Η κατάσταση των χριστιανικών μειονοτήτων στην Τουρκία βρέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών του Οικουμενικού Πατριάρχη με τη γερμανική πολιτική ηγεσία στο Βερολίνο. Υποδοχή με τιμές αρχηγού κράτους.
Η κατάσταση των χριστιανικών μειονοτήτων στην Τουρκία βρέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών του Οικουμενικού Πατριάρχη με τη γερμανική πολιτική ηγεσία στο Βερολίνο. Υποδοχή με τιμές αρχηγού κράτους.
Η δεκαήμερη περιοδεία του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Γερμανία πραγματοποιείται με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ίδρυση της Μητρόπολης Γερμανίας. Η επίσκεψη του χθες (Τετάρτη) όμως στο Βερολίνο είχε και έντονο πολιτικό άρωμα. Στην ατζέντα των συναντήσεων ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Καγκελάριος, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και ο συμπρόεδρος των Πρασίνων.
«Εμείς ευχαρίστως βοηθάμε»
Πρώτος σταθμός του Πατριάρχη χθες το πρωί ήταν το Ράιχσταγκ, το κτήριο που στεγάζει τη γερμανική βουλή. Συζήτησε με τον πρόεδρο της, Νόρμπερτ Λάμερτ, γύρω από τις θρησκευτικές ελευθερίες, ένα θέμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον γερμανό πολιτικό. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε αργότερα το γραφείο τύπου της βουλής αναφέρεται ότι ο Πατριάρχης αναγνώρισε ότι σε σχέση με το παρελθόν έχει βελτιωθεί η κατάσταση των χριστιανών στην Τουρκία. Ωστόσο δεν έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα, πχ. η έλλειψη επίσημου νομικού καθεστώτος για το Πατριαρχείο (χρήση του όρου «Οικουμενικό»), η «παράνομη δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας από τις τουρκικές αρχές», όπως επίσης και το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της γερμανικής βουλής εξέφρασε την άποψη ότι «το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στην Τουρκία συνιστά ουσιαστική παρεμπόδιση της θεολογικής εκπαίδευσης και συνεπώς της θρησκευτικής ελευθερίας».
Μιλώντας στην Deutsche Welle, μετά την συνάντηση του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο Νόρμπερτ Λάμερτ τόνισε την αναγκαιότητα καλών σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα:
«Ευτυχώς οι σχέσεις αυτές στη Γερμανία δεν είναι μόνο νομικά κατοχυρωμένες αλλά διέπονται και από μία καλή, πυκνή και φιλική συνεργασία. Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει παντού στον κόσμο στον ίδιο βαθμό. Για αυτό είναι καλό να γίνονται τέτοιου είδους συναντήσεις. Δίνεται η ευκαιρία όχι μόνο να ενθαρρύνει ο ένας τον άλλο για το έργο που έχει να επιτελέσει αλλά και να ανταλλάσουμε πληροφορίες για προβλήματα και προκλήσεις καθώς και να εξετάζουμε πως θα μπορούσε ο ένας να βοηθήσει τον άλλο – πράγμα που εμείς πολύ ευχαρίστως το κάνουμε».
Ανάλογο πνεύμα επικράτησε και στη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γιόαχιμ Γκάουκ. Και εδώ προείχε το θέμα των θρησκευτικών μειονοτήτων και των θρησκευτικών ελευθεριών στην Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο συζητήθηκε και η ομιλία του κ. Γκάουκ κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στη χώρα. Η αναφορές του τότε σε ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία της δημοκρατίας και με τα δικαιώματα του πολίτη, είχαν εξοργίσει τον τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν. Εκτός αυτού, ο πρώην ευαγγελικός πάστορας Γιόαχιμ Γκάουκ ζήτησε να ενημερωθεί και για την επικείμενη συνάντηση του Πατριάρχη με τον Πάπα Φραγκίσκο στα Ιεροσόλυμα όπως επίσης και για την Πανορθόδοξη Σύνοδο το 2016 στην Κωνσταντινούπολη.
Οργισμένη η καγκελάριος για την υπόθεση της Αγίας Σοφίας
Η υπόθεση της Αγίας Σοφίας αποτέλεσε θέμα και στη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη με τη γερμανίδα Καγκελάριο. Πληροφορίες τόσο του γερμανικού Καθολικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΝΑ) όσο και της Deutsche Welle που βασίζονται σε κύκλους που συμμετείχαν στις συνομιλίες, κάνουν λόγο για οργισμένη αντίδραση της Άγκελα Μέρκελ αναφορικά με τις δημόσιες δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τέμενος (βλ. συνέντευξη του Πατριάρχη στη Deutsche Welle). Η Καγκελάριος φέρεται να χαρακτήρισε την πρόθεση ως απαράδεκτη. Ας σημειωθεί ότι η στάση της είναι πολύ πιο κατηγορηματική από αυτή του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών. Στη καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, η οποία διεξαγόταν την ίδια περίπου ώρα με τη συνάντηση των κ.κ. Μέρκελ και Βαρθολομαίου, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος του υπουργείου, Σαουσάν Σεμπλί, δήλωνε ότι ναι μεν το σημερινό καθεστώς της Αγίας Σοφίας ως μουσείο «ικανοποιεί όλους» συγχρόνως όμως διαβεβαίωνε ότι «η τελική απόφαση ανήκει στην Τουρκία».
Την αντίθεση του στην πρόθεση του τούρκου πρωθυπουργού εξέφρασε και ο επόμενος συνομιλητής του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο συμπρόεδρος του Κόμματος των Πρασίνων και τουρκικής καταγωγής Τζεμ Όζντεμιρ. Ο κ. Όζντεμιρ προς τη Deutsche Welle:
«Δεν μπορώ να καταλάβω το νόημα μιας τέτοιας πρόθεσης. Η Τουρκία δεν υστερεί από τζαμιά –αντιθέτως. Πρόκειται μάλλον για μια χειρονομία ταπεινωτικού χαρακτήρα για τους χριστιανούς, για όλες τις μειονότητες της Τουρκίας. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο από τον Κεμάλ Ατατούρκ ήταν κατά την άποψη μου ένα έξυπνο και σωστό μέτρο, το οποίο θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ. Και αν είναι να ανοίξει για θρησκευτικές λειτουργίες, τότε όχι μόνο για τους μωαμεθανούς αλλά θα πρέπει και ο Πατριάρχης να έχει τη δυνατότητα να κάνει λειτουργίες».
Πηγή: Deutsche Welle