«Δεν θα συμβεί έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ», είναι ο τίτλος συνέντευξης του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, στην γερμανική οικονομική επιθεώρηση «WirtschaftsWoche».
Στην συνέντευξή του, ο κ. Γιούνκερ καταλογίζει λάθη στην ελληνική κυβέρνηση και στους Έλληνες ευθύνες για την κρίση, δεν θεωρεί ωστόσο ότι θα φθάσουμε σε ένα «Grexit».
«Μέχρι το καλοκαίρι πρέπει να είμαστε σε θέση να συνεννοηθούμε με τη νέα κυβέρνηση στην Αθήνα σε ένα νέο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης για την Ελλάδα. Θα εργαστώ μέρα-νύχτα ώστε να το πετύχουμε και μάλιστα με την απαιτούμενη κοινωνική ισορροπία. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι υποχρεώσεις απέναντι στους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους της Ελλάδας πρέπει αν τηρηθούν. Αυτό πρέπει να αποτελεί τη βάση για κάθε νέα συμφωνία», τονίζει ο κ. Γιουνκέρ.
«Μέχρι τώρα δεν συνάντησα πολύ μεγάλη πείρα. Αλλά δεν πρέπει να βγάλουμε πρόωρα συμπεράσματα από αυτό. Δεν έπεσε από τον ουρανό ποτέ κανένας ειδικός – ούτε στην Ελλάδα», δηλώνει ο κ. Γιουνκέρ, απαντώντας σε ερώτηση αν οι κύριοι Τσίπρας και Βαρουφάκης είναι «τόσο άπειροι ή απλώς μόνο θρασείς».
Τονίζει ότι «πρέπει να υποδεχτούμε τη νέα ελληνική κυβέρνηση φιλικά – αν και υψηλόβαθμοι έλληνες πολιτικοί πλειοδοτούν στην επιλογή των λέξεων». Όταν ένας πρωθυπουργός «βρίζει τους Γερμανούς δύο φορές σε μια εβδομάδα στις προγραμματικές δηλώσεις, δεν το θεωρώ αυτό μορφή υψηλής πολιτικής τέχνης, αλλά οδηγεί σε αναγέννηση των δυσάρεστων αισθημάτων. Υπάρχουν πάρα πολλές λάθος δηλώσεις στην Αθήνα, αλλά αυτό θα με τον καιρό θα αλλάξει», επισημαίνει και, ερωτώμενος αν η ελληνική κυβέρνηση έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης, δηλώνει: «Εξηγώ υπομονετικά ότι η Ευρωζώνη δεν αποτελείται μόνο από μία δημοκρατία, αλλά και από 18 άλλες, τις οποίες πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του. Εξηγώ επίσης ότι είναι πολύ δύσκολο να ζητήσεις εκπτώσεις από την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, τις οποίες δεν έλαβαν οι ίδιες. Αυτές οι χώρες πέρασαν μέσα από μια ‘πεδιάδα δακρύων’. Ο κόσμος εκεί δεν έχει μεγάλη κατανόηση για το ότι τώρα η Ελλάδα πρέπει να έχει διαφορετική μεταχείριση» και ειδικά σε ό,τι αφορά την εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο κ. Γιούνκερ διευκρινίζει ότι ο ίδιος δεν ανήκει σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να μειωθεί, αλλά σημειώνει ότι «εάν η Ελλάδα αυξήσει τον κατώτατο μισθό, τότε στην Ευρώπη θα υπάρχουν έξι χώρες που θα έχουν χαμηλότερο κατώτατο μισθό και οι οποίες πρέπει να πάνε στα Κοινοβούλιά τους για να επικυρώσουν το πρόγραμμα για την Ελλάδα. Πρέπει να εξηγηθεί στον κ. Τσίπρα και τους συναδέλφους του ότι δεν πρόκειται για εύκολη διαδικασία. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα θα είναι υψηλότερος από ό,τι στην Ισπανία ή στη Σλοβακία».
Η εξυπηρέτηση του χρέους είναι σε μερικές χώρες υψηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, τονίζει ακόμη ο κ. Γιούνκερ και προσθέτει: «Όταν η ελληνική κυβέρνηση λέει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, τότε αυτό σημαίνει ότι στις χώρες με υψηλότερη εξυπηρέτηση χρέους η οικονομική κατάσταση θα έπρεπε να είναι ακόμη λιγότερο βιώσιμη. Προφανώς κάποιοι δεν έχουν καταλάβει ότι δεν θα έπρεπε να παίζουν με τη φωτιά».
Απαντώντας ωστόσο σε ερώτηση κατά πόσο βρισκόμαστε κοντά σε μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη από ατύχημα (Grexident) ο κ. Γιουνκέρ τονίζει: «Εάν έλεγα ότι αποτελεί πραγματική ανησυχία, αυτομάτως θα καθίστατο πραγματική ανησυχία. Βλέπω την Ελλάδα ως μόνιμο μέλος της ευρωοικογένειας. Δεν μου αρέσουν αυτές οι λεκτικές διαστρεβλώσεις γύρω από το όνομα “Ελλάδα”. Πώς θα αποκαλούσαμε μια γερμανική έξοδο; Dexit; Μια έξοδος της Ελλάδας δεν θα συμβεί». Σε ό,τι αφορά πάντως το εάν κάτι τέτοιο θα το άντεχε η Ευρωζώνη, επισημαίνει: «Από το 2010, όταν δημιουργήσαμε αντιπυρική ζώνη στην Ευρώπη, δεν υπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος από λάθος συμπεριφορά όσο το 2012. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να συμβιβάζεσαι με την προοπτική της εξόδου μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Ακόμη και αν ο κίνδυνος είναι μικρότερος από ό,τι στο παρελθόν, υπάρχει ακόμη συστημικό πολιτικό ρίσκο. Εάν έβγαινε μια χώρα, θα είχε αυτό διαβρωτική επίδραση στην Ευρωζώνη. Κερδοσκόποι θα επιτίθεντο σε μια χώρα για την οποία θα πίστευαν ότι θα είχαν κέρδη αν προκαλούσαν την έξοδό της».
Αναφερόμενος στην κακή διάθεση που υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων για τα προγράμματα διάσωσης, ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ υποστηρίζει ότι «στα προγράμματα της τρόικας περιλαμβάνονται μέτρα που έχουν αφαιρέσει από τον μέσο Έλληνα την διάθεση για ζωή» και προσθέτει ότι «ποτέ δεν δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα νέου ξεκινήματος, διότι ο κάθε Έλληνας είχε την αίσθηση ότι είχε πληγωθεί η αξιοπρέπειά του, συνέβαινε ότι κάτι άδικο», ενώ οι άνθρωποι στην Ελλάδα πιστεύουν ότι δεν ευθύνονται για τα προβλήματα στη χώρα τους. «Δεν ήταν όμως οι Ολλανδοί ή οι Γερμανοί που ψήφιζαν για πάνω από 40 χρόνια ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Η ευθύνη είναι και στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών και δεν μπορούν να την αγνοήσουν», τονίζει.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την λειτουργία του ελληνικού κράτους, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει ότι «το κράτος στην Ελλάδα λειτουργεί λιγότερο καλά από ό,τι αλλού» και υπενθυμίζει ότι «η Ελλάδα δεν έχει πχ. Κτηματολόγιο», ενώ «πέρα από αυτό, υπάρχει διαφθορά σε όλα τα επίπεδα», για να καταλήξει παρατηρώντας ότι «η Ελλάδα έχει την τάση όλα αυτά να τα ξεχνάει». Ο ίδιος πάντως επισημαίνει ότι καταβάλλεται τώρα προσπάθεια να εξοπλιστεί διοικητικά το ελληνικό κράτος. «Πρέπει να δοθεί βοήθεια με διάφορες μορφές.
Η είσπραξη των φόρων παραμένει πρόβλημα το οποίο είναι δύσκολα κατανοητό από τους βορειοευρωπαίους. Δεν αποτελεί υπεύθυνη στάση έναντι του ίδιου του κράτους σου, όταν πολίτες, κατά τον προεκλογικό αγώνα, σταματούν να πληρώνουν φόρους διότι περιμένουν ότι, υπό τον κ. Τσίπρα, δεν θα πρέπει πλέον να πληρώσουν. Αλλά κάτι κινείται προς την σωστή κατεύθυνση. Περιμένω ότι τώρα θα υπάρξει ένα διάλειμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο όμως δεν πρέπει να κρατήσει πάρα πολύ», τονίζει ο κ. Γιουνκέρ. «Έχω την εντύπωση ότι κυβερνήσεις και θεσμοί συνομιλούν, ξεχνώντας τις πραγματικές ανησυχίες των ανθρώπων. Αυτό με ενοχλεί.
Πολλοί κυβερνώντες ξεχνούν για ποιους κάνουν πολιτική. Ως επικεφαλής του Eurogroup ξεκίνησα να τηλεφωνώ κάθε εβδομάδα σε τρεις ανθρώπους στην Αθήνα – έναν δημοσιογράφο, έναν γιατρό και μια πρώην συνεργάτιδα, για να μου πουν τι έβλεπαν οι ίδιοι και τι τους έλεγαν οι άνθρωποι. Πρέπει να μιλάμε με τους ανθρώπους. Δεν αρκεί να διαβάζουμε τις εφημερίδες», δήλωσε χαρακτηριστικά.