Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 150 φοιτητές, πολλοί παραδέχτηκαν ότι στέλνουν γραπτά μηνύματα σε πολύ ακατάλληλες, ανάρμοστες και άβολες περιστάσεις, όπως είναι κατά τη διάρκεια ενός ραντεβού, όταν κάνουν μπάνιο, ενώ παρακολουθούν μια θρησκευτική λειτουργία, όπως για παράδειγμα μια κηδεία, ακόμα και κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
Οι περισσότεροι μάλιστα δήλωσαν ότι γνώριζαν πόσο ακατάλληλη ήταν η αποστολή μηνυμάτων σε αυτές τις περιστάσεις, καθώς και ότι σύμφωνα με τα κοινωνικά κριτήρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κακή και ανάρμοστη συμπεριφορά. Ωστόσο δεν μπορούσαν να αντισταθούν.
Βρέθηκε λοιπόν ότι οι άνθρωποι στέλνουν τα μηνύματα τους ακόμα κι όταν γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστό να το κάνουν. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες δήλωσαν ότι είναι λάθος να στέλνει κανείς μηνύματα ενώ έχει μια διαπροσωπική συνομιλία, αλλά το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Παρομοίως ενώ γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστό κι ευγενικό να στέλνουν μηνύματα σε άλλα άτομα ενώ βρίσκονται σε ραντεβού , δεν μπορούν παρά να το κάνουν.
Η δημοσκόπηση διεξήχθη σε ένα πανεπιστήμιο μεσαίου μεγέθους στις βορειοανατολικές ΗΠΑ και τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα διαδικτυακά σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό. Το 60% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες και ο μέσος όρος ηλικίας μικρότερος από τα 20 έτη.
Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε 70 ερωτήσεις που σκοπό είχαν να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με το πόσο συχνά στέλνουν γραπτά μηνύματα, πόσο συχνά ελέγχουν τα εισερχόμενα μηνύματα, με το εάν θα έστελναν μήνυμα σε 33 διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις κι εάν θεωρούσαν ότι ήταν σωστό να το κάνουν σε κάθε περίσταση.
Πάνω από το 1/3 των φοιτητών είπε ότι λαμβάνει ή/και στέλνει τουλάχιστον 100 μηνύματα την ημέρα, ενώ παράλληλα, ελέγχει τα εισερχόμενα σχεδόν 16 φορές ανά ώρα.
Το 90% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι στέλνει μηνύματα κατά τη διάρκεια του φαγητού και το 80% ενώ βρίσκεται στο μπάνιο, χωρίς να θεωρούν τις περιστάσεις αυτές ακατάλληλες και την πράξη τους μη αποδεκτή κοινωνικά.
Σε άλλες περιστάσεις, όμως, οι φοιτητές αναγνώρισαν ότι η αποστολή μηνυμάτων ήταν μη κοινωνικά αποδεκτή. Για παράδειγμα, μέσα στη κινηματογραφική αίθουσα το 70% των φοιτητών δήλωσε ότι η αποστολή μηνυμάτων μπορεί να ενοχλήσει τους θεατές. Οι περισσότεροι όμως έστελναν μηνύματα παρόλο που γνώριζαν την κοινωνική απαγόρευση. Επίσης το 75% έστελνε μηνύματα κατά τη διάρκεια της εργασίας και το 10% κατά τη διάρκεια του μαθήματος, ενώ φυσικά γνώριζαν ότι δεν είναι σωστό.
Η αποστολή μηνυμάτων στο ντουζ θεωρήθηκε ανάρμοστη, αλλά το 1/3 των συμμετεχόντων δήλωσε ότι το έχει κάνει, ενώ παράλληλα το 40% είπε ότι έχει στείλει μήνυμα ενώ ο σερβιτόρος περιμένει να πάρει παραγγελία έχοντας επίγνωση της την κακής του συμπεριφοράς.
Η δημοσκόπηση βέβαια αποκάλυψε ότι η αποστολή μηνυμάτων μπορούσε να λάβει χώρα ακόμα και σε σκανδαλωδώς κατάλληλες κοινωνικές περιστάσεις. Για παράδειγμα, το 7% δήλωσε ότι έχει στείλει μήνυμα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, πάνω από το 1/5 δήλωσε ότι έχει ανταλλάξει μηνύματα ενώ παρακολουθεί μια θρησκευτική λειτουργία και το 10% αποκάλυψε ότι έχει στείλει μήνυμα ενώ παρευρίσκεται σε κηδεία.
Γιατί οι νέοι αυτοί υιοθετούν μια συμπεριφορά που γνωρίζουν ότι είναι κακή;
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ίσως συμβαίνει ότι και στην περίπτωση άλλων παρορμήσεων. Υπάρχει κάτι που προσφέρει ικανοποίηση κατά την ανταλλαγή των μηνυμάτων που ίσως σχετίζεται με την αμεσότητα της επικοινωνίας.
Ο σχεδιασμός των σύγχρονων smartphones, μάλιστα, μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στο βαθμό που ανταποκρίνεται στην έμφυτη ανάγκη του ατόμου για διερεύνηση και αλληλεπίδραση.
Φαίνεται λοιπόν πως η αποστολή μηνυμάτων σε ακατάλληλες κοινωνικές περιστάσεις μπορεί εν τέλει να θεωρηθεί ως ζήτημα έλλειψης αυτοελέγχου. Είναι σαν κάποιος να τρώει ένα κομμάτι κέικ σοκολάτας, ενώ είναι σε δίαιτα. Ξέρει ότι δεν είναι σωστό, αλλά το κάνει έτσι κι αλλιώς.
Πηγή: health24
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr