Μοναξιασμένοι οι άνθρωποι στην απάνθρωπη πόλη, ακολουθούν το αποτύπωμα του ιδρώτα από το γυμνό τους πόδια πάνω στην άσφαλτο. Τριγυρνούν στους δρόμους προφασιζόμενοι πως έχουν κάποιο σκοπό. Πως πάνε κάπου, κάπου, που ποτέ, όμως, δεν φθάνουν, Στον ίδιο δρόμο κυκλοφέρνουν άσκοπα, άδειοι, ξένοι, σκοντάφτοντας πάνω σε μαριονέτες, σε μια πόλη που τους είναι ξένη. Μια πόλη που τους αποδιώχνει. Τους μισεί. Μα αυτοί μένουν εκεί πεισματικά, γιατί δεν έχουν που αλλού να πάνε.

Οι φιλόξενες πόλεις χάθηκαν. Τις κατάπιε το παγκόσμιο χωριό. Ο ξένιος Δίας βαρέθηκε, σιχάθηκε και άφησε, εγκατέλειψε τον θρόνο του. Στη θέση του φτερουγίζει , φτερωτός και ωκύπους, ο κερδώος Ερμής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Περπατάνε όλοι τους, ποδεμένοι και ανυπόδητοι, οι άνθρωποι της πόλης προς τη θάλασσα για να δουν τα πλοία της ελπίδας, άδεια, φαντάσματα χωρίς φώτα να αποπλέουν, άδεια από ανθρώπους, σκιές μόνο αλλοτινών ανθρώπων για άλλες ελπιδοφόρες, λεπιδοφόρες χώρες.
Η μάνα βγήκε από το σπίτι, απελεύθερη, αλλά αναγκασμένη να δουλεύει σκληρά, γιατί ο Στουρνάρας και οι παγκοσμιοποιημένοι δαιμονισμένοι δεν επιτρέπουν στο ζευγάρι να ζήσει με τις απολαβές του ενός εργαζόμενου. Το άλλο είδος της απελευθερωμένης γυναίκας, που δεν έχει ανάγκη να δουλέψει (δεν ξέρει, δα, και να κάνει καμιά άλλη δουλειά, εκτός από αυτήν, της κουτσομπόλας και της καταναλώτριας. Ψώνια. Ψώνια. τα Ψώνια.) και έχει τον τρόπο της για τα προς το ζην, αυτή, θα προσλάβει Αλλοδαπέζα (κατά το Φιλιππινέζα), για τα παιδιά και το σπίτι, για να γίνουν τα παιδιά πολύγλωσσα και να πάρουν πολυπολιτισμική κουλτούρα!

Το σχολείο διώχνει τους μαθητές του, μη προσφέροντας καμιά παιδεία, παρά, παίδεμα και παραπαιδεία. Κι οι μαθητές, αποδιωγμένοι, πικραμένοι, απελπισμένοι (όλοι οι άνθρωποι, και ιδίως οι νέοι, επιζητούν τη γνώση), γεμίζουν το κενό της πίκρας τους, με τη βία, με την αδιαφορία, με τη βακχεία, με την ιντερνετική αποξένωση, νομίζοντας πως επικοινωνούν, ενώ κοινωνούν την κενότητα της κενής διαθήκης του διαδικτύου. Ξεσπούν σε βιαιότητες, απαίδευτοι όντας, αφού τα ένστικτα και οι ορμές (που κοχλάζουν σ’ αυτήν την ηλικία), μόνο με την κατάλληλη παιδεία εξημερώνονται.

Η κοινωνία δεν έχει μέλη πια, παρά άτομα, μαζάτομα, που το καθένα για «την πάρτη» του φροντίζει. Έτσι διδάσκει το νεοφιλελεύθερο, μεταμοντέρνο, δόγμα της παγκοσμιοποίησης της αποβλάκωσης. Η ανθρώπινη προσωπικότητα, έχει γίνει απρόσωπη ατομικότητα μέσα στη μάζα, που διαμορφώνει η μετανεωτερική αντίληψη για τον απανθρωποποιημένο άνθρωπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και η «υψηλή» (λειψή) κοινωνία και κοινωνία του λάιφ στάιλ (τρόπος ζωής) της κομπίνας, της διαπλοκής, της αλλαξοκωλιάς, της τρυφηλής ζωής, της περιμαντρωμένης (για να μη μας βλέπουν, αλλά και γιατί φοβόμαστε) βίλας των βόρειο-νοτίων προαστίων και των αστείων θαμώνων τους, αυγαταίνει την ιδιωτεία της στα νησιά της κόκας, και του ξεκωλώματος.

Από φόβο χάσαμε γιατί αρνηθήκαμε και γκρεμίσαμε, απαρνηθήκαμε, τους ζωτικούς μας μύθους. Αυτούς, που μας έκαναν κοινωνία, ανθρώπους άξιους του ονόματος του ανθρώπου: «αναθρών α όπωπε: αυτός που κρίνει αυτά που βλέπει. (Πλάτων).

Από φόβο χάσαμε γιατί ξεχάσαμε, πια, πως ν’ αγαπάμε! Ξεχάσαμε και να ελπίζουμε. Κι ο άνθρωπος ατενίζει χάσκοντας την κενότητα της ύπαρξής του, την οποία, έντρομος πανικόβλητος, προσπαθεί να τη γεμίσει, καταφεύγοντας στη βία, στην αδιαφορία, στην απανθρωπιά, στον ατομισμό, στον φιλοτομαρισμό. Τα μόνα εφόδια που έχει, πια, η ανερμάτιστη, αλλοτριωμένη, κενή του ύπαρξη.

Οι πιο τυχεροί μ’ ένα τσεκούρι υλοτομούν τη ζήση τους μέσα στο σκοτεινό δάσος της αφιλόξενης πόλης. Μια πόλης που μισεί τους πολίτες της. Οι πιο τυχεροί με τ’ αγκίστρια που τους έμειναν, σκουριασμένα κι αυτά, ψαρεύουν τον επιούσιο μέσα στο λιοπύρι, στην απέραντη αφιλόξενη θάλασσα της πρωτεύουσας , άλλοτε διαμαντόπετρας στης γης το δαχτυλίδι.

Κι όλο τρίβουνε με στάχτη τα παλιά κηροπήγια τα παλιά μαχαιροπήρουνα, για να τα γυαλίσουν, για να τους θυμίζουν στρωμένα αλλοτινά τραπέζια. Και δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο εκείνο το μπρούτζινο κηροπήγιο. Μα θύμιζε την συχωρεμένη μάνα τα βράδια που η οικογένεια, δεμένη τότε, σκορπισμένη σήμερα, μαζευόταν γύρω στο γιορτινό τραπέζι.

Κι έτσι, με στάχτη τρίβοντας, κρατάνε ζεστά τα παγωμένα τους δάχτυλα. Κάτι είναι κι’ αυτό τις νύχτες του χειμώνα, που η θερμοκρασία της καμαρούλας είναι υπό το μηδέν και στο ίδιο επίπεδο η στάθμη του πετρελαίου στη δεξαμενή της πολυκατοικίας.

Κι όσο να ‘ναιι έχουμε τα δέντρα στο δασάκι απέναντι. Λένε πως θα τα κόψουν για να κάνουνε χώρο στάθμευσης.. Και η ανάσα των ανθρώπων στενεύει. Τα μάτια τους χάνουν το χρώμα της ελπίδας. Τα παιδιά χάσανε το χαμόγελό τους.

Ίσως είναι πρόφαση να ελπίζεις στα γεράνια της βεράντας, που τα σάπισε το νερό, γιατί όλη μέρα δεν έχεις τι να κάνεις, σε πλήρη και απελπιστική ανεργία ριγμένος, εξωθημένος στην απελπισία του καθημερινού ποτίσματος των γερανιών, που απέμειναν για να σου θυμίζουν πως είσαι τυχερός που ακόμη, για πόσο ακόμη, έχεις βεράντα.

Κι όλα αυτά για τους πιο τυχερούς. Για τους άλλους, για πολλούς πια, στο σκοτάδι της αξημέρωτης νύχτας, σβήνουν το καντήλι μη αντέχοντας τον πόνο να βλέπουν την αναιμική του φλόγα να τρεμοσβήνει. Απεγνωσμένοι φοβισμένοι αυτόχειρες. Κουράστηκαν να περπατούν πάνω στην ξερή λάσπη της βρώμικης πόλης.

Από φόβο χάσαμε. Ήταν φοβισμένες οι πέτρινες μέρες,. Γεμάτες φόβο οι μακριές κατασκότεινες νύχτες στη χώρα της απελπισίας. Οι κάτοικοί της πετρωμένοι ψάχνουν στα σκουπίδια για τη σαπισμένη βρώμικη τροφή της ημέρας τους. Τον άρτον αυτών το επιούσιο παρακαλούν να λάβουν οι θρήσκοι που ακόμα προσεύχονται έχοντα; αποθέσει τις ελπίδες του πια στην επουράνια σιωπή.

Και κανένας από τους χαλασμένους άρχοντες, εκατόνταρχους, χιλιάρχους, της χώρας δεν μετάνιωσε για το προμελετημένο έγκλημα που διέπραξε εν ψυχρώ. Διάφοροι παλιάτσοι παίζουν κάθε βράδυ την ίδια παράσταση στο λερωμένο γυαλί των Μέσων Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης (ΜΜΕ), ξερνώντας τα κενά κι ανούσια λόγια τους στα μούτρα των ανθρώπων, που, πια, μόνο από συνήθεια τους ακούν. Και τις νύχτες εφιάλτες ορθώνονται στον ύπνο τους θηρία άγρια που τους κατασπαράζουν.

Ήρθε η ώρα πια να βρούμε μια νέα αρχή, να γυρίσουμε ξανά στις παλιές αξίες που παραπετάξαμε στον σκουπιδοτενεκέ της δήθεν προόδου του τίποτα. Της παγκοσμιοποιημένης ανυπαρξίας αρχών και αξιών.

Ήρθε η ώρα να σπάσουμε τα συρματοπλέγματα, που έβαλαν γύρω στη σκέψη μας, γύρω στην καρδιά μας, γύρω στην ψυχή μας οι καπάτσοι, οι δολιοφθορείς του καθαρού πρόσωπου της άδολης σκέψης, της ανοιχτής καρδιάς, της ανθρωπιάς μας.

Ήρθε η ώρα να πάψουμε να κρυβόμαστε από τον εαυτό μας, από τους άλλους, από τους ανθρώπους που έχουν ανθρωπιά και καημό για το καλύτερο. Να πάψουμε να κρυβόμαστε στο πίσω δωμάτιο και να κλαίμε τη μαύρη μας μοίρα.

Είναι καιρός πια να πούμε τον κλέφτη κλέφτη, το άτιμο άτιμο. Το λαμόγιο λαμόγιο. Ας αφήσουμε πια τις προφάσεις της κοσμιότητας. Της συναδελφικότητας. Του συντεχνιασμού. Φτάνει πια. Κάτω από τα σχήματα, κάτω από τα παραπλανητικά ονόματα κρύβονται τα μαχαίρια που χτυπάνε πισώπλατα. Παραβλέποντας πως οι πληγές είτε από τον λεγόμενο σύντροφο είτε από τον ύπουλο εχθρό είναι πληγές και πυορροούν το ίδιο όταν μολυνθούν

Τι κάθεσαι λοιπόν πετρωμένος, ακίνητος; Γιατί περιμένεις τη σειρά σου για τον σκουπιδοτενεκέ; Τον προαποφασισμένο από αυτούς θάνατό σου, γιατί καρτερείς δουλικά;

ΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ.

ΦΟΒΙΣΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΣΟΥ.

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗ.

Η δύναμη της αυθαιρεσίας των κρατούντων βασίζεται στον φόβο σου..Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει. . Ανατίναξε τις γέφυρες της επιστροφής στη απελπισία.

Σταμάτα να σωπαίνεις. Καιρός πια να πάψει η σιωπή των αμνών και των αχαμνών.

Καιρός ν αρχίσουν να προφέρουν τα λόγια τους οι άνθρωποι με καθαρή άρθρωση, φωναχτά, βροντερά. Το λαμπερό φως των καθαρών ματιών τους να βάλει φωτιά στις ξεραμένες ψυχές αυτών που κυβερνούν τις τύχες της χώρας.

Σταμάτα πια να λες «είναι γραφτό να γίνει.» Της μοίρας σου γίνε κύριος.. Ξαναπάρε πίσω την κλεμμένη ζωή σου, την κλεμμένη σου αξιοπρέπεια. Φώναξε το δίκιο σου, κυνήγησε τους κλέφτες της ελπίδας σου. Διώξε τους καταπατητές της ζωής σου.

Με μάτια καθαρά δες τους που σε ληστεύουν και κυνήγησέ τους έστω και ολομόναχος. Βγάλε κραυγή μεγάλη, όχι απελπισίας, μα οργής που θα τρομάξει τους σκοτεινούς τους ίσκιους, που σε τυραννούν. Μη φοβάσαι ίσκιοι είναι και θα χαθούν στο φως σου, που θα τους λαμπαδιάσει σαν άχρηστα κούτσουρα.

Αν υποκύψεις, στο τέλος θα βρεθείς χωρίς στήριγμα με θρυμματισμένη τη σκέψη σου από το σφυρί που κρατούν στον άσπλαχνο, λαοκτόνο χέρι τους. Μη στέρξεις να σε μουνουχίσουν. Να κάνουν περιτομή στη σκέψη σου, στο λόγο σου, στο δίκιο σου. Προχώρα και μην ανήκεις, παρά μόνο στον εαυτό σου.

Δε λέω, έχεις αρρωστήσει από φόβο. Και το ψωμί είναι λίγο. Και έτσι όμως, κι αν . αν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τον φόβο, κρέμασε τα όνειρά σου στην ελπίδα, πως, δεν μπορεί , κάποιο καλύτερο αύριο θα έρθει.

Όμως, το αύριο αυτό δεν θα έρθει μόνο του. Εσύ θα το φέρεις.
Δεν γεννήθηκε ο άνθρωπος για να περπατάει στη γη, με σκυμμένο το κεφάλι. στα τέσσερα.

Σφίξε τα δόντια, σταμάτα να ζυμώνεις τη λάσπη, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε κατάματα τους παραχαράκτες της αλήθειας και της ζωής σου. Πολτοποιήσανε το λαό σε μάζα μαζοχυλού γλοιώδη.

Φτάνει πια,.

Υπάρχει πάντα ελπίδα, ακόμη κι από απελπισία, για μιαν ακόμη άνοιξη.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης