Δεν το χωράει ανθρώπινος νους, ωστόσο είναι αλήθεια: περίπου 9.000 άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής.
Η πρόεδρος και ιδρύτρια της Διεθνούς Οργάνωσης Βιοπολιτικής, καθηγήτρια Αγνή Βλαβιανού-Αρβανίτη, τονίζει την ανάγκη εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης λύσης όσον αφορά στην αιθαλομίχλη που εμφανίζεται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, εξαιτίας της χρήσης μη φιλικών προς το περιβάλλον πηγών θερμότητας. Παράλληλα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για την περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκαλείται εξαιτίας του φαινομένου, αλλά και γενικότερα για τις σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
«Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε πόσο επικίνδυνη είναι η αιθαλομίχλη που σκεπάζει κάθε χειμώνα την Ελλάδα» αναφέρει.«Η οικονομική κρίση διόγκωσε το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς αυξήθηκε η καύση των ξύλων και διαφόρων μορφών pellet σε παραδοσιακά, ενεργειακά τζάκια και ξυλόσομπες, με αποτέλεσμα τα αερομεταφερόμενα σωματίδια να αυξάνονται σημαντικά, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες»
Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι «η άνοδος της τιμής των καυσίμων και ο αντίστοιχος φόρος αναγκάζουν τους κατοίκους της Αθήνας κι άλλων πόλεων να χρησιμοποιήσουν χαμηλή ποιότητα καυσίμων, όπως κακής ποιότητας ξυλεία και βιομάζα αποβλήτων υλικών. Η κατάσταση αυτή αύξησε τα σωματίδια με υψηλή περιεκτικότητα σε βλαβερά για την ανθρώπινη υγεία υλικά, όπως το κάδμιο, το χρώμιο, ο χαλκός, το νικέλιο και ο μόλυβδος».
Σύμφωνα με όσα αναφέρει η κα Αρβανίτη, «τα σωματίδια που παράγει η καύση βιομάζας περιέχουν μεγάλα ποσά των καρκινογόνων πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ), που προκαλούν καρκίνο του πνεύμονα, ένας κίνδυνος, που με βάση τις επιστημονικές μελέτες στην Ελλάδα, είναι σοβαρός για τους κατοίκους των αστικών περιοχών, ενώ υψηλότερος είναι ο κίνδυνος για τα βρέφη και τα παιδιά. Ταυτόχρονα, οι πιθανότητες παιδικής θνησιμότητας αυξάνονται, ενώ παρουσιάζονται μεγαλύτεροι αριθμοί νέων χρόνιων περιπτώσεων βρογχίτιδας, ρινίτιδας αλλά και αύξηση εισαγωγών στο νοσοκομείο λόγω αναπνευστικών και καρδιακών προβλημάτων, άμεσα συνδεόμενων με τα βλαβερά υλικά που περιέχουν τα σωματίδια».
Παράλληλα, τονίζει πως «η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται στη χώρα μας με την αύξηση του παιδικού άσθματος, των προβλημάτων στεφανιαίας νόσου και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Με βάση πρόσφατα στοιχεία εκτιμάται ότι μόνο στην περιοχή της Αττικής περίπου 9.000 άτομα τον χρόνο πεθαίνουν από την ατμοσφαιρική ρύπανση».
«Εκτός από τη ρύπανση του εξωτερικού περιβάλλοντος, η καύση ξύλου στα τζάκια είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική και για τον αέρα του εσωτερικού χώρου. Αποδεικνύεται, μάλιστα, εξαιρετικά επιβλαβής για τις ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, όπως τα μωρά και τα μικρά παιδιά, τα άτομα με άσθμα και ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα» προσθέτει.
Όπως υποστηρίζει, «παρά την όποια βελτίωση έχει υπάρξει τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε ό,τι αφορά στο ποσοστό των ρύπων και της εφαρμογής της νομοθεσίας, το ζήτημα των προβλημάτων υγείας δεν έχει μειωθεί. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας είναι εντός του ευρωπαϊκού στόχου για τις εκπομπές ρύπων ως το 2030, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι κατετάγη μόλις 22η στις 28 ευρωπαϊκές χώρες, ως προς τις πολιτικές της για την κλιματική αλλαγή και την εφαρμογή τους».
«Η απουσία επενδύσεων στον τομέα των καθαρών και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, η προσκόλληση στην εκμετάλλευση του λιγνίτη για τις ανάγκες της χώρας σε ηλεκτρισμό και η μη εφαρμογή πολιτικών μείωσης του αποτυπώματος του τομέα των μεταφορών είναι από τους κεντρικούς λόγους που η ρύπανση παραμένει αξιοπρόσεκτη στη χώρα μας και που διακυβεύεται το αδιαπραγμάτευτο αγαθό της δημόσιας υγείας» αναφέρει.
Καταλήγοντας, η κα Αρβανίτη αναφέρει ότι η Διεθνής Οργάνωση Βιοπολιτικής – Β.Ι.Ο. προτείνει την ανάγκη εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης λύσης στα προαναφερθέντα προβλήματα, η οποία θα συνδυάζει: τον σχεδιασμό καθαρών ενεργειακά πόλεων, με τη συμβολή και την εναρμόνιση των νέων τεχνολογιών στα ελληνικά αστικά κέντρα και την αντικατάσταση της οικονομίας του άνθρακα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και την πολιτική περιβαλλοντικών αποτυπωμάτων, αλλά και της εταιρικής ευθύνης, τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.