Άρθρο για τον Ανδρέα Παπανδρέου έγραψε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στην εφημερίδα Documento.
Παρατίθεται παρακάτω:
Η γέννηση, η διαδρομή και η κατάληξη του ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια της μεταπολίτευσης προσφέρονται όχι μόνο για ιστορική έρευνα αλλά και για πολιτικά συμπεράσματα, απολύτως χρήσιμα και στη σημερινή συγκυρία. Η αντιπαράθεση και οι διαμάχες για το χθες του ΠΑΣΟΚ μοιάζουν πολύ με τις διαμάχες για το σήμερα της χώρας.
Το πώς ένα μικρό πολιτικό κόμμα με το «στίγμα» μάλιστα του εξτρεμιστή, του βομβιστή και του φίλου της «τρομοκρατίας» εκείνης της εποχής, σε ελάχιστα χρόνια μεταμορφώθηκε σε μεγάλο κόμμα εξουσίας, που έβαλε τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση της μεταπολίτευσης, είναι ένα θέμα που έχει προκαλέσει και εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Όπως και πώς το ΠΑΣΟΚ της νίκης και της αλλαγής, από τη γεμάτη αυτοπεποίθηση – ακόμα και έπαρση – καλημέρα στον ήλιο, έφτασε στη σημερινή καληνύχτα στον ριζοσπαστικό εαυτό του.
Βέβαια, από ιστορικής άποψης, τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα για να μην επηρεάζεται – και σε πολλές περιπτώσεις να μην αλλοιώνεται – η ιστορική ματιά από τις τρέχουσες πολιτικές και κομματικές βλέψεις. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει και μάλιστα με ένταση, η ρηχή και πολιτικά ιδιοτελής άποψη για το λαϊκισμό και την εξαπάτηση του λαού, που δήθεν αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες της εκτόξευσης του ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Οι ερμηνείες για την «αφύσικη» και εντέλει ζημιογόνα για την Ελλάδα «εισβολή» του στο πολιτικό σκηνικό, που ακόμη εξακολουθεί να θεωρείται από τη Δεξιά και τις συντηρητικές δυνάμεις ως διαταραχή της ομαλής παραδοσιακής δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, δίνουν και παίρνουν και στις μέρες μας. Στο πλαίσιο αυτό και προσπαθώντας να αποφύγω τις εύκολες και σκόπιμες αναγωγές και συγκρίσεις, μπορώ με κάποια σιγουριά να επισημάνω μερικούς από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη ραγδαία άνοδο του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που εμφάνισε το πολιτικό του πρόσωπο με τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη.
Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας, η συσσωρευμένη κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων της μετεμφυλιακής περιόδου, κρίση που επέτεινε περισσότερο η δικτατορία. Δεύτερος παράγοντας, ο ριζοσπαστισμός των νέων εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων της εποχής, που αμφισβητούσαν βαθιά τις δομές του κράτους και της οικονομίας. Τρίτος σημαντικός παράγοντας, η χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ενός ανθρώπου που συμβόλιζε ήδη από την εποχή της προδικτατορικής περιόδου, το αίτημα της αλλαγής και της ρήξης με το τότε κατεστημένο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχθηκε τα σφοδρά πυρά του «κατεστημένου» της εποχής, όπως ο ίδιος το ονόμασε, ως «λαϊκιστής», «λαοπλάνος», «ψεύτης», «επενδυτής σε απάτες και αυταπάτες». Αλλά η βασική και κυρίαρχη αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί, όσες αντιρρήσεις και αν έχει κανείς για τη μετέπειτα πορεία του, είναι μία: Διέθετε το πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης, τα ζητούμενα και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτή άνοιγε.
Με τη Δημοκρατία ακόμα ευάλωτη, την Αριστερά διασπασμένη, ρημαγμένη από τους διωγμούς και καθηλωμένη σε σχήματα που αναφέρονταν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, το παλιό Κέντρο απαξιωμένο από τις ίντριγκες των παραγόντων και παραγοντίσκων του και την παραδοσιακή Δεξιά αμήχανη για το πώς να αντιμετωπίσει το τεράστιο λαϊκό κύμα που προέκυψε από τη χούντα και την αντίσταση σ’ αυτή, ο Ανδρέας κατάλαβε, ότι μόνο με την ενέργεια αυτού ακριβώς του κύματος, που οι άλλοι έβλεπαν με επιφύλαξη ή και φόβο, ήταν δυνατό να κάνει η χώρα ένα άλμα προς τα εμπρός.
Τρεις παράγοντες, τρεις ιστορικές προϋποθέσεις, τρεις δυναμικές συμπυκνώσεις που συμπληρώνοντας η μία την άλλη κατάφεραν να συσπειρώσουν, να πείσουν και να ενθουσιάσουν μεγάλα τμήματα της λαϊκής προοδευτικής πλειοψηφίας. Το ενοποιητικό νήμα των τριών αυτών προϋποθέσεων, η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, δεν ήταν μόνο σωστή, δίκαιη και επαναστατική για την εποχή, αλλά και εφαρμόσιμη, εφικτή, καταλυτική. Όπως έλεγε και ο Γκράμσι, οι ιδέες είναι μεγάλες όταν είναι εφικτές. Όταν γίνονται κτήμα των μαζών και των εργαζόμενων.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι το ΠΑΣΟΚ υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα μιας ιστορικής στιγμής, αλλά και ενός ηγέτη που την διέγνωσε σωστά. Η προσπάθεια να συνενωθούν οι τρεις γενιές, της Εθνικής Αντίστασης, του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου, κάτω από τους μεγάλους στόχους μιας Διακήρυξης και τη στέγη ενός ριζοσπαστικού κόμματος που είχαν σημαία τους την Εθνική Ανεξαρτησία, την Λαϊκή Κυριαρχία και την Κοινωνική Απελευθέρωση μπορεί σήμερα να φαίνεται σχεδόν αυτονόητη. Δεν ήταν έτσι όμως. Αποτέλεσε τομή στην πολιτική και στην κοινωνία. Έδειξε το δρόμο της απαλλαγής από το σκοτάδι της μετεμφυλιακής κυριαρχίας του χωροφύλακα και της Δεξιάς. Το δρόμο της απελευθέρωσης από την ξένη εξάρτηση, που οδήγησε στη χούντα και στην κυπριακή τραγωδία. Το δρόμο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, χωρίς διαχωρισμούς και πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Και έβαλε για πρώτη φορά τα κυρίαρχα αιτήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς, για κοινωνική δικαιοσύνη και σοσιαλισμό στο κέντρο της αντιπαράθεσης. Προσδίνοντας τους μάλιστα χαρακτήρα ρεαλιστικό στα μάτια μιας προοδευτικής πλειοψηφίας, που είχε κουραστεί να τα βλέπει γραμμένα σε τοίχους, πλάι σε τρύπες από σφαίρες και σε ματωμένες σημαίες.
Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘70, μικρό και σχεδόν στο περιθώριο, κατάφερε – ακριβώς αξιοποιώντας τον ηλεκτρισμό της εποχής του – να μετεξελιχθεί ραγδαία όχι μόνο σε μεγάλο κόμμα αλλά και σε παραγωγό προοδευτικής ενέργειας για πολλά χρόνια, εξηγείται, νομίζω, ακριβώς από το χιλιοειπωμένο ραντεβού με την Ιστορία. Στο ραντεβού αυτό η ιδρυτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Ανδρέα, ήταν παρούσα με τον δικό της εμφατικό τρόπο. Δεν βολεύτηκαν στο πατρικό κόμμα της Ένωσης Κέντρου, αλλά επέλεξαν τον δύσκολο – και για πολλούς από τους παραδοσιακούς ακατανόητο – δρόμο της δημιουργίας νέου κόμματος, απαλλαγμένου από τις αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, ανοιχτού σε νέα ρεύματα και αντιλήψεις.
Αυτό που όμως είναι περισσότερο εντυπωσιακό είναι η ταχύτητα και ο ενθουσιασμός με τα οποία η προοδευτική λαϊκή πλειοψηφία αγκάλιασε το εγχείρημα. Η ανάδειξη της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων στρωμάτων, της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς και της νεολαίας σε προνομιακά κοινωνικά στηρίγματα του ΠΑΣΟΚ του έδωσε τον δυναμισμό και την προωθητική δύναμη να φτάσει από το 13% του 1974 στο 48% του 1981. Εκατομμύρια καταπιεσμένοι επί δεκαετίες «ΕΑΜογενείς», θύματα του φακελώματος και του μετεμφυλιακού εμπορίου εθνικοφροσύνης, είδαν στο ΠΑΣΟΚ την δυνατότητα να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Τολμώ να πω ότι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν δεσμούς αίματος με την αποκαλούμενη παραδοσιακή Αριστερά. Στο ΠΑΣΟΚ όμως είδαν την ευκαιρία να γίνουν πράξη κάποια από αυτά που πίστευαν. Το ίδιο ισχύει και για τις γενιές του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου. Και το αποτέλεσμα ήταν, αγκαλιάζοντας τον μεγάλο «αντιδεξιό» κόσμο, το ΠΑΣΟΚ να γίνει πανίσχυρο.
Πώς και γιατί, το πανίσχυρο αυτό κόμμα, που συνένωσε τόσες και τόσο ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις και πρόσφερε τόσα στην κοινωνία και την Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, μεταμορφώθηκε από δύναμη αλλαγής σε δύναμη του καθεστώτος της συντήρησης και της διαπλοκής είναι ένα θέμα που οφείλει κανείς να προσεγγίζει χωρίς απλουστεύσεις και αναθέματα. Το γεγονός πάντως είναι πως στον Θερμιδόρ του ΠΑΣΟΚ υπήρξαν φαινόμενα αποκέντρωσης της διαφθοράς, εκφυλισμού ιδεών και ανθρώπων, κυνισμού και καταδολίευσης των λαϊκών διαθέσεων. Στην εποχή μάλιστα των επιγόνων, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, τα φαινόμενα αυτά προσέλαβαν καθολικό χαρακτήρα, μέχρι να φτάσει το ΠΑΣΟΚ σ’ αυτό που είναι σήμερα. Και που καμιά σχέση δεν έχει με το τρίπτυχο της 3ης του Σεπτέμβρη και τον ιδρυτή του.
Εξετάζοντας αυτή την πορεία από το άπειρο στο μηδέν, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τις τεράστιες προσπάθειες του κατεστημένου της εποχής, αφού δεν κατάφερε να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ με τη συκοφαντία και κατά μέτωπο, να το εξουδετερώσει με την «αγάπη» και τους εναγκαλισμούς. Τη βαθμιαία διολίσθηση, με την επίκληση των συσχετισμών και της ανάγκης για στηρίγματα στο ισχυρό εκδοτικό και οικονομικό κατεστημένο, από την αναγκαιότητα των συμβιβασμών, στον συμβιβασμό και τελικά στο βόλεμα με την αναγκαιότητα, που είχαν κληθεί να αλλάξουν. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η διαβρωτική δύναμη της εξουσίας δεν αντιμετωπίστηκε, κυρίως μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, με την ευαισθησία και την αυστηρότητα που θα έπρεπε.
Οι πραγματικές δυσκολίες εξελίχθηκαν τελικά σε άλλοθι για μια σειρά στρατηγικών υποχωρήσεων που αλλοίωναν βαθμιαία το ριζοσπαστικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ. Από το κόμμα της αλλαγής, περάσαμε στην αλλαγή του κόμματος. Από τις ρωγμές που άφηνε από την αρχή η αντιφατική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, η κτητική του σχέση με την εξουσία, η απόσταση ανάμεσα στο λόγο και στην πράξη του ΠΑΣΟΚ, ξεπήδησαν οι επίγονοι που το οδήγησαν έως το σήμερα. Ανίκανο να αντισταθεί στην ορμή του νεοφιλελεύθερου ρεύματος, που σάρωνε και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το νέο ΠΑΣΟΚ, του Κώστα Σημίτη και των λεγόμενων εκσυγχρονιστών, εξελίχθηκε σε αντιπολίτευση μέχρι μηδενισμού του λεγόμενου παλιού ΠΑΣΟΚ. Από την πολιτική ως τέχνη του εφικτού, που δικαιολογούσε τα πάντα, συχνά και τα αδικαιολόγητα, το κόμμα πέρασε σε ένα είδος «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», για να κατρακυλήσει τελικά σύμμαχος της σκληρής Δεξιάς στην επιβολή του καθεστώτος των μνημονίων.
Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι, που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα – συνέχεια του ΠΑΣΟΚ. Διατρέχοντας την ιστορία αυτού του κόμματος, που σφράγισε την πορεία της μεταπολίτευσης, μπορεί κανείς βέβαια να διακρίνει διά γυμνού οφθαλμού τις διαφορές του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αν καθαρίσει κανείς όλη αυτή την καμπάνια από τη γνωστή λάσπη περί λαϊκισμού, δημαγωγίας, ψέματος, που δήθεν αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ του «παλιού» ΠΑΣΟΚ και της νέας Αριστεράς, θα καταλάβει ότι πίσω της κρύβεται ο ίδιος μεγάλος φόβος. Ο φόβος του κατεστημένου, των επικυρίαρχων, της διαπλοκής και της επιτροπείας: Ο φόβος μην τυχόν και επανέλθουν στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα των λαϊκών αγώνων τα μεγάλα και διαρκή αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας εκείνης, που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί εξουσία. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων, τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια.