Το Εθνικό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράνομη την ομοφυλοφιλία στην Ινδία, καθώς ανέτρεψε απόφαση -του 2009- κατώτερου δικαστηρίου που αποποινικοποιούσε τη σεξουαλική πράξη μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Η απόφαση αυτή θεωρείται ισχυρό πλήγμα στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας έκρινε ότι μόνο η ινδική κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει τον σχετικό νόμο κι αποφάνθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της πρωτεύουσας υπερέβη τις εξουσίες του με την έκδοση της σχετικής απόφασης πριν από τέσσερα χρόνια.
«Δεν πρόκειται για μια οπισθοδρομική απόφαση. Όλες οι κοινότητες -μουσουλμάνοι, χριστιανοί, η πλειονότητα των ινδουιστών- είχαν προσφύγει κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου της πρωτεύουσας» δήλωσε μετά την απόφαση στους δημοσιογράφους έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου δικηγόρος που εκπροσωπεί μια μουσουλμανική φιλανθρωπική οργάνωση.
Το άρθρο 377 του ινδικού ποινικού κώδικα απαγορεύει «το σεξ ενάντια στον φυσικό τρόπο», κάτι που θεωρείται ευρέως ότι αναφέρεται στο ομοφυλοφιλικό σεξ, το οποίο τιμωρείται με δεκαετή ποινή κάθειρξης. Ο νόμος αυτός ισχύει εδώ και 148 χρόνια, από την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας. Η απόφαση του Εθνικού Ανώτατου Δικαστηρίου προκάλεσε έκπληξη στους ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, που ανέμεναν ότι το δικαστήριο θα επικύρωνε την απόφαση-ορόσημο του 2009.
Όπως επισημαίνει το BBC, πολλές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές οργανώσεις είχαν προσφύγει στο Εθνικό Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την επαναφορά του νόμου ύστερα από τη δικαστική απόφαση του 2009. Στην απόφαση του 2009, το Ανώτατο Δικαστήριο της πρωτεύουσας Νέο Δελχί περιέγραφε το επίμαχο άρθρο 377 ως μεροληπτικό κι ανέφερε ότι το ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ συναινούντων ενηλίκων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έγκλημα.
Το BBC σχολιάζει ότι την απόφαση είχε χαιρετίσει η ινδική κοινότητα των ομοφυλοφίλων, που θεώρησε ότι χάρη σε αυτήν θα έχει προστασία απέναντι στις διώξεις και την παρενόχληση. Ωστόσο, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, κυρίως από ηγέτες της ινδικής μουσουλμανικής και της χριστιανικής κοινότητας.
Πηγή: ΑΠΕ