Ένας Σαουδάραβας, ο οποίος περιγράφεται από τις αμερικανικές Αρχές ως ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Οσάμα Μπιν Λάντεν, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ως ένοχος για τις φονικές επιθέσεις του 1998 στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κένυα και στην Τανζανία.
Ο δικαστής Λιούις Κάπλαν αποφάσισε να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης στον Χάλιντ αλ Φάουαζ, ο οποίος είχε κριθεί ένοχος τον Φεβρουάριο από το ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης όσον αφορά τέσσερις κατηγορίες για συνωμοσία που τον βάρυναν.
Στον Αλ Φάουαζ δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για τον σχεδιασμό ή την συμμετοχή στις επιθέσεις αυτές, που προκάλεσαν τον θάνατο 224 ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από 4.000.
Αντ’αυτού, η εισαγγελία τον κατηγορούσε ότι είχε εργαστεί ως σημαντικός βοηθός του Μπιν Λάντεν στο Λονδίνο, όπου διέσπειρε τα αιτήματα του ηγέτη της Αλ Κάιντα για τη χρήση βίας και ρύθμιζε την αποστολή προμηθειών στα μέλη της οργάνωσης που βρίσκονταν στην Αφρική.
Επιπροσθέτως, οι αμερικανικές Σρχές κατηγορούσαν τον Αλ Φάουαζ ότι διοικούσε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Αφγανιστάν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ότι βοήθησε στην δημιουργία ενός πυρήνα της Αλ Κάιντα στην πρωτεύουσα της Κένυας Ναϊρόμπι, ο οποίος αργότερα πραγματοποίησε παρακολουθήσεις ενόψει της βομβιστικής επίθεσης στην πρεσβεία των ΗΠΑ.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του Αλ Φάουαζ, ο οποίος δεν κατέθεσε στην δίκη, υποστήριξαν ότι είναι ένας ειρηνικός πολιτικός διαφωνών, ο οποίος μοιραζόταν με τον Μπιν Λάντεν το ίδιο όραμα για μεταρρύθμιση στην γενέτειρά τους την Σαουδική Αραβία, αλλά εν τέλει απομακρύνθηκε από τον ηγέτη της Αλ Κάιντα όταν αυτός άρχισε να ζητεί την χρήση βίας κατά των Αμερικανών πολιτών.
«Ο στόχος μου ήταν η μεταρρύθμιση όχι η εξέγερση», δήλωσε, γυρνώντας το πρόσωπό του για να αντικρίσει κάποια από τα θύματα των επιθέσεων τα οποία παρίσταντο στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Ωστόσο, ο δικαστής Κάπλαν απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, λέγοντας ότι ο Αλ Φάουαζ ήταν «μέσα σε όλα» όσον αφορά το πρόγραμμα του Μπιν Λάντεν, το οποίο είχε ως στόχο να «ενσταλάξει τον τρόμο» και να διαπραχθούν φόνοι.