Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος – συνταγματολόγος
Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας, προσφεύγουν στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για εξωδικαστική επίλυση διαφοράς σε περίπτωση άδικης επιβολής φόρου και σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος, προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια , όπου οι δικαστές διαχρονικά έχουν ακυρώσει πολλούς άδικους φόρους κατά περίπτωση. Με τις διατάξεις του Ν. 3900/2010 προβλέπεται ότι στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές διαφορές το παράβολο για την προσφυγή ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το 2% του αντικειμένου της διαφοράς, ενώ η μη κατάθεσή του έως την πρώτη συζήτηση της προσφυγής συνεπάγεται την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής θέτει διάφορα ζητήματα αντισυνταγματικότητας.
Όποιος αμφισβητεί πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται ή συντελούνται από 1/1/2014 και εφεξής σε βάρος του από τη Φορολογική Αρχή και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 2 του ν. 4174/2013) οφείλει, πριν από την προσφυγή του στη Διοικητική Δικαιοσύνη- διοικητικά δικαστήρια να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με αίτημα επανεξέτασης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας. Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από τη συντέλεση της κοινοποίησης της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ. ή αντίστοιχα του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ειδικά για τους κατοίκους εξωτερικού η σχετική προθεσμία ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες. Επισημαίνεται ότι η ως άνω προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, όπως ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1, εδάφιο γ’, του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου. Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Σχεδόν ένας στους τρεις φορολογούμενους που αναζήτησαν το δίκιο τους στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ δικαιώθηκαν το 2022, γλιτώνοντας φόρους και πρόστιμα που τους καταλόγισαν «πρωτόδικα» οι ελεγκτικές υπηρεσίες της Εφορίας.
Ωστόσο, από τους φορολογούμενους, οι προσφυγές των οποίων απορρίπτονται, ποσοστό πάνω από το 40% προσφεύγουν στα φορολογικά δικαστήρια, τα οποία έχουν να εκδικάσουν δεκάδες χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 2022 υποβλήθηκαν στη ΔΕΔ, 7.862 ενδικοφανείς προσφυγές εκ των οποίων εκδικάστηκαν οι 7.363. Η επιστημονική διάκριση των διοικητικών διαφορών σε διαφορές ουσίας και ακυρωτικές περιελήφθη στο Σύνταγμα του 1975 και απέκτησε ρυθμιστικό χαρακτήρα αυξημένης τυπικής ισχύος. Έτσι, στα άρθρα 94 παρ. 1 και 2 (όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν το 1975 [«η εκδίκασις των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει εις τα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια….»]) και 95 παρ. 1 γ΄ του Συντάγματος γινόταν μνεία των διοικητικών διαφορών ουσίας και στο άρθρο 95 παρ. 1 και 3 Σ αναφέρονται/αν οι υποθέσεις της ακυρωτικής αρμοδιότητας (ακυρωτικές διαφορές). Με την αναθεώρηση του 2001, ο όρος «διοικητικές διαφορές ουσίας» δεν περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο 94 παρ. 1, αλλά στο άρθρο 95 παρ. 1 γ΄ και παρ. 3. Περιλαμβάνεται επίσης και στο άρθρο 94 παρ. 3 Σ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα νομοθετικής ανάθεσης της εκδίκασής τους στα πολιτικά δικαστήρια. Ο συνταγματικός χαρακτήρας της διάκρισης των διοικητικών διαφορών προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 και 3. Επίσης, η διάκριση αυτή χρησιμοποιείται από τη νομοθεσία για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων (ΚΔΔ άρθρο 1). Ανεξαρτήτως του αριθμού των μεταβιβαζόμενων ακινήτων, ως κληρονόμος οφείλεις να υποβάλλεις μόνο μία δήλωση φόρου κληρονομιάς, εντός μιας χρονικής προθεσμίας. Όταν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, τότε ο καθένας οφείλει να συντάξει ξεχωριστή δήλωση φόρου κληρονομιάς. Την υποχρέωση της εξόφλησης του φόρου κληρονομιάς έχει ο δικαιούχος ή οι δικαιούχοι της κτήσης.
Στο παρελθόν, η αρχική και η τροποποιητική δήλωση φόρου κληρονομιάς υποβάλλονταν σε έντυπη μορφή συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην αρμόδια ΔΟΥ που ανήκει το ακίνητο. Τώρα υφίσταται η δυνατότητα ψηφιακής υποβολής της δήλωσης του φόρου κληρονομιάς μέσω της πλατφόρμας της ΑΑΔΕ, myProperty. Η ηλεκτρονική υποβολή της αρχικής και τροποποιητικής δήλωσης είναι υποχρεωτική από τις 01/01/2023. Όμως, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις που απαιτείται η έντυπη δήλωση του φόρου κληρονομιάς.
Ο φόρος κληρονομιάς ακινήτου επιβάλλεται σε κάθε ακίνητη περιουσία που κληρονομείται και βρίσκεται στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Ν. 2961/2001. Ο φόρος επιβάλλεται στον δικαιούχο ανεξάρτητα από την υπηκοότητα του κληρονομούμενου.
Εάν είσαι δικαιούχος της κληρονομιάς έχεις δύο επιλογές: είτε να αποδεχτείς, είτε να αποποιηθείς την κληρονομιά της ακίνητης περιουσίας. φόρος κληρονομιάς είναι συνάρτηση του ύψους της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας και της συγγενικής σχέσης του κληρονόμου με τον κληρονομούμενο.
Η αξία μπορεί να είναι είτε η φορολογητέα/αντικειμενική αξία του ακινήτου, είτε η αγοραία αξία. Συνήθως, για τον προσδιορισμό του φόρου κληρονομιάς χρησιμοποιείται η φορολογητέα αξία. Ωστόσο, εάν θεωρείς ότι η αγοραία αξία είναι χαμηλότερη από τη φορολογητέα, τότε μπορείς εντός 1 μήνα από την υποβολή της δήλωσης σου, να ζητήσεις προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου από το αρμόδιο διοικητικό Πρωτοδικείο.
Ο φόρος επιβάλλεται συνολικά σε όλη την περιουσία του κληρονομούμενου, ανεξάρτητα από το τι αυτή περιλαμβάνει (ακίνητα, κινητά, καταθέσεις, μετοχές κτλ.). Δηλαδή, αποτιμάται η συνολική αξία της ακίνητης και κινητής περιουσίας, και έπειτα υπολογίζεται ο φόρος κληρονομιάς επί του συνόλου. Ο φόρος κληρονομιάς υπολογίζεται προοδευτικά με βάση τις φορολογικές κλίμακες. Τα χρέη και οι οφειλές ακολουθούν τους κληρονόμους του οφειλέτη. Ο νόμος χωρίζει τους κληρονόμους σε τάξεις. Στην πρώτη τάξη κληρονομούν παιδιά, εγγόνια και η σύζυγος που κληρονομεί με όλες τις τάξεις. Στη δεύτερη τάξη ανήκουν γονείς, αδέλφια, ανίψια και παιδιά τους. Στην τρίτη τάξη ανήκουν παππούδες, γιαγιάδες και κατιόντες τους, στην τέταρτη τάξη προπαπούδες, προγιαγιάδες, στην πέμπτη τάξη αν δεν υπάρχουν άλλοι ανήκει μόνο η σύζυγος και στην έκτη τάξη αν δεν υπάρχει κανένας κληρονόμος, ή αν έχουν όλοι αποποιηθεί καλείται το Δημόσιο.
Μια λύση για τους κληρονόμους είναι η αποποίηση της κληρονομιάς. Αυτή η διαδικασία γίνεται στη γραμματεία το Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του κληρονομούμενου, δηλαδή του αποθανόντος. Με την αποποίηση όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο κληρονόμος χάνει και τα χρέη αλλά και την περιουσία του αποθανόντος δηλαδή ακίνητα, καταθέσεις, ό,τι υπάρχει. Εκτός αν υπάρχει κοινός λογαριασμός με τον αποθανόντα, όσον αφορά στις καταθέσεις. Επίσης να τονιστεί ότι η προθεσμία της αποποίησης είναι 4 μήνες από το θάνατο. Αν περάσει το διάστημα αυτό λογίζεται ότι έγινε αποδοχή της κληρονομίας, ακόμα κι αν δεν έχει γίνει συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης σημαντικό είναι να γίνει γνωστό, ότι όταν αποποιηθούν οι κληρονόμοι μιας τάξης, ακολουθούν οι κληρονόμοι της επόμενης τάξης, που πρέπει κι αυτοί να αποποιηθούν. Οι οφειλές στην Εφορία ή τους δήμους δε διαγράφονται, αλλά μεταβιβάζονται στους κληρονόμους. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι κληρονόμοι αγνοούν ότι ο συγγενής τους δεν είχε αφήσει διαθήκη, με αποτέλεσμα να χάνουν την προθεσμία για να αποποιηθούν την κληρονομιά και να επιβαρύνονται τις οφειλές του κληρονομούμενου.
Προβλήματα δημιουργεί και η περίπτωση, όπου υπάρχει διαθήκη με την οποία ορίζεται ότι τα χρέη βαρύνουν μόνο έναν ή ορισμένους εκ των συγκληρονόμων. Μια τέτοια ρύθμιση με τη διαθήκη δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών της κληρονομιάς έναντι του Δημοσίου. Εάν και εφόσον δε γίνει ρητή δήλωση αποποίησης του κληρονόμου ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου και εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων μηνών, εξ αντιδιαστολής συνεπάγεται ότι ο κληρονόμος σιωπηρά αποδέχεται την κληρονομιά και επομένως και το ενεργητικό και το παθητικό της περιουσίας του θανόντος. Τα ανήλικα τέκνα σύμφωνα με τον νόμο αποδέχονται πάντα την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής. Μπορούν όμως να αποποιηθούν την κληρονομιά έπειτα από άδεια από το δικαστήριο επικαλούμενοι τον λόγο που πρέπει να αποποιηθούν. Ο σημαντικότερος λόγος είναι τα χρέη της κληρονομιάς τα οποία είναι συνήθως περισσότερα από το ενεργητικό της. Τη διαδικασία την κινούν οι έχοντες την επιμέλεια και γονική μέριμνα των τέκνων. Σε περίπτωση που το τέκνο δεν αποποιηθεί μέσω της δικαστικής διαδικασίας εντός της προθεσμίας, θα πρέπει στην ηλικία των 18 ετών και για ένα έτος να κάνει αποδοχή της κληρονομιάς με επιφύλαξη, δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής. Ο κληρονόμος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη των χρεών, αλλά ευθύνεται έως το ενεργητικό της περιουσίας που κληρονόμησε, χωρίς να ευθύνεται με την ατομική περιουσία του. Ωστόσο δεσμεύεται με την ανάληψη υποχρέωσης εκκαθάρισης της κληρονομιάς ρευστοποιώντας το ενεργητικό για την αποπληρωμή των χρεών. Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα, εντός τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε για την κληρονομιά, να προχωρήσει σε αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό της, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας. Ο κληρονόμος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη των χρεών, αλλά ευθύνεται έως το ενεργητικό της περιουσίας που κληρονόμησε, χωρίς να ευθύνεται με την ατομική περιουσία του. Ωστόσο δεσμεύεται με την ανάληψη υποχρέωσης εκκαθάρισης της κληρονομιάς ρευστοποιώντας το ενεργητικό για την αποπληρωμή των χρεών. Η αποποίηση, όπως και η αποδοχή, της κληρονομιάς είναι νομική πράξη αμετάκλητη. Μπορεί να γίνει ακύρωση ή αποδοχή κληρονομιάς με δικαστική απόφαση αν ο κληρονόμος μπορεί να αποδείξει ότι η πράξη που έκανε ήταν κάτω από καθεστώς απειλής, τελούσε σε πλάνη για τα πραγματικά στοιχεία της περιουσίας. Πρέπει να κατατεθεί αγωγή στα αρμόδια για την κρίση δικαιοπραξιών δικαστήρια και να ζητείται η ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η αποποίηση μπορεί να είναι άκυρη, στις παρακάτω περιπτώσεις.
-Αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομιά. Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομιάς και μόνο δε συνάγεται τέτοια δήλωση.
-Αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Έτσι θα πρέπει να τηρηθούν ρητά οι προθεσμίες που απαιτεί ο νόμος. Έστω και μία ημέρα καθυστέρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γίνει αποδοχή της κληρονομιάς, που σημαίνει αποδοχή και του ενεργητικού της (ακίνητα, μετρητά κ.λπ.) αλλά και του παθητικού (δάνεια, χρέη στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, χρέη προς τρίτους κ.λπ.).
-Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι δεν έχουν «χριστεί» νόμιμα κληρονόμοι. Αν για παράδειγμα φορολογούμενος είναι κληρονόμος δευτέρου βαθμού, δεν μπορεί να καταθέσει αποποίηση, αν δεν αποποιηθούν πρώτα οι κληρονόμοι πρώτου βαθμού. Για παράδειγμα, φορολογούμενος πεθαίνει και αφήνει ακίνητη περιουσία και χρέη. Θα πρέπει να αποποιηθούν πρώτα τα εν ζωή τέκνα και μετά τα παιδιά τους. Αν γίνει αποποίηση των εγγονών χωρίς να έχει γίνει αποποίηση από τους εν ζωή γονείς, τότε η αποποίηση των εγγονών είναι άκυρη.
-Αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομιάς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να αποποιηθούν μέρος της κληρονομιάς ή να αποποιηθούν θέτοντας προϋποθέσεις. Η αποκλήρωση είναι η στέρηση του δικαιώματος της Νόμιμης Μοίρας. Θα πρέπει να προβλέπεται στον Αστικό κώδικα ο συγκεκριμένος λόγος αποκλήρωσης (αλλιώς είναι άκυρη η αποκλήρωση). Εάν ο κληρονόμος που αποκληρώθηκε, αποδείξει στο δικαστήριο ότι ο λόγος αποκλήρωσης είναι ψευδής, τότε είναι άκυρη η αποκλήρωση.
Οι λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ο διαθέτης – κληρονομούμενος για να αποκλείσει από την νόμιμη μοίρα, κάποιο κληρονόμο του (π.χ. το παιδί του) είναι:
- Εάν ο μεριδιούχος-κληρονόμος επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη ή
- Εάν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στον διαθέτη ή στην σύζυγό του ή
- Εάν έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, ή
- Εάν αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει τον διαθέτη, ή
- Εάν ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη (A.K. 1839, 1840).
Εάν κάποιος κληρονόμος αποκληρώθηκε ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας, το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας αποκτούν και ασκούν οι μεριδιούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδιούχων. Δηλαδή στη θέση του υπεισέρχονται οι κατιόντες του. A.K. 1826
Όταν ο μεριδιούχος αντιληφθεί ότι έχουν αποκλεισθεί τα δικαιώματά του στη διαθήκη, μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση στο ακίνητο περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα.
Η αγωγή του μεριδιούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα. (A.K. 1871).
Η περί κλήρου αγωγή αποτελεί το βασικότερο ένδικο μέσο έννομης προστασίας του κληρονομικού δικαιώματος, σε περίπτωση που αυτό προσβληθεί μετά την επαγωγή της κληρονομίας.
Το δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, είναι αναγκαστικού δικαίου.
Η περιουσία ενός προσώπου δεν είναι πλήρως ελεύθερη να τη μοιράσει στους συγγενείς του. Πρέπει ενά ελάχιστο μερίδιο, να επιφυλάσσεται υπέρ παιδιών και συζύγου. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα παιδί να δωρίσει το σύνολο της περιουσίας και σε άλλο τίποτα. Το μερίδιο αυτό λέγεται “νόμιμη μοίρα”. Η νόμιμη μοίρα αποκλείεται μονάχα σε περίπτωση αποκληρωσης, αλλά αποκληρωση επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει ρητά ο Αστικός κώδικας και όχι σε άλλες περιπτώσεις. Η αποκληρωση και ο νόμιμος λόγος αποκληρωσης, θα πρέπει να αναγράφονται ξεκάθαρα στην πράξη τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου. Σε περίπτωση, που ο λόγος αποκληρωσης, είναι ψευδής, ο κληρονόμος μπορεί να καταθέσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμοτητας.
Το ποσοστό της νόμιμης μοίρας είναι το μισό του ποσοστού που θα κληρονομούσαν εάν δεν υπήρχε η διαθήκη ή η δωρεά αιτία θανάτου και καλούνταν στη κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Η νόμιμη μοίρα καλύπτει το σύνολο της περιουσίας του κληρονομουμένου και αποτελεί το άθροισμα των ποσοστών σε κάθε περιουσιακό στοιχείο της κληρονομιάς. Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κλπ ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Δηλαδή αυτόματα κάποιο παιδί που δεν το έχει αποκληρώσει ο γονέας του ,είναι κληρονόμος στο ποσοστό που του αντιστοιχεί, το οποίο είναι το μισό από όσο θα έπαιρνε αν ο γονέας δεν είχε αφήσει διαθήκη.
Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, τα αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομίας, που αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα, A.K. 1871 . Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας. Ως κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζονται οι κανόνες δικαίου, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την αντίθετη ιδιωτική βούληση. Σε περίπτωση αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας- αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και, επομένως, ακυρότητας της διάταξης περί αποκλήρωσης, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 766/2004). Εφόσον αναγνωρισθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα αυτή , ο μεριδούχος λαμβάνει αυτοδικαίως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομιάς του διαθέτη ή το ελλείπον και όχι την εξ αδιαθέτου μερίδα του, αφού σκοπός του διαθέτη με την αποκλήρωση είναι να στερήσει στο νόμιμο μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ( ΟλΑΠ 935/75, ΑΠ 129/91). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992). Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Α.Κ., οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία.
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (βλ. και ΑΠ 64/2006, ΠΠρΒερ 289/1999). Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου, αν αυτός συντρέχει με κατιόντες του κληρονομούμενου, είναι το 1/8 της κληρονομίας. Αν συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομούμενου είναι το 1/4 της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 1428/1999).
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:
Όπως προκύπτει από το άρθρο 1825 του Α.Κ. τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα είναι οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα παιδιά του, οι γονείς του και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).
Νόμιμος μεριδούχος είναι το πλησιέστερο στο βαθμό ή την τάξη πρόσωπο που θα ερχόταν στην κληρονομία αν χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (βλ. ΕφΠειρ 1188/1996). Αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου, οι γονείς του, ακόμα και αν βρίσκονται εν ζωή, δεν θα κληθούν ως αναγκαίοι κληρονόμοι. Με τον όρο κατιόντες νοούνται τα τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.λπ., που προέρχονται από γάμο του διαθέτη. Στους γονείς συμπεριλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η μητέρα και ο πατέρας όταν η σχέση του με το τέκνο συνάγεται από το γάμο του με την μητέρα. Όταν το τέκνο έχει αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά. Ο επιζών σύζυγος συγκαταλέγεται στους νόμιμους μεριδούχους όταν ο γάμος του με τον κληρονομούμενο διαρκούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου. Αν ο γάμος ακυρωθεί, η ακύρωση έχει αναδρομική ενέργεια (1381 Α.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση του νομιζόμενου γάμου (1383 Α.Κ.).
ΔΙΑΔΟΧΗ Ή ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ:
Σύμφωνα με το άρθρο 1826 Α.Κ., αν κάποιος μεριδούχος, ολικά ή μερικά, αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του. Ήτοι ο απώτερος αυτού της επόμενης τάξης (π.χ. γονέας) κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής (βλ. ΑΠ 108/2000). Η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος, ή εκπεσόντος. Διότι η διάταξη επιβάλλει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος (βλ. ΑΠ 108/2000).
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:
Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει. (άρθρο 1827 Α.Κ.).
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ:
Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφτεί (άρθρο 1829 Α.Κ.).
ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΗ:
Σύμφωνα με το άρθρο 1839 Α.Κ., ο διαθέτης μπορεί να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.
Οι προϋποθέσεις αποκλήρωσης είναι:
α) Ο διαθέτης θα πρέπει να έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη.
β) Ο διαθέτης θα πρέπει να επικαλείται κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1840-1842 Α.Κ, τα οποία αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους μπορεί ο διαθέτης να αποκληρώσει τον κατιόντα, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκληρώσει τον ανιόντα καθώς και το/τη σύζυγο.
γ) Ο λόγος αποκλήρωσης θα πρέπει να είναι αληθινός.
δ) Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης.
ε) Να μην έχει αποσβεστεί το δικαίωμα αποκλήρωσης με παροχή συγγνώμης.
Οι λόγοι για τους οποίους ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα είναι, αν αυτός:
- επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,
- προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγο του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,
- έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,
- αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,
- ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο (άρθρο 1840 Α.Κ.)
Σύμφωνα με το άρθρο 1841 Α.Κ., το τέκνο από την άλλη μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχουν μόνο οι παραπάνω λόγοι 1,3 και 4. Δεν δικαιούται να τον αποκληρώσει αν ο γονέας του προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις. Αν όμως η σωματική κάκωση συνιστά σοβαρό πλημμέλημα το κύρος της αποκλήρωσης διασώζεται.
Ο διαθέτης μπορεί επίσης να αποκληρώσει το/τη σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου (όπως προκύπτει από το άρθρο 1842 Α.Κ.).