Στη Βουλή διαβιβάστηκε νέο έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Μάρδα για τον τρόπο κάλυψης των εσωτερικών υποχρεώσεων του δημοσίου.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε έπειτα από ερώτηση που είχε καταθέσει ο βουλευτής της ΝΔ Χρήστος Σταϊκούρας, με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί σε τι ύψος ανέρχεται η μερική εσωτερική στάση πληρωμών και ποια είναι η επιπλέον ετήσια επιβάρυνση της δαπάνης για τόκους του Κρατικού Προϋπολογισμού άρα και των φορολογουμένων από την αύξηση των επιτοκίων στα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου τους δύο τελευταίους μήνες.
«Ο χρηματοδοτικός προγραμματισμός για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας εκτελείται με βάση το ύψος εσόδων του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα οποία προγραμματίζεται το ύψος των πληρωμών για την κάλυψη των δαπανών του προϋπολογισμού» αναφέρει στην απάντησή του ο κ. Μάρδας και προσθέτει ότι «οι μεταβιβάσεις προς τους Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης προγραμματίζονται και πραγματοποιούνται με γνώμονα το ύψος των ταμειακών τους διαθεσίμων, όπως εξάλλου περιγράφεται κα στην εγκύκλιο εκτέλεσης του προϋπολογισμού έτους 2015».
Αναφέρει επίσης ότι «η καταβολή των κοινωνικού χαρακτήρα επιδομάτων (επίδομα θέρμανσης, οικογενειακά επιδόματα κλπ) πραγματοποιείται βάσει σχετικού προγραμματισμού καθώς και της ροής της επεξεργασίας και εκκαθάρισης των στοιχείων των δικαιούχων από τους αρμόδιους εποπτεύοντες φορείς».
Ως προς το επιτόκιο των τελευταίων εκδόσεων εντόκων γραμματίων, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών διαβιβάζει έγγραφο του ΟΔΔΗΧ στο οποίο αναφέρεται ότι «η αύξηση του επιτοκίου στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων του Μαρτίου 2015 σε σχέση με τις δημοπρασίες του Ιανουαρίου 2015 ήταν πολύ μικρή, της τάξεως του 0,21%».
Ο ΟΔΔΗΧ εξηγεί επίσης ότι «η ετήσια επιβάρυνση σε τόκους δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί δεδομένου ότι το κυλιόμενο πρόγραμμα του βραχυπρόθεσμου χρέους, μέσω εντόκων γραμματίων, βρίσκεται σε εξέλιξη και επομένως όταν ολοκληρωθεί στο τέλος του έτους, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για επιβάρυνση ή ελάφρυνση της δαπάνης για τόκους σε σχέση με το προηγούμενο έτος, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και τις συνθήκες της αγοράς που επικρατούσαν στις περιόδους αυτές»».