Ακόμη πιο «σκληρή και αυστηρή» θα είναι η επιτήρηση που επιβάλλεται στην Ελλάδα. Με απόφαση του Ecofin, πριν από λίγες ώρες, η χώρα μας πέρασε στο δεύτερο στάδιο, επιβεβαιώνοντας τους σχετικούς φόβους που είχαν εκφραστεί κατά το προηγούμενο διάστημα.
Πάντως, η ελληνική κυβέρνηση και ειδικότερα ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου φάνηκε μάλλον ανακουφισμένος από τη νέα αυστηρότερη επιτήρηση, καθώς πολιτικά τού επιτρέπει να προωθήσει όλα τα «δύσκολα, αλλά αναγκαία» μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Παράλληλα, εμφανίστηκε ικανοποιημένος από την «κατανόηση» που έδειξε το Eurogroup και η Κομισιόν για τις προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος.
Ο υπουργός τόνισε ότι είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι υπήρξε με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο διάψευση όλων των σεναρίων περί «κατάρρευσης» της ελληνικής οικονομίας.
Σημείωσε ακόμη ότι το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν κυρίως πρόβλημα πολιτικών πρακτικών της προηγούμενης κυβέρνησης της ΝΔ και η σημερινή απόφαση του Εcofin για υπαγωγή της Ελλάδας στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας περί υπερβολικού ελλείμματος είναι μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
«Το μέλλον θα κριθεί με βάση τις αποφάσεις που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση και οι οποίες θα αποτυπωθούν όχι μόνο στον προϋπολογισμό ο οποίος ήδη κατατέθηκε στη Βουλή, αλλά κυρίως στο πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης το οποίο θα κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο και θα αξιολογηθεί το Φεβρουάριο» σημείωσε.
Ειδικότερα για τη σημερινή απόφαση του Συμβουλίου για την Ελλάδα, ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι σε αυτή επισημαίνεται «πως παρά το γεγονός ότι η επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε πολύ περισσότερο από αυτό που θα περίμενε κανείς εξαιτίας της ύφεσης».
Ο κ. Παπακωνσταντίνου σημείωσε ακόμη ότι ενημέρωσε το Eurogroup για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η κυβέρνηση, όπως η κοινωνική διαβούλευση για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί τον Μάρτιο στη Βουλή, η αλλαγή του τρόπου κατάρτισης του προϋπολογισμού και περιστολής της σπατάλης στο Δημόσιο, αλλά και για ο διάλογος για το Ασφαλιστικό και οι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Απαντώντας εξάλλου σε ερώτηση σχετική με τους μισθούς στο δημόσιο ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επανέρχονται συχνά στο ζήτημα του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα και στο θέμα της μείωσης της ανταγωνιστικότητας.
Ο υπουργός ανέφερε ακόμη ότι στις συζητήσεις στο πλαίσιο του Eurogroup γίνεται συχνά αναφορά στην περίπτωση της Ιρλανδίας όπου είχε αποφασιστεί μείωση των μισθών του δημοσίου.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου ξεκαθάρισε πάντως ότι «δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελλάδα στην κατεύθυνση της μείωσης ή του παγώματος των μισθών».
Διαβεβαίωσε ακόμη ότι τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου αποτελούν μια «σίγουρη τοποθέτηση», ενώ αναφερόμενος στην εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης ανέφερε πως αυτή θα αποτυπωθεί στο σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί το νέο χρόνο στη Βουλή με γνώμονα «το αίσθημα δικαίου».
Ανέφερε παράλληλα ότι αποτελεί προγραμματική δέσμευση της κυβέρνησης η έναρξη διαλόγου για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου σημείωσε επίσης ότι η περίοδος προσαρμογής για τη μείωση του ελλείμματος θα αποφασιστεί με βάση το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, τονίζοντας πως σε γενικές γραμμές το έλλειμμα μπορεί να μειωθεί με την αύξηση της ανάπτυξης, την αύξηση των φορολογικών εσόδων, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την περιστολή των δαπανών και την καταπολέμηση της σπατάλης στο δημόσιο τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό οι αμυντικές δαπάνες ήδη από φέτος συνεισφέρουν και θα συνεχίσουν να συνεισφέρουν στη μείωση του ελλείμματος, κατέληξε ο υπουργός οικονομικών.