοποίηση είναι εκτός μόδας και η συμφωνία ένωσης της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής οικονομίας, παραμένει όνειρο».

Εκείνο που προσπαθεί να προλάβει η διακυβέρνηση Ομπάμα, είναι η προώθηση της TTIP, από τη στιγμή που και οι δύο υποψήφιοι για την αμερικανική προεδρία δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τη συμφωνία αυτή, τουλάχιστον προεκλογικά.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη εκφρασθεί υπέρ της επιβολής τιμωρητικών δασμών στα κινεζικά προϊόντα.

Η Χίλαρι Κλίντον, είναι αντίθετη με την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τα 12 κράτη, την αποκαλούμενη Trans-Pacific Partnership. Είναι αντίστοιχη με την ΤΤΙΡ, αλλά αφορά ασιατικές χώρες.
Έτσι στον ορίζοντα διαφαίνεται μια νέα εποχή προστατευτισμού για την αμερικανική οικονομία.

TTIP: «Οικονομικό Nato»

Κι όμως, η συμφωνία ΤΤΙΡ, παρείχε μοναδικά οφέλη για τις (αμερικανικές) πολυεθνικές. Πολίτες, τοπικές αρχές, κοινοβούλια , κυβερνήσεις αλλά και ολόκληρα κράτη θα βρίσκονταν στο έλεος οικονομικών οργανισμών ελεγχόμενων από πολυεθνικές που δεν θα υπολόγιζαν τα εθνικά εργατικά δικαιώματα, τις οικολογικέ απαγορεύσεις ή την ασφάλεια των τροφίμων.

Πάντως, ο Αμερικάνος πρεσβευτής στην ΕΕ Anthony Gardner επιμένει ότι «υπάρχουν δομικοί γεωστρατηγικοί λόγοι για να ολοκληρωθεί η συμφωνία».

Οι λόγοι αυτοί έχουν διευκρινισθεί από το αμερικανικό Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας (USNationalIntelligenceCouncil) το οποίο προβλέπει πως «ως το 2030 η άνοδος των ασιατικών αγορών θα προκαλούν μεγάλη απειλή για τις δυτικές οικονομίες».

Έτσι δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν διαβάσουμε πως στην τρέχουσα σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία τονισθεί πως «η Ατλαντική Συμμαχία θα πρέπει να αναβαθμισθεί σε στρατηγική συμμαχία ΗΠΑ-ΕΕ τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό -εκτός από το στρατιωτικό- επίπεδο», φυσικά υπό την αμερικανική ηγεσία, διευρυμένη με τη μορφή συνεργασίας εκτός από τις χώρες των δύο ακτών του Ατλαντικού αλλά και με άλλες όπως το Ισραήλ και οι μοναρχίες του Κόλπου.

Διαβάστε επίσης:


σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης