Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που άρχισε η δίκη της οργάνωσης των νεοναζί «NSU» στην Γερμανία. Πολλά τα ερωτήματα που περιμένουν απαντήσεις για την υπόθεση που έχει συνταράξει τα γερμανικά δικαστικά χρονικά.
Ακόμη δεν έχουν όμως δοθεί απαντήσεις ούτε στο γιατί οι διωκτικές αρχές δεν κατάφεραν να σταματήσουν τις δολοφονίες.
«Οι μύλοι της δικαιοσύνης αλέθουν αργά» λέει μια λαϊκή γερμανική παροιμία, που ταιριάζει γάντι στην υπόθεση της τρομοκρατικής ακροδεξιάς οργάνωσης NSU, η οποία συμπληρώνει σήμερα 200 μέρες ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου στο Μόναχο.
Κύρια κατηγορούμενη η Μπεάτε Τσέπε και συγκατηγορούμενοι άλλα τέσσερα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης. Ο κατάλογος των κατηγοριών μακρύς με βασικότερη τη δολοφονία 10 ανθρώπων.
Οι 8 ήταν Τούρκοι, ο ένας Έλληνας και μια Γερμανίδα αστυνομικός. Πρόκειται για μια δίκη που έχει συνταράξει όσο καμιά άλλη τα γερμανικά δικαστικά χρονικά.
«Σε καλό δρόμο»
Το τυπικό είναι κάθε φορά το ίδιο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μάνφρεντ Γκετσλ, ανεβαίνει στην έδρα και καλημερίζει τους κατηγορούμενους με τους συνηγόρους τους και τους δικηγόρους των περίπου 90 πολιτικών εναγόντων.
Στο επάνω διάζωμα βρίσκονται οι 50 δημοσιογράφοι και άλλοι παρατηρητές της δίκης. Και όταν τελειώνει αυτή η διαδικασία ο Γκετσλ τους καλεί να καθίσουν. Στα αριστερά του βρίσκονται ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Χέρμπερτ Ντίμερ και συνάδελφοί του δικαστές.
Κατόπιν, καλούνται οι μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας και οι δεκάδες εμπειρογνώμονες. Ο μεγάλος αριθμός των παραγόντων της δίκης έχει να κάνει με τις διαστάσεις της υπόθεσης που μόνο με μια λέξη μπορεί να περιγραφεί: «Τερατώδης».
Τερατώδης υπό την έννοια των αποκρουστικών εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο με κύρια κατηγορούμενη τη Μπεάτε Τσέπε: 10 ανθρωποκτονίες με ακροδεξιό υπόβαθρο, πολλές απόπειρες ανθρωποκτονίας, δύο βομβιστικές επιθέσεις και πολλές κλοπές τραπεζών.
Η εισαγγελία έχει ορίσει συνολικά 600 μάρτυρες. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μέχρι στιγμής έχει ανταποκριθεί με θαυμαστό τρόπο στις υποχρεώσεις του. Κατέχει τη δικογραφία 280.000 σελίδων μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, είναι κυρίαρχος της ακροαματικής διαδικασίας και ξέρει να κόβει τον βήχα σε όσους υπερβαίνουν τα εσκαμμένα.
«Σε ό,τι αφορά το ρόλο της κατηγορουμένης Τσέπε μέσα στη τρομοκρατική οργάνωση NSU έχουμε συγκεντρώσει πολλά στοιχεία από την ακροαματική διαδικασία», λέει ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Χέρμπερτ Ντίμερ. «Βρισκόμαστε λοιπόν σε καλό δρόμο. Η δίκη επιβεβαίωσε τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των ερευνών μας».
Άγνωστη η διάρκεια της δίκης
Η πίεση για τα μέλη του δικαστηρίου να μην κάνουν λάθη που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αναβολή ή διακοπή της δίκης είναι πολύ μεγάλη. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί αν, για παράδειγμα, κάποιος γιατρός διαπίστωνε πρόβλημα υγείας της Μπεατε Τσέπε. Γι αυτό και ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει ορίσει δύο και όχι τρεις δικάσιμες την εβδομάδα. Ουδείς γνωρίζει πόσο καιρό ακόμη θα συνεχιστεί η δίκη.
Οι ημερομηνίες των δικασίμων φθάνουν μέχρι τον Ιανουάριο του 2016, αλλά το δικαστήριο άφησε να εννοηθεί ότι η διάρκεια μπορεί να παραταθεί κι άλλο. Εκατοντάδες μάρτυρες και εμπειρογνώμονες κλήθηκαν να καταθέσουν μέχρι τώρα για τις ανθρωποκτονίες, τις βομβιστικές επιθέσεις και τις κλοπές.
Κεντρικής σημασίας είναι επίσης η έκρηξη στο σπίτι στην πόλη Τσβίκαου, που ανήκε στο «τρίο του θανάτου», εκτός από την Τσέπε, στους Ούβε Μπένχαρντ και Ούβε Μούντλος. Οι δύο τελευταίοι αυτοκτόνησαν στο μεταξύ.
Πολύ χρόνος αφιέρωσε το δικαστήριο και αφιερώνει στο περιβάλλον των τριών από φίλους και γνωστούς, όλοι τους από νεοναζιστικούς κύκλους. Αυτό , για τους πολιτικούς ενάγοντες αποδεικνύει ότι από το 1998, από τότε δηλαδή που πέρασαν στην παρανομία και εξαφανίστηκαν μέχρι τη σύλληψή τους το 2011, διέθεταν ισχυρό δίκτυο υποστηρικτών που μπορούσαν να εμπιστευθούν.
Ο άλλος λόγος για τη μεγάλη διάρκεια της δίκης έχει να κάνει με το ρόλο και την ευθύνη της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος και των διωκτικών αρχών, που επί σειρά ετών, εσκεμμένα, οδήγησαν τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση με αποτέλεσμα να αμαυρώσουν τη μνήμη των θυμάτων.
Με μεγάλη προσπάθεια και με βήμα σημειωτόν, το δικαστήριο επιχείρησε να προσμετρήσει την ευθύνη των διωκτικών αρχών που επί σειρά ετών οδηγούσαν -εσκεμμένα όπως φαίνεται- τις ανακρίσεις σε λάθος κατεύθυνση, αναζητώντας απαντήσεις σε κύκλους της τουρκικής μαφίας, σε κυκλώματα μαστροπείας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, παρά το ότι όλα έδειχναν ότι οι δολοφονίες είχαν ρατσιστικό υπόβαθρο. Ξαφνικά, η μνήμη των θυμάτων αμαυρώθηκε, οι συγγενείς τους απομονώθηκαν από το περιβάλλον τους και αρκετοί, όπως η οικογένεια του αδελφού του Θεόδωρου Βουλγαρίδη, Γαβριήλ, αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Γερμανία. Σε αυτόν τον ένα χρόνο πολλοί «παρέλασαν» ως μάρτυρες κατάθεσης, στη μνήμη των παρισταμένων όμως έχει μείνει τα όσα είπε ο Μάρτιν Φ., πρώην γείτονας της κατηγορουμένης Μπεάτε Τσέπε, στην πόλη Τσβικάου.
Στην ερώτηση, εάν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η Τσέπε χρησιμοποίησε τη φράση «συνονθύλευμα ξένων», όπως κατέθεσε στην αστυνομία, και εάν ισχύει ότι ο αδελφός του φοβήθηκε να πάρει τη βιετναμέζα γυναίκα του σε επισκέψεις σπίτι της, επειδή η Τσέπε δεν «πήγαινε» τους ξένους, απάντησε ως εξής:
«Μου είναι αδιάφορο εάν είναι Βιετναμέζοι, Τούρκοι ή Έλληνες. Για μένα είναι όλοι το ίδιο». Φράση που άφησε άφωνο δικαστήριο και ακροατήριο, γιατί δεν προέρχονταν από κάποιον οργανωμένο ακροδεξιό, αλλά από έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο.
Ρατσισμός στην κοινωνία
Αυτή η κοινωνική πλευρά δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης, κι αυτό κάνει τόσο θλιβερή αυτή την ασυνήθιστη σε όγκο ντοσιέ και αριθμό μαρτύρων διαδικασία.
Οι συγγενείς των θυμάτων, οι τραυματισμένες οικογένειες και η πολιτική αγωγή ζητούν επιτακτικά απαντήσεις στο ερώτημα πώς ήταν δυνατόν ένα κράτος που λειτουργεί με τόση ακρίβεια, όπως είπε ένας αστυνομικός, να μην ήταν σε θέση να σταματήσει τους δράστες.
Ο ίδιος έδωσε άθελά του και την απάντηση: «Δεν φαντάζομαι να θέλετε να μας πείτε ότι δεν υπάρχει τουρκική μαφία», είπε όταν μια συνήγορος της πολιτικής αγωγής τον «στρίμωξε στη γωνία». Κατά τη διάρκεια της δίκης δεν δόθηκε η εντύπωση ότι οι ανακριτικές αρχές είναι έτοιμες να μετανιώσουν για τις «αστοχίες» τους, τις λανθασμένες υποψίες τους και την τακτική να αμαυρώνουν τη μνήμη των θυμάτων.
Το κλίμα στο οποίο έζησαν οι συγγενείς τους μετά τις δολοφονίες περιέγραψε ο Βόλφγκανγκ Φ., συνέταιρος του Θεόδωρου Βουλγαρίδη στο κλειδαράδικο που άνοιξαν μαζί στο Μόναχο.
Η αστυνομία τον καλούσε συνεχώς να καταθέσει. «Η αστυνομία θέλησε να ρίξει λάσπη σε μένα και στον νεκρό συνέταιρό μου. Αποτέλεσμα…έχασα όλα μου τα λεφτά, τους πελάτες, το μαγαζί, ακόμη και η μακρόχρονη σχέση μου τινάχτηκε στον αέρα».
Στην ερώτηση για τις επιπτώσεις στην οικογένεια Βουλγαρίδη απάντησε: «Ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή – και όχι μόνο για τους συγγενείς. H οικογένεια μετά τη δολοφονία διαλύθηκε, η μητέρα και ο αδελφός του θύματος πήγαν στη Θεσσαλονίκη, τα υπόλοιπα μέλη εξανεμίστηκαν στα 4 μέρη της γης»…
Συγκλονίζει ο φόνος μάρτυρα
Μια 20χρονη, που είχε καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη εναντίον της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU (Εθνικο- Κοινωνικό Υπόγειο) είχε βρεθεί νεκρή στο διαμέρισμά της στην Καρλσρούη, στις 30/3/15. Η κατάθεσή της είχε γίνει κεκλεισμένων των θυρών, επειδή -όπως είχε πει η ίδια- αισθανόταν πως κινδυνεύει.
Η κατάθεσή της αφορούσε στο φόνο της αστυνομικού του δέκατου θύματος της νεοναζιστικής οργάνωσης στα 2007. Η μάρτυρας ήταν πρώην φίλη του γνωστού ως Florian H μέλους της νεοναζιστικής οργάνωσης, που είχε καεί ζωντανός μέσα στο αυτοκίνητό του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες το Φθινόπωρο του 2013.
Η αστυνομία είχε ανακοινώσει ότι παρ΄όλο που τα αίτια του θανάτου της δεν δημιουργούν ερωτήματα, διεξάγεται έρευνα, λόγω του ρόλου της ως μάρτυρας στην πολύκροτη δίκη των νεοναζί.
Deutsche Welle
Σύνταξη Κ. Μπετινάκης