Είπα «ναι» στον Αντώνη Ρέμο και ως εκ τούτου στον Ηρακλή, γιατί θεωρώ ότι η ασφαλής κριτική από τη σιγουριά του καναπέ αποτελεί τη μεγαλύτερη επιδημία σ’ αυτόν τον τόπο.
Είπα «ναι», γιατί, ενώ το πιθανότερο είναι να μην τα βρω με τις νοοτροπίες και τις πρακτικές που επικρατούν στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει ακόμα και όταν υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες, πρέπει να ενισχύεται με έργα και όχι με λόγια.
Είπα «ναι», γιατί ο Ηρακλής ως ομάδα που δεν ενόχλησε και δεν προκάλεσε σχεδόν ποτέ, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μίας σοβαρής προσπάθειας προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης του ποδοσφαίρου.
Είπα «ναι», γιατί η ρομαντική προσπάθεια που θέλω να πιστεύω ότι κάνει ο Αντώνης Ρέμος με Έλληνες παίκτες, μπορεί να τροφοδοτήσει εκ νέου το όνειρο για μία νέα Πορτογαλία.
Είπα «ναι», διατηρώντας το αναφαίρετο δικαίωμά μου ανά πάσα στιγμή, όταν πρέπει να το κάνω, να πω «όχι».
Είπα «ναι», γιατί μόνον έτσι, με τη συμμετοχή, μπορούν να αλλάξουν πρακτικές και νοοτροπίες.
Είπα «ναι», γιατί θεωρώ τιμητική μία πρόταση, η οποία πέραν της συμμετοχής συνεπάγεται υποχρεώσεις και ευθύνες στη μοιρασιά του ίδιου οράματος με τους ανθρώπους της καθημερινότητας.
Είπα «ναι», γιατί αυτή η συμμετοχή σημαίνει άμεση επίθεση στον υπόκοσμο κάθε παράγκας.
Είπα «ναι», γιατί οι άνθρωποι του μεροκάματου που εξοντώνονται ολόκληρη την εβδομάδα για να χαρούν τα ενενήντα λεπτά της Κυριακής έχουν δικαίωμα στο όνειρο.
Eίπα «ναι», γιατί οι νοοτροπίες αλλάζουν αργά, κάποτε όμως πρέπει να γίνει η αρχή για να μην καθυστερήσουν περισσότερο, για να μπορούν οι φίλαθλοι μίας ομάδας να χειροκροτούν με γενναιότητα τον αντίπαλο. Να μετασχηματίζουν το πικρό συναίσθημα της ήττας σε ενέργεια για την επόμενη επιτυχία και όχι σε επιθετικότητα.
Είπα «ναι» τέλος, γιατί το «όχι» πολλές φορές αποτελεί υπεκφυγή και εύκολη λύση…
Διαβάστε επίσης: