Η πρώτη μικρή τράπεζα, που αλλάζει χέρια-σε μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον- είναι η Proton Bank.
Συνεπεία και της κρίσης η συγκεκριμένη τράπεζα περνά στον έλεγχο του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, ο οποίος πλέον αλλάζει επενδυτικό επίπεδο, ισχυροποιώντας βεβαίως τη θέση του.
Ειδικότερα, στο Λαυρέντη Λαυρεντιάδη πέρασε το 31,315%, που κατείχε η Τράπεζα Πειραιώς στην Proton Bank, σηματοδοτώντας, ακριβώς, την είσοδο του επιχειρηματία στον τραπεζικό κλάδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η εξαγορά του συγκεκριμένου ποσοστού πραγματοποιήθηκε στην τιμή των 3,60 ευρώ ανά μετοχή που αντιστοιχεί σε premium περίπου 85% σε σχέση με την τρέχουσα τιμή (1,96 ευρώ σημερινή τιμή κλεισίματος, με άνοδο 8,29%). Ωστόσο, η ισχυρή και μόνο άνοδος της χρηματιστηριακής τιμής της Proton Bank, δείχνει ότι κάποιοι γνώριζαν πολύ πριν ανακοινωθεί η εν λόγω συμφωνία και προφανώς έσπευσαν να επωφεληθούν. Ωστόσο, υπάρχει μια πλευρά, που θεωρεί εαυτόν αδικημένο και προσανατολίζεται να ζητήσει αναλυτικές καταστάσεις, όσων τις τελευταίες ημέρες αγόρασαν μετοχές της Proton Bank.
Συμπληρωματικά, σημειώνεται ότι λίγο μετά την λήξη της κανονικής διάρκειας της συνεδρίασης πέρασε μέσω του Χ.Α. “πακέτο” 19.629.247 τεμαχίων, ενώ η συνολική αξία της συναλλαγής διαμορφώθηκε σε 70.665.289 ευρώ.
Στην επίσημη ανακοίνωσή της προς το Χ.Α. η Τράπεζα Πειραιώς αναφέρει:
«Η Τράπεζα Πειραιώς ανακοινώνει ότι σήμερα μεταβίβασε στον κ. Λαυρέντιο Λαυρεντιάδη 19.629.247 μετοχές (ποσοστό 31,315% του μετοχικού κεφαλαίου) εκδόσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας “Proton Τράπεζα Α.Ε.”, έναντι συνολικού τιμήματος 70.665.289,20 Ευρώ».
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι από τη συγκεκριμένη συμφωνία ενισχύεται και η Τράπεζα Πειραιώς, που βλέπει τη ρευστότητά της να αυξάνεται κατά 70 και πλέον εκατομμύρια ευρώ, ενώ μειώνεται ο κίνδυνος και εξυγιαίνεται το χαρτοφυλάκιό της. Ουσιαστικά αυξάνεται η σταθερότητα και της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει νέες κινήσεις της διοίκησης Σάλα, ακόμη και μέσα στο 2010.
Τέλος, η συμφωνία για την πώληση του 31,31% της Proton Bank στον Όμιλο Λαυρεντιάδη «ανοίγει» και πάλι την συζήτηση για το μέλλον των τραπεζών στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται, αναθερμαίνοντας, βεβαίως, τα σενάρια εξαγορών και συγχωνεύσεων, σε συνδυασμό πάντοτε με την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, που δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση.