Ευαγγέλιον κατά Καζαντζίδη! Μέρος δεύτερο!
Γιατί αρχίζω έτσι;
Γιατί αναγνώστης της «Ζούγκλας», γνωστός μου, σοβαρός άνθρωπος και επιτυχημένος επιχειρηματίας, που διάβαζε το «Θυμάμαι» της προηγούμενης Κυριακής μου τηλεφώνησε:
Ο Καζαντζίδης δεν είναι φαινόμενο. Είναι θρησκεία. Θυμάσαι τι γινότανε στη γιορτή του, όσο ζούσε;
Και βέβαια θυμόμουν… Για τους δεκάδες συλλόγους «Φίλων του Στέλιου Καζαντζίδη» που υπάρχουν εντός και εκτός της χώρας και για τους χιλιάδες οπαδούς του, η γιορτή του Αγίου Στυλιανού ήταν η Μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, μετά τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το Δεκαπενταύγουστο.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια που έγινε γνωστή η ημερομηνία γέννησής του, η 29η Αυγούστου, προστέθηκε μία ακόμα εορτάσιμη ημέρα για τους θαυμαστές του.
Του Αγίου Στυλιανού, λοιπόν, τα μέλη των συλλόγων Καζαντζίδη μαζευόντουσαν σε ταβέρνες για να τον γιορτάσουν και να του στέλνουν μελωδικές ευχές. Στην Αθήνα, ο Ανδρέας Καϊάφας, ο διευθυντής της φωνογραφικής Μ.Β.Ι. έκλεινε μία ταβέρνα στη Χασιά, κάπου εκεί στο δρόμο για το καζίνο της Πάρνηθας και γινόταν πανικός. Γιατί ο Καζαντζίδης έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε για τους εκστασιασμένους καλεσμένους του.
Γιατί γινόταν στη Χασιά;
Ο Καϊάφας δεν θα είχε αντίρρηση να κλείσει το «Πεντελικόν». Και πλούσιος ήταν και γενναιόδωρος και λάτρευε το Στέλιο.
Αλλά αν γινόταν αυτό, η γιορτή θα γινόταν χωρίς Καζαντζίδη. Ο Στέλιος μισούσε τα λουσάτα και τα famous. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα με όλη αυτήν τη παραειδησεογραφία, για τους celebrities και δεν συμμαζεύεται. Ναι είχε δίκιο ο φίλος που μου τηλεφώνησε. Ο Καζαντζίδης ήταν κάτι σα θρησκεία. Για λίγα χρόνια που ήμουν συνεργάτης του μπήκα κι εγώ στο Πάνθεον του Καζαντζιδισμού και απόλαυσα κάτι από την παράξενη αυτή λατρεία.
Όταν μου προτάθηκε να γράψω για τον Καζαντζίδη μου είπαν πως παραγωγός του δίσκου θα ήταν ο κουμπάρος του. Χρόνια άκουγα γι αυτόν τον κουμπάρο και τον φανταζόμουν… κάπως. Βαρύ κι ασήκωτο, λαϊκό τύπο, μουστακαλή. Άλλωστε και τον Στέλιο, που δεν τον είχα δει ποτέ εκ του σύνεγγυς μέχρι τότε, τον φανταζόμουν τελείων διαφορετικό από τον χαμηλού προφίλ ευγενικό άνδρα, που ήτανε. Συναντηθήκαμε λοιπόν ένα απόγευμα στα γραφεία της εταιρίας… Κι έπεσε απ’ τα σύννεφα… Ένας γοητευτικός σαραντάρης, κτηνίατρος στο επάγγελμα, με διδακτορικό του εξωτερικού, κ.λ.π.
Τον έλεγαν Νίκο Τζανιδάκη. Γνώρισα πολύ σύντομα και τη γυναίκα του. Η… κουμπάρα ήταν το ίδιο αξιόλογη με τον άνδρα της. Την έλεγαν Πόπη και ήταν μικροβιολόγος.
Το πόσο πολύ αγαπούσαν το Στέλιο φάνηκε από το πόσο εύκολα αγαπήσανε και μένα. Γίναμε γρήγορα φίλοι.
Μου έκαναν μικρά κομψά δώρα με αποκορύφωμα η Πόπη να επιμένει να κάνει μικροβιολογικές εξετάσεις σε μένα και σε άλλα μέλη της οικογένειάς μου. Κερνούσε… μικροβιολογικούς ελέγχους, αυτή η πραγματικά καλή κοπέλα που αν και έχω χρόνια να δω, τη θυμάμαι πάντα με συμπάθεια. Σαν συνεργάτη του Καζαντζίδη απέκτησα καινούργιους «φαν» και απόλαυσα ξεχωριστές φροντίδες.
Όπως είχα γράψει στο προηγούμενο «Θυμάμαι», ένας μικρός στρατός από αξιόλογους και επιτυχημένους ανθρώπους αντλούσε χαρά με το να είναι κοντά και να κάνει ευκολότερη τη ζωή αυτού του μεγάλου λαϊκού βάρδου. Χωρίς να το ζητήσει. Και αυτό είναι που κάνει ξεχωριστή την περίπτωσή του. Και κατά ένα μυστηριακό τρόπο συνδεόντουσαν συναισθηματικά και με το συνεργάτη του.
Θυμάμαι το τηλεφώνημα που πήρα μία Δευτέρα πρωί από έναν κύριο που είχα γνωρίσει από τον Καζαντζίδη. Δεν θυμάμαι το όνομά του, είχε σχέση όμως η δουλειά του με τα αυτοκίνητα.
Καλημέρα βασίλισσά μου, τι κάνεις;
Το «βασίλισσα» το είχα κερδίσει γιατί ήμουν η στιχουργός του βασιλιά. Είμαι, όμως, σίγουρη πως παρόλο που θεωρούσαν το Στέλιο παραπάνω από βασιλιά, δηλαδή αυτοκράτορα, αποκλείεται να τον αποκαλούσαν έτσι. Όσο ευγενής κι αν ήταν, θα τους έστελνε στον καλό διάβολο… Δεν σήκωνε τέτοια ο Στελάρας. Και επανέρχομαι στο τηλεφώνημα εκείνης της Δευτέρας. Αφού του ζήτησα να ανακαλέσει το «βασίλισσα», γιατί ήταν αντιδημοκρατικός χαρακτηρισμός τον ρώτησα που όφειλα τη χαρά του τηλεφωνήματος. Ε, λοιπόν, μου είχε τηλεφωνήσει για να στείλει να πάρουν το αυτοκίνητο μου για σέρβις. Με κερνούσε… σέρβις, ο φίλος.
Του απάντησα πως δεν είχα αυτοκίνητο και πως δεν είχα καμιά διάθεση να αποκτήσω γιατί δεν ήθελα να γίνω δημόσιος κίνδυνος. Κι έκλεισε το θέμα εκεί.
Ο Στέλιος πήγαινε αρκετά συχνά στο καζίνο της Πάρνηθας. Ήταν συντηρητικός παίκτης, αλλά υπήρχε πάντα μια τιμητική θέση γι αυτόν στο τραπέζι του πάνκο-πούντο (ένα είδος μπακαρά), όπου παιζόντουσαν πολλά λεφτά. Ήταν το παιχνίδι που του άρεσε.
Ένα απόγευμα λοιπόν μου τηλεφώνησε ένας άλλος φίλος.
Ο Στέλιος θα ανέβει σήμερα στην Πάρνηθα. Μήπως θέλεις να παίξεις; Να έρθω να σε πάρω;
Ο φίλος με… κέρναγε καζίνο.
Γιατί αναφέρω αυτές τις μάλλον αστείες στιγμές; Γιατί δείχνουνε πόσο σημαντικός ήταν ο Καζαντζίδης για πάρα πολλούς σοβαρούς, κατά τα άλλα, επιτυχημένους ανθρώπους.
Ξέρω ότι μέχρι σήμερα, η χήρα του η Βάσω Καζαντζίδη περιβάλλεται από φίλους του άντρα της που τη νοιάζονται, όσο νοιάζονταν και τον Στέλιο. Το φαινόμενο είναι σπάνιο. Σχεδόν πρωτοφανές.
Ξέρω ανθρώπους που δοξάστηκαν πολύ, που ζουν ακόμα κι όμως δεν χτυπά ούτε το τηλέφωνό τους πια.
Ο Στέλιος και νεκρός, είναι πιο ζωντανός από ποτέ.
Κατά μυστηριώδη λόγο ήταν ξεχωριστός. Ήταν ο αγαπημένος των Θεών! Τι άλλο να πει κανείς;