Αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα των αγορών βρίσκεται η νέα κυβέρνηση. Η πρώτη μέρα στη διακυβέρνηση συνοδεύτηκε από κραχ στο Χρηματιστήριο (9,24%, κλείσιμο στις 711 μονάδες) και καταιγισμό τηλεφωνημάτων ξένων επενδυτών στο Μέγαρο Μαξίμου, που είχαν τοποθετήσει κεφάλαια σε δημόσιες επιχειρήσεις για τις οποίες βρισκόταν στα σκαριά σχέδιο ιδιωτικοποίησής τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι εξαγγελίες για πάγωμα των αποκρατικοποιήσεων σε ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, Ελληνικό, ΑΔΜΗΕ και περιφερειακά αεροδρόμια, σε συνδυασμό με την προσπάθεια διαχωρισμού της Ελλάδας από την κοινή εξωτερική πολιτική των Βρυξελλών απέναντι στην Ευρώπη, οδήγησαν τους επενδυτές να ρευστοποιήσουν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών​

Σε μια προσπάθεια να συμμαζέψει την κατάσταση ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης έπαιξε τον ρόλο του πυροσβέστη, προσπαθώντας να σβήσει τις φωτιές που άναψαν στελέχη της νέας κυβέρνησης. Ειδικότερα, έκανε λόγο για έλλειψη εμπειρίας, επισημαίνοντας ότι «έχουμε υπουργούς που για πρώτη φορά αναλαμβάνουν τέτοια καθήκοντα, ας δούμε και τη θετική πλευρά των πραγμάτων».
«Σε κάθε πολιτική αλλαγή παρατηρείται κλίμα “αναταράξεων” στην αγορά. Στις τράπεζες, το Δημόσιο θα ασκήσει τα μετοχικά του δικαιώματα. Δεν θα θίξουμε, όμως, τα συμφέροντα των ιδιωτών μετόχων. Είμαστε ανοιχτοί για να ακούσουμε τις προτάσεις τους» είπε, προσθέτοντας για το ενδεχόμενο αλλαγών στον τρόπο διοίκησης των τραπεζών ότι «θα γίνει με δημόσια διαβούλευση» και ότι θα γίνουν σεβαστοί οι ιδιώτες μέτοχοι όπου υπάρχουν, με στόχο την άνοδο της αξίας του κεφαλαίου τους.

Οι εξαγγελίες για πάγωμα των αποκρατικοποιήσεων σε ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, Ελληνικό, ΑΔΜΗΕ και περιφερειακά αεροδρόμια, σε συνδυασμό με την προσπάθεια διαχωρισμού της Ελλάδας από την κοινή εξωτερική πολιτική των Βρυξελλών απέναντι στην Ευρώπη, προκάλεσαν κύμα ρευστοποιήσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με τον κλάδο των τραπεζών να είναι ο μεγάλος χαμένος (υποχώρηση άνω του 43%) και τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) να δέχονται ισχυρές πιέσεις, σημειώνοντας απώλειες 7,5 δισ. ευρώ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αναταραχής έρχεται σήμερα στην Αθήνα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος φρόντισε να εκφράσει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Τσίπρα αλλά ταυτόχρονα να ξεκαθαρίσει μέσω Twitter ότι «αν η νέα κυβέρνηση λέει σε όλα “όχι”, δεν θα επιβιώσει». Στο ίδιο μήκος κύματος και οι τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος αποκλείει το ενδεχόμενο Grexit, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα έχει δώσει δεσμεύσεις που πρέπει να τηρήσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η γλώσσα των αριθμών» και «η γλώσσα της Ευρώπης»

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα γεγονότα της «Μαύρης Τετάρτης», τη στάση Δραγασάκη και τη σταθερή θέση της Ευρώπης ότι «λεφτά χωρίς πρόγραμμα δεν υπάρχουν», παρατηρείται -ήδη από την πρώτη ημέρα διακυβέρνησης- μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση ανάμεσα στην πολιτική που επιθυμεί να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις εξαγγελίες του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Η νέα κυβέρνηση επιχειρεί να αγοράσει χρόνο, μιλώντας στις Βρυξέλλες με τη «γλώσσα της Ευρώπης»​

Το σκίσιμο των μνημονίων και η «πόρτα» στους δανειστές λειτούργησαν επικοινωνιακά, αποτελώντας τα κατάλληλα δομικά υλικά για τη δημιουργία ενός ωραίου αφηγήματος που ακούγεται ευχάριστα από τους πολίτες. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην υπόσχεση για σημαντική βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών. Αυτή η υπόσχεση δόθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης. Ο νέος υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Παναγιώτης Κουρουμπλής το έθεσε ξεκάθαρα: «Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει. Ο λαός απαιτεί». Από τη στιγμή όμως που η χώρα εξαρτάται από τα χρήματα του προγράμματος οικονομικής βοήθειας, το οποίο πηγαίνει «πακέτο» με συγκεκριμένες δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις, η νέα κυβέρνηση βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με το βάρος των εξαγγελιών της.

Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να υλοποιηθεί μέσα σε μια στιγμή και με εξαγγελίες ότι «καταργούνται όλοι οι μνημονιακοί νόμοι». Το ζητούμενο είναι ο χρόνος και βασικό ερώτημα παραμένει αν η Ευρώπη είναι διατεθειμένη να δώσει τον απαιτούμενο αυτόν χρόνο στη νέα κυβέρνηση για να βελτιώσει την οικονομία της. Η κωλυσιεργία των πρώτων τριών ετών της κρίσης και η απροθυμία των προηγούμενων κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε βαθιές τομές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και να μοιράσουν τα φορολογικά βάρη ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που ώθησε τους Ευρωπαίους να απαιτούν την εφαρμογή μέτρων που οδηγούν σε απτά αποτελέσματα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια.

Στην ανακοίνωση των Βερσαλλιών για την επερχόμενη συνάντηση Βαρουφάκη – Σαπέν στο Παρίσι γίνεται λόγος για μια «Ευρώπη της δημοσιονομικής σοβαρότητας, η οποία θέλει να βλέπει τις δεσμεύσεις να εφαρμόζονται» και μια «νότια Ευρώπη, και ειδικά την Ελλάδα, η οποία σήμερα υποφέρει και χρειάζεται να βρει έναν άλλο δρόμο από αυτόν που είχε πάρει, για να επιστρέψει στην ελπίδα και στην ανάπτυξη».

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αγοράσει χρόνο (στόχος το τετραετές δημοσιονομικό πλάνο συνδυασμένο μ’ ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων), μιλώντας στις Βρυξέλλες με τη «γλώσσα της Ευρώπης»: Κοινή στρατηγική για τη δημιουργία μιας ενωμένης, δυνατής οικονομικά Ευρώπης, με σεβασμό στις πανανθρώπινες αξίες της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης. Αυτή η προσπάθεια γίνεται μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης καχυποψίας για τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης, η οποία έρχεται να ενισχύσει τη μέχρι τώρα άκαμπτη στάση των Βρυξελλών με την εμμονή τους στη λιτότητα. Το μόνο που ακούει αυτήν τη στιγμή ο σκληρός πυρήνας της Ευρώπης είναι η γλώσσα των αριθμών.

Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της τελετής παράδοσης – παραλαβής στο ΥΠΟΙΚ, ο νέος «τσάρος» της Οικονομίας Γιάνης Βαρουφάκης έθεσε το ζήτημα του χρόνου. «Η Ευρώπη έχει αποδείξει ότι ξέρει να βρίσκει λύσεις και να αποφεύγει τα τελεσίγραφα» είπε. Μένει να αποδειχθεί αν η Ευρώπη θα τον δώσει…

Επιμέλεια: Μάριος Βελέντζας

Διαβάστε επίσης:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης