Δεν είναι παιδιά μας οι Χρυσαυγίτες. Ή μήπως είναι;

Μάνα τους γέννησε κι αυτούς. Από γεννησιμιού του κανείς δεν είναι κακός. Πώς γίνεται, μεγαλώνοντας, να σκαρτεύει;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μήπως, γιατί η μάνα δεν ήταν εκεί, όταν τη χρειαζόταν; Μήπως η αγκαλιά της ήταν παγωμένη. Ο κόρφος της στείρος; Οι γονείς αποξενωμένοι; Οι δικοί αδιάφοροι;

Δεν είναι παιδιά μας οι Χρυσαυγίτες. Ή μήπως είναι;

Η κοινωνία τους γέννησε κι αυτούς. Τους ανέθρεψε. Κανείς δε είναι Χρυσαυγίτης από γεννησιμιού του. Γίνεται. Γιατί;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μήπως η κοινωνία ήταν απούσα όταν την χρειαζόταν; Ήταν αδιάφορη για το αν υπάρχει η όχι; Τον έβαλε στο περιθώριο; Τον έκανε να την μισήσει, γιατί τον πλήγωνε με τη διαφθορά της; Με την αναξιοκρατία της; Με την κομματική ασυδοσία και τον ξύλινο λόγο της;

Δεν είναι παιδιά μας Χρυσαυγίτες. Ή μήπως είναι;

«Όλοι οι άνθρωποι, από τη φύση τους, λαχταρούν τη γνώση: Πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει», φωνάζει ο Αριστοτέλης.

Πώς μπορεί κάποιος, που από τη ανθρώπινη φύση του ζητά τη γνώση, ταυτόσημη με την ηθική και της αισθητική, να γίνεται, Χρυσαυγίτης;

Μήπως η κοινωνία του στέρησε τη γνώση, την ανθρώπινη-ανθρωπιστική παιδεία, που, μόνο, αυτή προάγει την ανθρωπιά και τον πολιτισμό;

Μήπως η κοινωνία αδιαφορεί για τα μέλη της, γιατί έχει αποδεχθεί το, αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως, σύνθημα του παγκοσμιοποιημένου κυνισμού: «φα’ τους πριν σε φάνε: get them before they get you»;

Μήπως η πολιτεία, ανοήτως, λησμόνησε της πολιτική της κληρονομιά και τη μαχητική της παράδοση του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» και υιοθέτησε το βλακώδες παγκοσμιοποιημένο σλόγκαν «αμύνεσθαι περί πάρτης»;

Μια τέτοια κοινωνία και πολιτεία θρέφει τη βία στα στείρα σπλάχνα της. Την παντοειδή βία, που βιώνουμε όλοι στις μέρες μας.

Μια τέτοια πολιτεία, καταντά θηριοτροφείο μαζανθρώπων καταναλωτών. Μισών και μίζερων ανθρώπων, που τελικά την καταναλώνουν και την ίδια.

Και οι Χρυσαυγίτες, νέοι άνθρωποι, στρεβλωμένοι από την αμάθεια, με το νεανικό τους αίμα να κοχλάζει, με τα «μυαλά στα κάγκελα» και το λογικό τους σε χειμερία νάρκη, αντιδρούν με την αλόγιστη τυφλή βία, νομίζοντας πως, έτσι, θα αλλάξουν τον κοινωνία και τον κόσμο.

Όμως, δεν αλλάζει η κοινωνία και ο κόσμος, με τα θρασύδειλα χτυπήματα εναντίον των αδυνάτων και τη δολοφονία της αντίθετης γνώμης.

Όμως, δεν αλλάζει η κοινωνία και ο κόσμος με την ανυπαρξία του λόγου και τα γρυλίσματα της ναζιστικής ιδεοληψίας.

Μπορεί, την πολιτική να την έχουν καταντήσει οι πολιτικατζήδες (υπάρχουν όμως και πολιτικοί) εκφυλισμένο διαχειριστικό εργαλείο και όργανο των κελευσμάτων της νέας τάξης πραγμάτων.

Αλλά αυτό δεν πολεμιέται με τα δειλά μαχαιρώματα της αντίθετης γνώμης.

Μπορεί, οι πολιτικατζήδες (όχι οι πολιτικοί) να έχουν καταστεί υπηρέτες των νέο-ευρωπαίων Νεάντερνταλ, που φορούν και θέλουν να φορέσουν σε όλους μας το φαιό πουκάμισο του παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού.

Όμως αυτό δεν το μάχεσαι με το φασισμό της βίας και με το θυμωμένο, τυφλό ξέσπασμα, πάνω σε πράγματα και ανθρώπους.

Μπορεί, η Νέα Οικονομική Ιδεολογία να περιθωριοποιεί τους ανθρώπους, να τους αλλοτριώνει, να τους αποξενώνει από τις αρχές και την ανθρωπιά τους.

Αλλά αυτό δεν το αντιμάχεσαι με την απανθρωπιά της βίας και τη βδελυρότητα του ναζιστικού παραληρήματος.

Μπορεί, οι πολίτες να εκφυλίστηκαν σε πανελοπολίτες, κανοναρχούμενοι και ποδηγετούμενοι από την τηλετύφλωση των γυάλινων ΜΜΕ (Μέσων Μαζικού Εξανδραποδισμού),

Όμως, η απάντηση σ’ αυτό δεν είναι η καταστροφική μανία του ολοκληρωτισμού, που, συνάμα, επιδιώκει τη γνωστοποίηση των κατορθωμάτων του, μέσω των ιδίων μέσων, που θέλει να αφανίσει.

Με σημαίες και με ταμπούρλα, η ζωή τραβάει την ανηφόρα.

Με τα λάβαρα της ανθρωπιάς και της Δημοκρατίας να ανεμίζουν έκαναν, πάντα, τους αγώνες τους οι Έλληνες πατριώτες (όχι οι πατριδοκάπηλοι, πατριδέμποροι).

Με καθαρά πρόσωπα, και με τη δύναμη του Λόγου, οι αγωνιστές αγωνίζονται, να αλλάξουν τον κόσμο.
Με την δύναμη του λόγου, που «κοκάλα δεν έχει και κοκάλα τσακίζει», πολεμούν οι μαχητές την παρακμή μιας πολιτείας, που δεν θέλει Πολίτες.

«Ο καθείς και τα όπλα του», λέει ο ποιητής.

Μα αυτός, που για όπλο έχει την αλόγιστη, τυφλή, βία, δεν είναι πολεμιστής. Δεν είναι αγωνιστής. Ούτε, καν, του δικού του άδικου, που θεωρεί δίκιο.

Μαϊμουδίζοντας ναζιστικές παρλαπίπες, σπάζοντας, καίγοντας, λεηλατώντας, τρομοκρατώντας, πατώντας πάνω στο άδειο του κεφάλι, ο Χρυσαυγίτης αγνοεί

— γιατί ποτέ δεν του το μάθανε; Γιατί δεν θέλησε να το ακούσει; Γιατί δεν το πιστεύει; (Όμως, δεν μπορεί, κάτι ανθρώπινο έχει κι αυτός μέσα του) —

πως ο άνθρωπος «δεν γεννήθηκε για να μισεί, αλλά για ν’ αγαπά μονάχα.»

Έτσι φωνάζει κατάμουτρα στον εξουσιαστή Κρέοντα η επαναστάτρια Αντιγόνη.

Ξέμαθες πια ν’ αγαπάς, Χρυσαυγίτη και γεμίζεις τον Καιάδα σου, το κενό της ύπαρξής σου, με την κτηνώδη βία.

Ξαναβρές την ανθρωπιά σου, μέσα στην αγάπη για τον Άνθρωπο.

Ξαναβρές τη νιότη σου μέσα στον αγώνα για το καλύτερο.

Βγες από το περιθώριο της απελπισίας, που σε έχουν χώσει οι σύγχρονοι χαλασοχώρηδες.

Σάρκωσε την οργή σου στον αγωνιστικό Λόγο και όχι στην παράλογη, τυφλή βία. Η βία δεν είναι η μαμή της ιστορίας. Η βία ξεγεννά ανάπηρα παιδιά. Χιτλερίσκους. Κουφιοκεφαλάκηδες. Δολοφόνους.

Γίνε Πολίτης-Οπλίτης της Δημοκρατίας του Λόγου και όχι των γρυλισμάτων του Ναζισμού και της μισαλλοδοξίας.

Κάποιος πήγε να βγάλει από τη μέση τους Έλληνες. Και τι απέμεινε; Ένα συνεχές γρύλισμα. (Ελίας Κανέττι)

e-mail: impious@otenet.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης