Και ποιος δεν θυμάται τη διατύπωση του Marshall McLuhan που έδωσε μια νέα έννοια του κόσμου μας, όπως διαμορφώνεται ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα, περιγράφοντάς τον ως παγκόσμιο χωριό; Ποιος δεν έχει αντιληφθεί ότι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης έχει αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την πολιτική και τη φύση της πολιτικής αλληλεπίδρασης. Άλλοτε, όχι και τόσο παλιά, μιλώντας για πολιτική, η προσοχή μας επικεντρωνόταν στο κράτος και στο εθνικό επίπεδο κυβερνητικής δραστηριότητας. Υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ της πολιτικής στο εσωτερικό του έθνους –κράτους και αυτής εκτός των συνόρων του. Τώρα, αν και τα έθνη –κράτη εξακολουθούν να είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες στην διεθνή πολιτική σκηνή, είναι αδύνατον να αγνοηθεί η σχεδόν απόλυτη επιρροή των υπερεθνικών σωμάτων και διεθνών ενώσεων και οργανισμών οπότε η διάκριση μεταξύ «εσωτερικού» και «εξωτερικού» τείνει προς πλήρη εξάλειψη και πάντως ήδη ξεθωριάζει με συνέπεια να μιλούμε πλέον για παγκόσμια κοινωνία.

Υπάρχει αντίδοτο στον… πόλεμο;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είστε ιδεαλιστής; Οι περισσότερες μορφές του ιδεαλισμού διέπονται από διεθνισμό, δηλαδή ότι οι ανθρώπινες υποθέσεις πρέπει να οργανώνονται με οικουμενικές και όχι απλώς εθνικές αρχές. Επιπλέον οι ηθικές αξίες και οι ηθικοί κανόνες στη διεθνή πολιτική είναι ειδοποιό χαρακτηριστικό των οπαδών του ιδεαλισμού. Καθώς ασχολούνται κυρίως με κανονιστικές κρίσεις (πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται οι διεθνείς παράγοντες και όχι πώς συμπεριφέρονται) ο ιδεαλισμός συχνά θεωρείται μορφή ουτοπισμού. Υπάρχει άραγε «δίκαιος πόλεμος»;

Κατά τον Μεσαίωνα, ο Θωμάς Ακινάτης (13ος αι.) απαντά «Ναι» υπό προϋποθέσεις: να κηρύσσεται από εξουσιοδοτημένο κυρίαρχο, να αποβλέπει σε αποκατάσταση προηγούμενης αδικίας, με σκοπό την επίτευξη του καλού, την αποτροπή του κακού και να μην είναι έκφραση απληστίας και σκληρότητας.
Αντιθέτως, ο Immanuel Kant (18ος αι.) ανέπτυξε ένα πρώιμο όραμα παγκόσμιας κυβέρνησης. Η ηθική και ο λόγος κατατείνουν στην προσταγή ότι πόλεμος δεν πρέπει να υφίσταται και το μέλλον της ανθρωπότητας πρέπει να θεμελιώνεται στην προοπτική της «οικουμενικής και αιώνιας ειρήνης».

Οι φιλελεύθεροι, που παραδοσιακά αποδέχονται το έθνος ως κυρίαρχη βαθμίδα πολιτικής οργάνωσης, τονίζουν τη σημασία της αλληλεξάρτησης και του ελεύθερου εμπορίου, υποστηρίζοντας ότι «ο πόλεμος δεν αποδίδει». Παρόμοιος διεθνισμός αντανακλάται επίσης στην πίστη για συλλογική ασφάλεια και στο διεθνές δίκαιο που ενσαρκώνονται σε οργανισμούς όπως ο Ο.Η.Ε. (παλιότερα η Κοινωνία των Εθνών). Ο Woodrow Wilson, πρόεδρος των Η.Π.Α., είχε εκφράσει την άποψη ότι η οικοδόμηση ενός κόσμου δημοκρατικών κρατών-εθνών, πρόθυμων να συνεργαστούν σε πεδία κοινού ενδιαφέροντος, χωρίς διάθεση για κατακτήσεις και λεηλασίες, είναι το καλύτερο αντίδοτο στον πόλεμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι άνθρωποι αφού γελοιοποίησαν και δυσφήμισαν με ρεαλιστικές θεωρίες τον ιδεαλισμό κι αφού απογοητεύτηκαν με την κυνική πολιτική της ισχύος κατά την εποχή των υπερδυνάμεων, άρχισαν πάλι στα τέλη του 20ου αιώνα να συζητούν για την ηθική διάσταση της πολιτικής. Στις Η.Π.Α. ο πρόεδρος Jimmy Carter τη δεκαετία του ΄70 θέλησε να προσδώσει αυτή την διάσταση λέγοντας ότι η βοήθεια της χώρας του προς άλλες χώρες θα ήταν ανάλογη των επιδόσεων των καθεστώτος που θα την απολάμβανε στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, μίλησε για ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερβαίνουν την ιδεολογική αντιπαλότητα μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού. Μετά πολλά χρόνια κλιμάκωσης των στρατιωτικών δαπανών σε Ανατολή και Δύση, η προοπτική του πυρηνικού ολέθρου έδωσε ώθηση στις ιδεαλιστικές θεωρίες, την εμφάνιση του ειρηνιστικού κινήματος και την ιδέα μιας «παγκόσμιας κοινωνίας» όπως την ονομάτισε ο John Burton. Η ιδέα αυτή απορρίπτει την προηγούμενη ιδέα των κυρίαρχων εθνών-κρατών ως απαρχαιωμένη και δίνει έμφαση σε ένα μοντέλο – ιστό αράχνης! Ο αυστραλός διπλωμάτης και ακαδημαϊκός Burton (1972), παρομοίασε την νεοϊδεαλιστική προσέγγιση της πολιτικής σε μια παγκόσμια κοινωνία σαν έναν ιστό αράχνης που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση αφού οι διεθνείς συγκρούσεις, θεωρητικά μιλώντας, δεν αντιμετωπίζονται με βάση την ισχύ, αλλά με συνεργασία και χωρίς καταπίεση.

Από τον Ιστό της Αράχνης στο… Τραπέζι του Μπιλιάρδου

Μήπως είστε ρεαλιστής; Οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι ενίσχυσαν σημαντικά τη θεωρία του Ρεαλισμού. Τον 20ο αιώνα η άποψη ότι οι διεθνείς σχέσεις πρέπει να θεμελιώνονται στην πολιτική της ισχύος και στην επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων κυριάρχησε έναντι της καθοδήγησης από την ηθική του ιδεαλισμού. Για τους ρεαλιστές το κράτος είναι κυρίαρχος παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή και δρα σαν αυτόνομη οντότητα. Με την άνοδο του εθνικισμού το κράτος υποτάσσεται στις δεσμεύσεις έναντι του έθνους. Υποστηρικτές της ρεαλιστικής θεωρίας πιστεύουν ότι είναι αφελής η πίστη στο διεθνές δίκαιο και τη συλλογική ασφάλεια κάτι που κατά την άποψή τους (Carr, Morgenthau) εμπόδισε τους πολιτικούς και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού να κατανοήσουν και να προλάβουν τη γερμανική επέκταση. Εξηγούν ότι υψηλότερη αυθεντία από το κυρίαρχο κράτος δεν υπάρχει άρα η φυσική κατάσταση της διεθνούς πολιτικής χαρακτηρίζεται από αναρχία και όχι από αρμονία. Κάθε κράτος είναι αναγκασμένο να τα βγάλει πέρα μόνο του, δίνοντας προτεραιότητα στα δικά του εθνικά συμφέροντα για να επιβιώσει και να υπερασπιστεί την επικράτειά του. Ωστόσο, αυτή η διεθνής αναρχία δεν σημαίνει αδιάκοπο πόλεμο.

Η ισορροπία δυνάμεων είναι συμβατή με τη ρεαλιστική πολιτική θεωρία αφού τα κράτη μπορούν να συνεργαστούν και να συμμαχούν, εξασφαλίζοντας μακροχρόνιες περιόδους ειρήνης. Οι συμμαχίες, όμως, καταρρέουν κάποια στιγμή αφού η εξουσία, ο πλούτος και οι πόροι δεν κατανέμονται ισομερώς ανάμεσα στα κράτη και τότε ο πόλεμος είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα. Υπάρχει ένα ιεραρχικό σύστημα κρατών όπου κάποια κράτη είναι ισχυρότερα από άλλα άρα μιλάμε για μεγάλες δυνάμεις ή υπερδυνάμεις που οδήγησαν σε σφαίρες επιρροής, απροκάλυπτης αποικιοκρατίας και στη δημιουργία μιας διπολικής παγκόσμιας τάξης (π.χ. Η.Π.Α.-Ε.Σ.Σ.Δ.) μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με τους ρεαλιστές αυτός ο διπολισμός συνέβαλε στη διατήρηση της ειρήνης καθώς η κλιμάκωση των εξοπλισμών είχε οδηγήσει σε αυτό που ονομάστηκε MAD (τρελός) δηλαδή Mutually Assured Destruction όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα. Αλλά και ο διπολισμός κάποτε αλλάζει πόλους και πρωταγωνιστές.

Στη δεκαετία του ΄80 αναπτύχθηκε ένας νέος ή δομικός ρεαλισμός (νεορεαλισμός) που τροποποιεί την ιδέα μιας «άναρχης κοινωνίας». Διανοητές όπως ο Waltz (1979) εξακολουθούν να αναγνωρίζουν την κεντρική σημασία της πολιτικής ισχύος, αλλά δεν εξηγούν τα γεγονότα τόσο με όρους σύστασης και στόχων μεμονωμένων κρατών όσο με τους δομικούς περιορισμούς του διεθνούς συστήματος.

Πάντως και οι δυο θεωρήσεις νομιμοποιούν τη στρατιωτική κλιμάκωση και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες των μεγάλων δυνάμεων. Η πολιτική της ισχύος δεν κατάφερε τόσο να διατηρήσει την ειρήνη όσο να φέρει τον κόσμο στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής. Εστιάζοντας στο κράτος ως κυρίαρχο διεθνή παράγοντα αγνόησαν τις πλουραλιστικές τάσεις που άλλαξαν την όψη της διεθνούς πολιτικής προς τα τέλη του 20ου αιώνα. Μια άλλη χαρακτηριστική παρομοίωση του John Burton για τα κυρίαρχα κράτη είναι ότι θυμίζουν συμπαγείς μπάλες που κινούνται με εξωτερική πίεση πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου (σύστημα διεθνούς αναρχίας) και συγκρούονται μεταξύ τους. Οι πλουραλιστές, όμως, διαφωνούν με αυτήν την παρομοίωση. Κατά τις δεκαετίες 1960 και ΄70 η πλουραλιστική θεώρηση πρότεινε διάχυση της εξουσίας σε πολλές ανταγωνιζόμενες ομάδες και σώματα. Με την παραδοσιακή του έννοια ο πλουραλισμός διακρίνει τη διαπερατότητα του κράτους απέναντι στον κρατοκεντρισμό της ρεαλιστικής θεώρησης. Απορρίπτει ως διαστρεβλωτική την παρομοίωση Burton περί μπιλιάρδου για το διεθνές σύστημα πολιτικής γιατί δεν λαμβάνει υπόψη την επιρροή παραγόντων, όπως οι πολυεθνικές εταιρείες και οι ΜΚΟ, και αδυνατεί να αναγνωρίσει την αλληλεξάρτηση των κρατών σε οικονομικά θέματα.

Παγκόσμια αταξία ή συνεχώς μεταβαλλόμενη διεθνής τάξη;

Ο ρεαλισμός μιλά για την πολιτική της ισχύος και την ισορροπία των δυνάμεων. Ο ιδεαλισμός προτάσσει την ηθική και τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα με τον ρεαλισμό, ο ιδεαλισμός απορρίπτει την ιδέα των κυρίαρχων κρατών –εθνών δίνοντας έμφαση σε ένα μοντέλο συνεργασίας και αλληλεξάρτησης μέσα σε μια παγκόσμια κοινωνία. Ο Kant ανέπτυξε ένα όραμα παγκόσμιας κυβέρνησης με προοπτική την οικουμενική και παγκόσμια ειρήνη στην ανθρωπότητα. Η ιδέα μιας παγκόσμιας κυβέρνησης έγινε ξανά της μόδας στις αρχές του 1990 όταν ο τότε γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε., Boutros Boutros Ghali, δήλωσε επισήμως ότι “ο νικητής στο τέλος του ψυχρού πολέμου θα είναι ο εκδημοκρατισμός των διεθνών σχέσεων και αυτός θα είναι ο νέος ρόλος των Ηνωμένων Εθνών”. Ο πρόεδρος των Η.Π.Α., George Bush, πρεσβύτερος, είχε παράλληλα διακηρύξει μια παγκόσμια «νέα τάξη πραγμάτων», που δεν θα βασιζόταν στην ιδεολογική σύγκρουση και την ισορροπία του τρόμου, αλλά στην κοινή αποδοχή διεθνών κανόνων και μέτρων ηθικής. Όλοι θυμόμαστε τα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνη και την επόμενη δεκαετία: προσάρτηση του Κουβέϊτ από το Ιράκ, τον Αύγουστο του 1990, τη συνθήκη στο Παρίσι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ανάμεσα στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΣΑΣΕ (μετέπειτα ΟΑΣΕ) με την οποία έλαβε επίσημα τέλος ο Ψυχρός Πόλεμος, μετά τον πόλεμο του Κόλπου, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τον πόλεμο Κροατίας- Σερβίας, το 1991,τη μακροχρόνια αιματοχυσία Σέρβων, Κροατών, Μουσουλμάνων στη π. Γιουγκοσλαβία, τον πόλεμο Ρωσίας-Τσετσενίας, το 1994, την απομάκρυνση του Boutros Ghali από τις Η.Π.Α., το 1996, την «ανθρωπιστική επέμβαση» του ΝΑΤΟ για την απομάκρυνση των σερβικών δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο, το 1999, τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Αφγανιστάν που επέφερε την κατάρρευση του καθεστώτος των Ταλιμπάν, το 2001, την τρομερή επίθεση στο World Trade Center και το Pentagon στις 11 Σεπτεμβρίου… και έκτοτε οι πόλεμοι – τρομοκρατικές επιθέσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα με αμείωτη ένταση και αγριότητα σε γεωπολιτικό, γεωστρατηγικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο παντού στον κόσμο.

Έχει επέλθει μια δραματική αλλαγή στην ισορροπία της ισχύος μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και των διεθνών αγορών. «Οι πόλεμοι έχουν πολύ βαθύτερες αιτίες από την πολεμολαγνεία θερμοκέφαλων με στολή», έλεγαν οι Marx και Engels, γι αυτό και δυσανασχετούν με το διπλωματικό παρασκήνιο στη διάρκεια των πολέμων, με αποτέλεσμα οι πόλεμοι να τραβούν σε μάκρος.

Συγκρίνοντας την αγριότητα των πολέμων ανάμεσα σε μικρές αταξικές φυλές των στεπών για τους κυνηγότοπους πριν και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα με την αταξική κοινωνία του μέλλοντος (τέλη 20ου αιώνα και μετά), ο μεγάλος στοχαστής και ο ισόβιος συνεργάτης του, διέβλεπαν ότι αυτή η (παγκόσμια) κοινωνία του μέλλοντος θα εγκαθιδρυόταν πάνω στη βάση μιας οριστικής υπέρβασης της σπάνης των αγαθών και συνάμα πάνω στη βάση της δημιουργημένης από τον καπιταλισμό παγκόσμιας αγοράς. Οι πόλεμοι του συμφέροντος στις πολιτισμένες ταξικές κοινωνίες μετάλλαξαν την αγριότητα των πολέμων στις στέπες σε απληστία και κτηνώδη μανία απολαύσεων, κυρίως στις περιοχές του «κέντρου» έναντι της «περιφέρειας» στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Πλουραλιστές VS Μαρξιστές

Η διεθνής πολιτική διαμορφώνεται από ένα πολύ ευρύτερο φάσμα συμφερόντων από τις εθνικές κυβερνήσεις κι έτσι ίσως είναι καλύτερα να μιλάμε για αυτονομία παρά για εξωτερική κυριαρχία στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Αλλά ακόμα κι αυτή η ιδέα της αυτονομίας αμφισβητείται αφού όλοι οι φορείς (κυβερνητικοί και μη) λειτουργούν εντός πλαισίου ελέγχων και περιορισμών που εμποδίζει την ανεξάρτητη κίνηση. Η πλουραλιστική προσέγγιση προτείνει απομάκρυνση από την πολιτική της ισχύος και το εθνικό μεγαλείο. Η συνεργασία σε έναν ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενο κόσμο πιστεύουν ότι θα αποδειχτεί τελικά ακαταμάχητη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Όταν η εξουσία κατανέμεται σε πολλούς ο ανταγωνισμός, που οδηγεί σε πολέμους, τείνει να αυτοαναιρείται. Άλλωστε ο πλουραλισμός θεμελιώθηκε σε φιλελεύθερες ιδέες και αξίες, που λένε ότι “ο πόλεμος δεν αποδίδει”. Με τη λέξη «πόλεμος» προφανώς εννοούσαν τη μορφή των ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ κρατών γιατί για τον Marx «πόλεμος» είναι μεν η συλλογική άσκηση ένοπλης βίας με σκοπό την επίτευξη συλλογικών σκοπών, αλλά τα συλλογικά υποκείμενα μπορούν εξίσου να είναι τάξεις, έθνη, κράτη. Στον μαρξισμό η έμφαση δίδεται στην οικονομική εξουσία και το διεθνές κεφάλαιο: «Η βιομηχανία και το εμπόριο αλλάζουν τον πολεμικό χαρακτήρα ενός λαού». Οι Marx και Engels πίστευαν ότι ο φιλελεύθερος-οικονομιστικός ειρηνισμός επιδιώκει να αντικαταστήσει τον πόλεμο, που δεν αποδίδει, με το εμπόριο που αποδίδει κέρδος στους αστούς και τον ατομικισμό τους εις βάρος των φτωχών και μη προνομιούχων. Κι άλλωστε η πραγματική εξουσία μονάχα θεωρητικά μπορεί να κατανέμεται ειρηνικά σε λίγους πόσο μάλλον σε πολλούς.

Τα έθνη πέθαναν, ζήτω οι πολυεθνικές

Ο Marx ασχολήθηκε κυρίως με την ανάλυση της δομής του εθνικού καπιταλισμού και τις ανταγωνιστικές σχέσεις αστικής τάξης – προλεταριάτου. Στο Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος διακρίνεται μια διεθνιστική διάσταση όταν γράφει: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Ο μαρξισμός απευθύνεται στη διεθνή κατηγορία της τάξης που οργανώνεται οριζόντια και απορρίπτει την κάθετη οργάνωση της εξουσίας με τη διαίρεση του κόσμου σε ανεξάρτητα κράτη όπως θέλουν οι φιλελεύθερες και ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Πιο ξεκάθαρη είναι η θεώρηση του καπιταλισμού ως διεθνές σύστημα στο κείμενο του Λένιν, το 1917, Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπου υποστηρίζεται πως ο εθνικός καπιταλισμός επιδιώκει να διατηρήσει σταθερά τα επίπεδα κέρδους μέσω της απόσπασης υπεραξίας με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων. Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός αφού έγινε για τον έλεγχο των αποικιών στην Αφρική, την Ασία και αλλού. Ωστόσο, ο ιμπεριαλισμός των αρχών του 20ου αιώνα δεν αποδείχτηκε το τελικό (ανώτατο) στάδιο του καπιταλισμού ούτε η κρατική πολιτική απλώς η αντανάκλαση των καπιταλιστικών συμφερόντων.

Οι σύγχρονοι μαρξιστές (ή νεομαρξιστές) αναγνωρίζουν αυτήν την άποψη, αποδέχονται τη «σχετική αυτονομία του κράτους» άρα πλησιάζουν την πλουραλιστική αντίληψη ότι η παγκόσμια σκηνή επηρεάζεται από πολλά σώματα, εθνικά, υποεθνικά και διεθνή. Η διαφορά μεταξύ κλασικού μαρξισμού και νεομαρξιστών είναι ότι ενώ ο Marx και ο Λένιν επικεντρώθηκαν στη δομή και την αντιπαλότητα διακριτών εθνικών καπιταλισμών, οι νεομαρξιστές αναλύουν την τάση για ανάπτυξη ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος είναι η οργάνωση των ταξικών συμφερόντων σε διεθνή βάση μέσω της ανάδυσης των πολυεθνικών εταιρειών.
Οι πολυεθνικές εταιρείες δρώντας όπως τα κυρίαρχα κράτη στην παγκόσμια σκηνή τα εκτοπίζουν και χωρίζουν τον κόσμο σε περιοχές «κέντρου» και «περιφέρειας». Έτσι διασφαλίζουν τα μακροχρόνια συμφέροντα του παγκόσμιου καπιταλισμού: ο ανεπτυγμένος Βορράς με τεχνολογικές καινοτομίες και υψηλά σταθερά επίπεδα επενδύσεων είναι το «κέντρο» ενώ ο Νότος, ως «περιφέρεια» και πηγή φτηνού εργατικού δυναμικού, περιθωριοποιείται με αποτέλεσμα να ευδοκιμεί ο εθνοτικός εθνικισμός. Οι παγκόσμιες ανισότητες καθρεφτίζουν ανισότητες σε τοπικό επίπεδο, στο εσωτερικό των εθνικών οικονομιών. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση μοιάζει να συμβαδίζει επομένως με την εθνική αποσύνθεση τουλάχιστον όσο το διπολικό σύστημα είχε αντικατασταθεί από την μονοκρατορία των ΗΠΑ μετά το 1990. Αλλά τα πράγματα στον αιώνα που διανύουμε ήδη αλλάζουν ραγδαία με την εμφάνιση νέων σημαντικών κρατών – παικτών όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, με την κατάρρευση της μονοπολικότητας, με τις κυμαινόμενες συμμαχίες, τις νέες τεχνολογίες, την παγκόσμια διακυβέρνηση χάρη στις νέες τεχνολογίες και… την αγορά ομολόγων. Τα ομόλογα θεωρούταν πιο ισχυρά και από τον θεό, όπως είχε πει κάποτε, κάποιος από το στενό περιβάλλον του Bill Clinton. Τον είχαν ρωτήσει σε τι θα ήθελε να μετενσαρκωθεί και απάντησε: «σε αγορά ομολόγων». Προφανώς δεν εννοούσε ομόλογα κρατών όπως κακή ώρα το δικό μας.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης