Ο άνθρωπος ο μικρός, ο αξιοπεριφρόνητος, που τον στραβώνει η λάμψη του πλούτου που ψευτίζει κάθε αξία. Που θολώνει τον νου του η αλαζονεία. Που την ψυχή του φθείρει η απληστία.

Ο άνθρωπος ο μικρός, που καμώνεται, ο σπουδαιογελοίος, πως υπηρετεί τον λαό, μα ουδέποτε υπηρετεί την αλήθεια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Που αγοράζει ετοιματζίδικες γνώμες από το γυάλινο βλακοκούτι.

Μικρόψυχος, τα μικραίνει όλα στο μπόι της μικρότητάς του. Και δεν έχει πια τη δύναμη να περιφρονήσει τον εαυτόν του, γιατί του στέρησαν το «μέσα» βλέμμα και δεν μπορεί πια να δει εντός του.

Αυτός ο άνθρωπος ο μικρός, που ρωτά:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Τι είναι δικαιοσύνη;», γιατί δεν τον τύφλωνε όταν δίκαζε.

«Τι είναι αγάπη;», γιατί δεν την νοιώθει πια και τη συγχέει με την συγχέει με τη λαγνεία.

«Τι είναι έρωτας;», γιατί δεν φτερουγίζει πια μες την καρδιά του και τον μπερδεύει με το ζωώδες βάτεμα.

«Τι είναι αστέρι;», γιατί πια δεν κοιτά τον ουρανό, παρά μόνο να σκύβει το κεφάλι στη γης ξέρει.

«Τι είναι δημιουργία;», γιατί τα μάτια της ψυχής του είναι κλειστά και δεν τη βλέπει, σε κάθε λουλούδι, σε κάθε ζωντανό, σε κάθε αστέρι, στην ανατολή και τη δύση του ήλιου, στο νότισμα της βροχής και στο φύσημα του αγέρα, στην ανάσα του άλλου.

Και, ιδού, ο Άνθρωπος ο Μέγας, με λογισμό μαζί και όνειρο, με ψυχή και νου αδερφωμένα, σκοπός ο ίδιος και μέσον, αυτοσκοπός της πραγμάτωσης της ανθρωπιάς του Ανθρώπου. Του εξανθρωπισμού του.

Και, να, ο Άνθρωπος ο Μέγας:

«Που (ΔΕΝ) τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες/και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες» (Κ. Καβάφης), και θα πει ειρήνη και θα εννοεί ειρήνη (οι ουτοπίες μάς βοηθούν να ζήσουμε στον τόπο που καταδικαστήκαμε να ζούμε!). Και δεν θα κάνει πόλεμο για να την επιβάλει.

Που θα θυσιάζεται εδώ στη γη, όχι για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά για να γεννήσει, εδώ, σ’ αυτήν τη γη, την ανθρωπιά του Ανθρώπου.

Που θα σπαταλιέται για τον άλλον, χωρίς να περιμένει αμοιβή, μιας κι αυτή η σπατάλη της ψυχής του είναι η μόνη αμοιβή, που τον πληρώνει, τον γεμίζει.

Που θα φυτεύει τον Λόγο του, όχι σαλιάρικα λόγια, στα μυαλά των ανθρώπων, για να καρπίσουν.

Που θα δικαιώνει το μέλλον και θα συγχωρεί το παρελθόν, χωρίς να το ξεχνά.

Που η πληγωμένη του ψυχή θα κρύβει μέσα της τον άνθρωπο, που δεν έγινε ακόμη Άνθρωπος και θα ματώνει γι αυτόν, μέχρις ότου φανεί ο Άνθρωπος. Ο δημιουργός που δεν έχει ανάγκη από πιστούς αλλά από συντρόφους.

Που θα ντρέπεται, όταν τυχαίνει, να τον ευνοεί η τύχη, γιατί τίποτα δεν θα θέλει, που δεν θα το έχει μόνος του αποκτήσει, με την αξία του και τον τίμιο ιδρώτα του. Με τη δύναμη του νου και της ψυχής του. «Δεν είμ’ εγώ σπορά της τύχης» (Κ. Βάρναλης).

Που δεν θα υποτάσσεται, παρά μόνο στην προσταγή της συνείδησής του και, γι αυτόν τον άνθρωπο, ανεξερεύνητο θα μένει μόνο ότι δεν ερευνά.

Που ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, για να φτάσει τον Άνθρωπο, το μόνο που θα περιμένει, είναι, ίσως, κάποιο αστροπελέκι.

Οι Άνθρωπος, αυτός, όχι πια ο μικρός, αλλά ο Μέγας, θα περάσει τροπαιοφόρος τις πύλες της πόλεως των Ανθρώπων.

«Εγώ είμαι ο Ηράκλειτος. Τι με τραβάτε πάνω-κάτω αγράμματοι;
Ο ένας άνθρωπος είναι για μένα τρεις μυριάδες, και οι αμέτρητοι
κανένας.
Τούτα θα πω και στην Περσεφόνη.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΕΓΩ. ΤΙ Μ’ ΑΝΩ ΚΑΤΩ ΕΛΚΕΤ’ ΑΜΟΥΣΟΙ
ΕΙΣ ΕΜΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΡΙΣΜΥΡΙΟΙ, ΟΙ Δ’ ΑΝΑΡΙΘΜΟΙ
ΟΥΔΕΙΣ.
ΤΑΥΤΑ ΑΥΔΩ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΦΕΡΣΕΦΟΝΗ»

«Δεσμώτης τήδε ίσταμε,
τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος»
Άρης Αλεξάνδρου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης