Οι ισχυροί παίκτες της διεθνούς οικονομίας παρομοιάζονται με μάντεις, και οι απανταχού πρωθυπουργοί τρέχουν να στρώσουν το «κόκκινο χαλί» σε κάθε επίσκεψή τους στη χώρα τους. Αυτά, και άλλα πολλά περιγράφει στο άρθρο του με τίτλο «These mystery men can break governments» («Αυτοί οι μυστήριοι άνδρες μπορούν να ρίξουν κυβερνήσεις») o πρώην αξιολογητής του διεθνούς οίκου Fitch Ratings, Chris Huhne, σε άρθρο του στους Times του Λονδίνου (www.timesonline.co.uk):
Οι πιο ισχυροί παίκτες της οικονομίας είναι οι οίκοι αξιολόγησης. Στις χώρες η πιστοληπτική ικανότητα των οποίων αξιολογείται με ΑΑΑ, από το Αζερμπαϊτζάν μέχρι την Ουρουγουάη, η «επίσκεψη» ενός οίκου αξιολόγησης είναι η στιγμή που στρώνεται το κόκκινο χαλί.
Οι οίκοι αξιολόγησης δεν ισχυρίζονται ότι μπορούν να γνωρίζουν με ακρίβεια το πότε ένας δανειζόμενος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, αλλά ότι μπορούν να εκτιμήσουν την πιθανότητα να μην αντεπεξέλθει. Οι βαθμολογίες – σημειώσεις από ΑΑΑ έως C αντανακλούν την πιθανότητα της αδυναμίας ανταπόκρισης στις οικονομικές υποχρεώσεις.
Υπάρχει όμως μια μακρά ιστορία τραπεζικού δανεισμού για να προκύψουν εκτιμήσεις αδυναμίας ανταπόκρισης του δανειζόμενου. Η δυσκολία προκύπτει στα πεδία όπου δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία και το παρελθόν είναι θολό. Εκεί, οι αξιολογητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κρίση τους, και γνωρίζουμε ότι μπορεί να κάνουν φριχτά λάθη, όπως έκαναν άλλωστε κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων.
Αυτό αφορά ειδικά στην υπόθεση των αξιολογήσεων της «δομημένης οικονομίας», δηλαδή των ειδικών ομολόγων, τα οποία υποστηρίζονται από άλλα δάνεια και τοξικές υποθήκες. Η θεωρία έλεγε ότι αν συγκέντρωνες αρκετά «σκουπίδια», μπορούσες να επεκτείνεις το ρίσκο σου και να σου προκύψει ένα καλής ποιότητας ομόλογο.
Έτσι λειτουργούσε εν μέρει η θεωρία του Huhne σχετικά με την οικονομική καινοτομία, ουσιαστικά όμως οι οικονομικές αλχημείες κρύβουν πάντα μεγαλύτερο ρίσκο από αυτό που υπολογίζουν οι αγορές. Σε κάθε «γύρισμα» της οικονομίας, υπάρχει συνήθως ένα καινούργιο «εργαλείο» το οποίο οι άνθρωποι θεωρούν πολύ πιο ασφαλές σε σχέση με οτιδήποτε άλλο είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν.
Δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε το λάθος μέχρι την επόμενη κρίση. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής «έκρηξης», το ρίσκο της καινοτομίας υποβαθμίζεται συστηματικά, βοηθώντας έτσι τους τραπεζίτες και τους χρεωκοπημένους να κάνουν τις χειρότερες υποθέσεις σχετικά με τις αγορές. Οι οίκοι αξιολόγησης οφείλουν να είναι αλάνθαστοι, αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι που δουλεύουν γι’ αυτούς είναι απλά… ανθρώπινοι. Αυτό ίσως να εξηγεί για ποιο λόγο κροταλίζουν τόσο δυνατά τις αλυσίδες τους σήμερα: η κόλαση δεν κρύβει τόση οργή όσο η επ’ αυτοφώρω σύλληψη ενός «μαλακού» αξιολογητή.
Όμως και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν οικονομικά ενδιαφέροντα. Ως ιδιωτικά ερευνητικά ινστιτούτα δυσκολεύονται να κάνουν τους επενδυτές να πληρώσουν προκειμένου να τους προσφέρουν τις γνώσεις τους. Απλώς υπάρχει πολλή έρευνα χωρίς χρέωση. Έτσι λοιπόν ζητούν «δίδακτρα» από τράπεζες, εταιρείες και κυβερνήσεις, προκειμένου να αξιολογήσουν. Θεωρητικά, καμία πληρωμή δεν υπολογίζεται ως κανονικό εισόδημα.
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν μια τεράστια δύναμη ικανή να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις και εταιρείες. Όπως συμβαίνει με οποιαδήποτε οντότητα που διαθέτει δύναμη, πρέπει να κρατείται ο λογαριασμός. Η καλύτερη επιλογή θα ήταν οι οίκοι αξιολόγησης να δημοσιεύουν κάθε χρόνο με ακρίβεια όσα παίρνουν (ή δεν παίρνουν) από κάθε επενδυτή ομολόγων. Οι ακαδημαϊκοί θα μπορούσαν κατόπιν να ελέγξουν αν υπάρχει σχέση μεταξύ των αμοιβών, των αξιολογήσεων και των μεταβολών των αξιολογήσεων. Οι οίκοι που θα ήθελαν να κρατήσουν τη φήμη τους, ευχαρίστως θα δάγκωναν τα χέρι που τους ταΐζει.
Το κλειδί της ιστορίας βρίσκεται στη διαφάνεια αυτών των μυστήριων αλλά σημαντικών ινστιτούτων. Οι ανοιχτές πόρτες είναι το μονοπάτι προς την ειλικρίνεια -ειδικά στη διαχείριση της δύναμης.